Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος (Δ), ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης (Α) και ο Βαρδής Βαρδινογιάννης (Κ), συνομιλούν στην έναρξη του εορταστικού κύκλου εκδηλώσεων για την Επέτειο των 2.500 χρόνων από τη Μάχη των Θερμοπυλών και τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας. ΑΠΕ-ΜΠΕ, ΟΡΕΣΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ
ΑΡΘΡΟ ΤΗΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑΣ
DEFENCE POINT
Καθώς οι εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή καθορίζονται σχεδόν αποκλειστικά από τις ενέργειες της “αφηνιασμένης” Τουρκίας και οι διάφοροι διεθνείς παράγοντες… απλώς παρακολουθούν, η Ελλάδα οφείλει να επανεξετάσει εκ βάθρων τη στρατηγική της, καθώς όλες οι ενδείξεις συντείνουν στο ότι αργότερα ή γρηγορότερα θα αναγκαστεί να το πράξει, υπό το βάρος ενός αιφνιδιασμού σε τακτικό, επιχειρησιακό και στρατηγικό επίπεδο.
Υπό το φως των τελευταίων εξελίξεων, η πολλαπλά επαναλαμβανόμενη διακήρυξη περί διεθνούς δικαίου ως σημείου αναφοράς του γίγνεσθαι της χώρας στο παγκόσμιο στερέωμα, σε πρακτικό επίπεδο δεν αποτελεί παρά μια θεωρητική / ακαδημαϊκή προσέγγιση, στην οποία όμως κατέληξε να πέφτει θύμα η απαραίτητη από καταβολής κόσμου αμυντική προετοιμασία προς αντιμετώπιση όλων όσοι δεν εμφορούνται από τα ίδια ιδανικά με εμάς.
Ίσως επειδή μας βολεύει, φροντίζουμε να λησμονούμε ότι το διεθνές σύστημα είναι “άναρχο”, υπό την έννοια απουσίας κάποιας αρχής επιβολής του υπάρχοντος δικαίου. Αυτό επ’ ουδενί δε σημαίνει υποβάθμιση της αξίας, ακόμα και της αποτρεπτικής, του διεθνούς δικαίου τη σημερινή εποχή. Σημαίνει αποκλειστικά καταδίκη της μονοσήμαντης ανάλυσης της διεθνούς και περιφερειακής κατάστασης που επηρεάζει την ασφάλεια της χώρας μας, υπό αυτό το πρίσμα.
Κατά συνέπεια, στην εξέταση των δεδομένων θα πρέπει να είμαστε εξαιρετικά κυνικοί. Για παράδειγμα, πόση έμπρακτη αξία έχει η πρόσφατα κυρωθείσα ελληνοαμερικανική συμφωνία αμοιβαίας αμυντικής συνεργασίας (MDCA) σε ό,τι αφορά την τουρκική επιθετικότητα;
Όπως αποδείχθηκε, αρκεί μία εν θερμώ (;) απόφαση κάποιου προέδρου των ΗΠΑ ώστε η Τουρκία να αποσπάσει το “πράσινο φως” για την απόπειρα επιβολής της θέλησης της μέσω στρατιωτικής ισχύος. Ακόμη κι αν ο πρόεδρος των ΗΠΑ αναγκαστεί τελικά να επιβάλλει πρακτικά αποτελεσματικές κυρώσεις, αυτό θα συμβεί σε ύστερο χρόνο, παρέχοντας εκ των πραγμάτων τον αναγκαίο χρόνο στην Τουρκία να υλοποιήσει, μερικώς ή ολικώς, τους όποιους στρατηγικούς σκοπούς της.
Το ίδιο ερώτημα εγείρεται και αναφορικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Προς το παρόν εμφανίζεται να παρακολουθεί την ολομέτωπη προσβολή της Κυπριακής Δημοκρατίας μάλλον αμήχανα, πιθανώς ευχόμενη τον αυτοχειριασμό της μέσω μίας… “λύσης” όπως αυτή που προέβλεπε το περιβόητο “σχέδιο Ανάν” και όχι την υιοθέτηση άμεσης και ουσιαστικής αντίδρασης.
Στην στρατηγική σύγχυση της Αθήνας συντείνουν και οι εκ των απώτερου, και όχι μόνο, παρελθόντος ψευδαισθήσεις μας. Μόλις μας τέλειωσε το «ξανθό γένος» (γιατί πολύ απλά η Ρωσική Ομοσπονδία εκμεταλλεύεται τις οθωμανικές φιλοδοξίες ώστε να επιφέρει καίριο πλήγμα σε αυτούς που θεωρεί βασικές απειλές εθνικής ασφαλείας, το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ, αλλά και να παγιώσει – επεκτείνει τη σφαίρα επιρροής της στη Μέση Ανατολή), εμφανίστηκε αίφνης το “Ελλάς – Γαλλία – Συμμαχία”.
Πικρόχολα σημειώνουμε, ότι ακόμη και στην περίπτωση της Κύπρου όπου η Ελλάδα αποτελεί εγγυήτρια δύναμη, με βάση τα ισχύοντα, δρα περισσότερο ως θεατής. Έχουμε διασφαλίσει τουλάχιστον ότι αυτό δεν θα συμβεί εκεί που τα ζωτικά συμφέροντα Ελλάδας, Κύπρου και Γαλλικής Δημοκρατίας ταυτίζονται, δηλαδή στον τομέα της εξόρυξης υδρογονανθράκων όπου εμπλέκεται ο γαλλικός ενεργειακός κολοσσός Total;
Και στις δύο περιπτώσεις (ΗΠΑ και Ευρωπαϊκής Ένωσης) κοινό χαρακτηριστικό είναι ότι στην πράξη, η μη αποφασιστική αντίδραση προσφέρει στην Τουρκία χρόνο για να υλοποιήσει ανεμπόδιστα τους σχεδιασμούς της και άρα να δημιουργήσει τετελεσμένα.
Προσοχή, δεν ισχυριζόμαστε ότι η Ελλάδα δεν θα πρέπει να συνάπτει συμμαχίες ή να μην αναβαθμίζει τις διμερείς σχέσεις της σε στρατηγικό επίπεδο. Κάθε άλλο. Ούτε ότι στους δικούς μας κυνικούς υπολογισμούς δεν θα πρέπει να λαμβάνουμε πολύ σοβαρά υπόψιν τα συμφέροντα άλλων χωρών, τα οποία μπορεί να συγκλίνουν ή να κινούνται παράλληλα με τα δικά μας, αν και είναι μάλλον απίθανο να ταυτίζονται.
Πιστεύουμε όμως απόλυτα, ότι θα πρέπει να οικοδομήσουμε το απαραίτητο επίπεδο αποτροπής, όχι μόνο σε επίπεδο δυνατοτήτων, αλλά πρωτίστως εθνικής βούλησης, για την ανάληψη όποιων ενεργειών απαιτούνται για την υπεράσπιση των ζωτικών συμφερόντων μας.
Φυσικά, αυτό συνεπάγεται κόστος σε ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους, καθώς επίσης και ανάληψη ρίσκου, την αντιμετώπιση κινδύνου, τον οποίο βέβαια ούτως ή άλλως αντιμετωπίζει η χώρα. Άρα το βασικό ζητούμενο είναι, να μην τον αντιμετωπίσει μόνη της.
Όμως σε αντιδιαστολή με την παρούσα “στρατηγική παράλυση” που πολλοί διαπιστώνουν και την εγκατάλειψη κάθε πρωτοβουλίας “εις χείρας τρίτων” που εξ ορισμού θα εξυπηρετήσουν κατά προτεραιότητα τα δικά τους συμφέροντα, οι ανωτέρω παρατηρήσεις περί εθνικής βούλησης, αποτελούν την επιλογή που επαναφέρει την πρωτοβουλία, στο πλαίσιο της προσπάθειας διαμόρφωσης των μελλοντικών εξελίξεων και όχι αντίδρασης σε ένα περιβάλλον που διαμορφώνεται από όλους τους άλλους.
O Ερντογάν έγινε υπηρέτρια του Πούτιν: Θα κάνει πλέον τα πάντα με έγκριση του Τσάρου