Έχουμε συνηθίσει και στα κακά και στα ψέματα: Τι μας λέει το ΔΝΤ; Ευρώ ή δραχμή;




Γράφει ο Παναγιώτης Γκλαβίνης

Τον Ιούλιο του 2015, το ΔΝΤ διαπίστωνε σε έκθεσή του ότι η πολιτική της νέας κυβέρνησης είχε καταστήσει το χρέος της Ελλάδας μη βιώσιμο.

Οι μοιραίοι άνθρωποι που ανέλαβαν να χειριστούν τις τύχες της χώρας το 2015, έχοντας κατά νου να εκβιάσουν μια νέα διαγραφή χρέους, κατάφεραν μέσα σε λίγους μήνες να καταστήσουν πλειοψηφική εκείνη την άποψη στην Ευρωζώνη που από την αρχή της κρίσης υποστήριζε ότι η Ελλάδα έπρεπε να εγκαταλείψει το κοινό νόμισμα.

Στο βιβλίο των Γάλλων δημοσιογράφων Gerard Davet και Fabrice Lhomme που εκδόθηκε πέρυσι με τίτλο «Ενας Πρόεδρος δεν πρέπει να τα λέει αυτά», ο Φρανσουά Ολάντ φέρεται να ισχυρίζεται, χωρίς να έχει διαψευστεί μέχρι σήμερα, ότι η κυρία Λαγκάρντ είχε ταχθεί και αυτή υπέρ της εξόδου μας από το ευρώ τον Ιούλιο του 2015.

Σήμερα, το ΔΝΤ υποστηρίζει πως θα πρέπει να πάψουμε για μια 25ετία να εξυπηρετούμε το χρέος μας προς τους δημόσιους διεθνείς δανειστές μας και να το αποπληρώσουμε από το 2040 μέχρι το 2070, και μάλιστα με σταθερό επιτόκιο μικρότερο του 1,5%.
Αυτό που δεν γνωρίζουμε, ωστόσο, είναι αν η πρόταση αυτή έχει ως παραδοχή την παραμονή μας στο ευρώ ή την επάνοδό μας στη δραχμή.

Διότι, αν επιστρέψουμε στο εθνικό μας νόμισμα, αυτονόητο είναι πως για μεγάλο χρονικό διάστημα θα αδυνατούμε να εξυπηρετούμε το χρέος μας. Και τότε, ή θα πρέπει αυτό να κουρευτεί ή να επιμηκυνθεί με τρόπο γενναιόδωρο, ώστε να μπορέσει η Ελλάδα να το αποπληρώσει στο απώτερο μέλλον, αφού πρώτα συνέλθει από το σοκ της δραχμής και ανακάμψει.

Στην τελευταία αυτή περίπτωση, λοιπόν, οι δανειστές μας, κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία, θα υποχρεωθούν να αποδεχτούν μια μακροχρόνια αναστολή των πληρωμών μας, εφόσον θα εξακολουθούν να μη δέχονται να κουρέψουν το χρέος μας.

Γι’ αυτό, η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να ζητήσει από το ΔΝΤ να διευκρινίσει εάν η πρότασή του αυτή έχει ως παραδοχή, μεταξύ όλων των άλλων, και ότι η Ελλάδα θα παραμείνει στο ευρώ και θα συνεχίσει να ανακτά την ανταγωνιστικότητά της με πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης.

Περίπτωση κατά την οποία η πρόταση αυτή θα είναι πολύ καλή για να είναι αληθινή ή πολύ κακή για να είναι ψέμα. Και εμείς έχουμε συνηθίσει και στα κακά και στα ψέματα.

  • Αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Οικονομικού Δικαίου στη Νομική Σχολή ΑΠΘ

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: