Πνευματικό εμβατήριο (Αρκαδία V): Φάρος για την Ελλάδα η συνάντηση των τιτάνων – Άγγελος Σικελιανός και Μίκης Θεοδωράκης – Επίκαιρο και διδακτικό για όλους [στίχοι, videos, audio]

Ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός Πηγή φωτογραφίας wikepidia




Το Πνευματικό Εμβατήριο του κορυφαίου, εν πολλοίς αδικημένου, ποιητή Άγγελου Σικελιανού που συναντήθηκε με την εμβληματική μελοποίηση του Μίκη Θεοδωράκη αποτελεί ένα διαχρονικό μήνυμα- οδηγό για την Ελλάδα.

Όποιος έχει διαβάσει τους διαχρονικούς στίχους του ποιητή διαπιστώνει ότι αυτοί αποτυπώνουν ανάγλυφα την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα μας εδώ και περίπου 80 χρόνια, από τη στιγμή που γράφτηκε και δημοσιεύτηκε τον Μάιο του 1945 στο  περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα.

Αξίζει να ανατρέχουμε σε αυτούς ως απάντηση σε πρόσωπα και κυρίως καταστάσεις αλλά πρωτίστως ως πηγή έμπνευσης και καθοδήγησης στις δύσκολες ώρες που περνά η χώρα.

Οι στίχποι μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη τον Φεβρουάριο του 1969 στην εξορία της Ζάτουνας και αποτελέσαν το έργο του Αρκαδία V.

Για πρώτη φορά το έργο εκτελέστηκε ολοκληρωμένο σε συναυλία του στο Albert Hall του Λονδίνου με ερμηνευτές τη Μαρία Φαραντούρη, τον Αντώνη Καλογιάννη και τον Γιάννη Θεοχάρη. Παίζει η London Symphony Orchestra υπό τη διεύθυνση του συνθέτη.

Ο Θεοδωράκης συνέθεσε το Πνευματικό Εμβατήριο τον χειμώνα του 1969, στην ορεινή Ζάτουνα της Αρκαδίας, όπου βρισκόταν σε εξορία από το δικτατορικό καθεστώς. Πολλά από τα έργα που συνέθεσε εκεί τα ονόμασε Αρκαδίες και το συγκεκριμένο έχει τον γενικό τίτλο Αρκαδία V. 
Στο ημερολόγιο του περιγράφει τις στιγμές της δημιουργίας του έργου, όταν σε κατ’ οίκον περιορισμό, κάλεσε τους φρουρούς του να τον συντροφεύσουν: Έξω χιονίζει. Είμαι μόνος. Οι φρουροί τουρτουρίζουν. Τους φωνάζω. Μέσα έχω ζεστασιά. Τους κερνώ τσικουδιά, καρύδια και σύκα. Βγάζουν τις χλαίνες. Κάθομαι στο πιάνο και συνθέτω. Γουρλώνουν τα μάτια. -Για ξαναπαίχτο… Το ξαναπαίρνω από την αρχή και προχωρώ. Κερνώ τσικουδιά. Το χιόνι σκέπασε τις καρυδιές. Σταματώ και γράφω στο χαρτί. Νυχτώνει. -Δεν θα πάμε στο καφενείο; … Μπαίνουμε στο καφενείο. -Γιάννη, κερνώ όλον τον κόσμο. -Τι έπαθες; Παντρεύεις κανένα; μου λέει ο Χρόνης -Πάντρεψα τη μουσική μου με τον Σικελιανό. -Ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο, λέει ο φρουρός!

 

Πνευματικό εμβατήριο

Σαν έριξα και το στερνό δαυλί στο φωτογώνι
(δαυλί της ζωής μου της κλεισμένης μες στο χρόνο)
στο φωτογώνι της καινούργιας Λευτεριάς Σου Ελλάδα,

μου αναλαμπάδιασε άξαφνα η ψυχή, σα να ’ταν
όλο χαλκός το διάστημα, ή ως να ’χα
τ’ άγιο κελί του Ηράκλειτου τριγύρα μου
όπου χρόνια,
για την Αιωνιότη εχάλκευε τους λογισμούς του
και τους κρεμνούσε ως άρματα
στης Έφεσος το Ναό·
γιγάντιες σκέψες
σα νέφη πύρινα ή νησιά πορφυρωμένα
σε μυθικόν ηλιοβασίλεμα
άναβαν στο νου μου,
τι όλη μου καίγονταν μονομιά η ζωή
στην έγνια της καινούργιας Λευτεριάς σου Ελλάδα!

Γι’ αυτό δεν είπα:
Τούτο είναι το φως της νεκρικής πυράς μου.
Δαυλός της Ιστορίας Σου, έκραξα, είμαι,
και να, ας καεί σα δάδα το έρμο μου κουφάρι,
καταβολάδα του Εμπυραίου,
με την δάδα τούτην,
ορθός πορεύοντας ως με την ύστερη ώρα,
όλες να φέξουν τέλος, τις γωνιές της Οικουμένης
ν’ ανοίξω δρόμο στην ψυχή, στο πνέμμα, στο κορμί Σου, Ελλάδα!

Είπα κι εβάδισα
κρατώντας τ’ αναμμένο μου συκώτι
στο Καύκασό Σου
και το κάθε πάτημά μου
ήταν το πρώτο, κι ήταν, θάρρευα, το τελευταίο
τι το γυμνό μου πόδι επάτει μέσα στα αίματά Σου
τι το γυμνό μου πόδι εσκόνταβε στα πτώματά Σου
γιατί το σώμα, η όψη μου, όλο μου το πνέμμα
καθρεφτιζόταν σα σε λίμνη, μέσα στα αίματά Σου.

Εκεί, σε τέτοιον άλικο καθρέφτη, Ελλάδα,
καθρέφτη απύθμενο, καθρέφτη της αβύσσου
της Λευτεριάς Σου και της δίψας Σου, είδα τον εαυτό μου
βαρύ από κοκκινόχωμα πηλό πλασμένο,
καινούργιο Αδάμ της πιο καινούριας πλάσης
όπου να πλάσουμε για Σένα μέλλει, Ελλάδα!

Κ’ είπα:
Το ξέρω, ναι, το ξέρω, που κ’ οι θεοί Σου
οι Ολύμπιοι, χθόνιο τώρα γίνανε θεμέλιο,
γιατί τους θάψαμε βαθιά-βαθιά να μην τους βρουν οι ξένοι.
Και το θεμέλιο διπλοστέριωσε, κι ετριπλοστέριωσε όλο,
μ’ όσα οι οχτροί μας κόκαλα σωριάσανε από πάνω.
Κι ακόμη ξέρω, πως για τις σπονδές και το τάμα
του νέου Ναού π’ ονειρευτήκαμε για Σένα Ελλάδα,
μέρες και νύχτες, τόσα αδέλφια σφάχτηκαν ανάμεσό τους
όσα δε σφάχτηκαν αρνιά ποτέ για Πάσχα!

Μοίρα· κ’ η μοίρα Σου ως τα τρίσβαθα δική μου!
Κι απ’ την Αγάπη, απ’ τη μεγάλη δημιουργόν Αγάπη,
να που η ψυχή μου εσκλήρυνεν, εσκλήρυνε και μπαίνει
ακέρια πια μέσα στη λάσπη και μες στο αίμα Σου να πλάσει
τη νέα καρδιά που χρειάζεται στο νιο Σου αγώνα Ελλάδα!
Τη νέα καρδιά που κιόλας έκλεισα μέσα στα στήθη,
και κράζω σήμερα μ’ αυτή προς τους Συντρόφους όλους:

«Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα,
ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο!
Tι ιδέτε, εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη,
κι ά, ιδέτε, χώθηκε τ’ αξόνι του βαθιά μες στο αίμα!
Ομπρός παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος,
σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη,
σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα.
Δέστε, ακουμπάμε απάνω του ομοαίματοι αδερφοί του!
Ομπρός, αδέρφια, και μας έζωσε με τη φωτιά του
ομπρός, ομπρός κ’ η φλόγα του μας τύλιξε, αδερφοί μου!»

«Ομπρός, οι δημιουργοί… Την αχθοφόρα ορμή Σας
στυλώστε με κεφάλια και με πόδια, μη βουλιάξει ο ήλιος!
Βοηθάτε με και μένανε αδερφοί, να μη βουλιάξω αντάμα!
Τι πια είν’ απάνω μου και μέσα μου και γύρα
τι πια γυρίζω σ’ έναν άγιον ίλιγγο μαζί του!
Χίλια καπούλια ταύροι τού κρατάν τη βάση
δικέφαλος αητός κι απάνω μου τινάζει
τις φτέρουγές του και βογγάει ο σάλαγός του
στην κεφαλή μου πλάι και μέσα στη ψυχή μου
και το μακρά και το σιμά για με πια είν’ ένα!
Πρωτάκουστες, βαριές με ζώνουν Αρμονίες! Ομπρός συντρόφοι
βοηθάτε να σηκωθεί, να γίνει ο ήλιος Πνέμμα!

Σιμώνει ο νέος ο Λόγος π’ όλα θα τα βάψει
στη νέα του φλόγα, νου και σώμα, ατόφιο ατσάλι.
Η γη μας αρκετά λιπάστηκε από σάρκα ανθρώπου!
Παχιά και καρπερά, να μην αφήσουμε τα χώματά μας
να ξεραθούν απ’ το βαθύ τούτο λουτρό του αιμάτου
πιο πλούσιο, πιο βαθύ κι απ’ όποιο πρωτοβρόχι!
Αύριο να βγει ο καθένας μας με δώδεκα ζευγάρια βόδια,
τη γην αυτή να οργώσει την αιματοποτισμένη.
Ν’ ανθίσει η δάφνη απάνω της και δέντρο της ζωής να γένει,
και η Άμπελό μας ν’ απλωθεί ως τα πέρατα της Οικουμένης.

Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος.
Σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη,
σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα,
σπρώχτε με χέρια και κεφάλια, για ν’ αστράψει ο ήλιος Πνέμμα!»

Έτσι σαν έριξα και το στερνό δαυλί στο φωτογώνι
(δαυλί της ζωής μου της κλεισμένης μες στο χρόνο)
στο φωτογόνι της καινούριας λευτεριάς Σου, Ελλάδα,

αναψυχώθηκε άξαφνα τρανή η κραυγή μου, ως να ’ταν
όλο χαλκός το διάστημα, ή ως να ’χα
τ’ άγιο κελί του Ηράκλειτου τριγύρα μου, όπου, χρόνια
για την Αιωνιότη εχάλκευε τους στοχασμούς του
και τους κρεμνούσε ως άρματα
στης Έφεσος το ναό, ως σας έκραζα, συντρόφοι!

Ο Άγγελος Σικελιανός

Ο Άγγελος Σικελιανός (Λευκάδα, 15 Μαρτίου 1884 – Αθήνα, 19 Ιουνίου 1951) ήταν ένας από τους μείζονες Έλληνες παραδοσιακούς ποιητές. Το έργο του διακρίνεται από έντονο λυρισμό και ιδιαίτερο γλωσσικό πλούτο.

Ο Σικελιανός γεννήθηκε στη Λευκάδα, όπου και πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Ήταν το τελευταίο από τα επτά παιδιά του καθηγητή γαλλικών Ιωάννη Σικελιανού και της Χαρίκλειας Στεφανίτση. Οι ρίζες της οικογένειάς του εντοπίζονταν στην Κεφαλονιά και τη Βενετία. Αποφοίτησε από το τετρατάξιο γυμνάσιο το 1900 και τον επόμενο χρόνο εγγράφηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας, χωρίς ωστόσο να ολοκληρώσει ποτέ τις νομικές του σπουδές.

Τα ενδιαφέροντά του ήταν καθαρά λογοτεχνικά και από νωρίς μελέτησε Όμηρο, Πίνδαρο, Ορφικούς και Πυθαγόρειους, λυρικούς ποιητές, προσωκρατικούς φιλοσόφους, Πλάτωνα, Αισχύλο αλλά και την Αγία Γραφή και ξένους λογοτέχνες όπως τον Ντ’ Αννούντσιο. Τα επόμενα χρόνια πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια και στράφηκε στην ποίηση και το θέατρο. Το 1902, δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα στα λογοτεχνικά περιοδικά Διόνυσος και Παναθήναια.

Σημαντικό σταθμό στη ζωή του Σικελιανού η γνωριμία του το 1905 με την Αμερικανίδα Εύα Πάλμερ – η οποία σπούδαζε στο Παρίσι ελληνική αρχαιολογία και χορογραφία – την οποία νυμφεύθηκε το 1907 στο Μπαρ Χάρμπορ του Μέιν των ΗΠΑ. Το ζεύγος εγκαταστάθηκε το επόμενο έτος στην Αθήνα. Εκείνη την περίοδο ο Σικελιανός ήρθε σε επαφή με αρκετούς πνευματικούς ανθρώπους και τελικά το 1909 δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή Αλαφροΐσκιωτος (γράφτηκε το 1907, τη χρονιά που ο Παλαμάς εξέδωσε τον Δωδεκάλογο του Γύφτου), η οποία προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση στους φιλολογικούς κύκλους, αναγνωριζόμενη ως έργο-σταθμός στην ιστορία των νεοελληνικών γραμμάτων. Ο Αλαφροϊσκιωτος είναι γραμμένος σε ανισοσύλλαβο, ετερόμετρο στίχο, χαρακτηρίζεται από στροφική διαίρεση και σποραδική ομοιοκαταληξία[12]. Ταυτόχρονα, το ίδιο έτος γεννήθηκε και ο γιος του Γλαύκος. Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, ο Σικελιανός θα επιστρατευτεί και θα συμμετάσχει ως απλός στρατιώτης στο μέτωπο της Ηπείρου.

Μια εκδρομή στην Συκιά Κορινθίας θα σταθεί αφορμή για την αγορά ενός παραθαλάσσιου οικοπέδου από την Εύα Πάλμερ, στην άκρη του πευκοδάσους του Πευκιά. Εκεί, ο Σικελιανός, θα σχεδιάσει και θα κατασκευάσει την περίοδο 1912-1916 μία εξοχική κατοικία που συνδυάζει το αρχαιοελληνικό πνεύμα με τους κίονες στην πρόσοψη, τη βυζαντινή τεχνοτροπία στα παράθυρα και την ενετική αρχιτεκτονική στα μπαλκόνια. Η κατοικία στη Συκιά θα αποτελέσει τόπο συνάντησης από εξέχουσες προσωπικότητες της διανόησης της εποχής, όπως ο Κωστής Παλαμάς, ο Κώστας Καρυωτάκης και ο Νίκος Καζαντζάκης.

Ακολούθησε μια περίοδος έντονης αναζήτησης, που καταλήγει στην έκδοση των τεσσάρων τόμων της ποιητικής συλλογής Πρόλογος στη Ζωή, Η Συνείδηση της Γης μου (1915), Η Συνείδηση της Φυλής μου (1915), Η Συνείδηση της Γυναίκας (1916) και Η Συνείδηση της Πίστης (1917). Ο Πρόλογος στη Ζωή ολοκληρώθηκε αργότερα με τη Συνείδηση της Προσωπικής Δημιουργίας. Ο στίχος του Προλόγου στη Ζωή, μάλιστα, προχωρά ακόμη περισσότερο προς την απελευθέρωση, ενώ έχει χαρακτηριστεί — σε ορισμένα σημεία — και ως «ελεύθερος». Η ομοιοκαταληξία είναι ακόμη πιό σποραδική, η ανισοσυλλαβία πιό έντονη, ενώ οι στίχοι είναι ετερόμετροι (συνήθως ιαμβικοί, αλλά και τροχαϊκοί). Ακολουθούν ακόμα τα χαρακτηριστικά ποιήματα Το Πάσχα των Ελλήνων και Μήτηρ Θεού[19], της περιόδου 1917 – 1920, καθώς και διάφορες συνεργασίες του με λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής. Από μορφική άποψη, πάντως, ο ποιητής επιστρέφει — μετά τη δεκαετία των πειραματισμών — στην έμμετρη ποίηση, δηλαδή προχωρά σε συντηρητική αναδίπλωση, ενώ το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και με τους Παλαμά και Βάρναλη.

Η αρχαιοελληνική πνευματική ατμόσφαιρα απασχόλησε βαθιά τον Σικελιανό και συνέλαβε την ιδέα να δημιουργηθεί στους Δελφούς ένας παγκόσμιος πνευματικός πυρήνας ικανός να συνθέσει τις αντιθέσεις των λαών («Δελφική Ιδέα»). Για τον σκοπό αυτό ο Σικελιανός, με τη συμπαράσταση και την οικονομική αρωγή της γυναίκας του, δίνει πλήθος διαλέξεων και δημοσιεύει μελέτες και άρθρα. Παράλληλα, οργανώνει τις «Δελφικές Εορτές» στους Δελφούς με τις παραστάσεις του Προμηθέα Δεσμώτη (1927) και των Ικέτιδων (1930) του Αισχύλου να ανεβαίνουν στο αρχαίο θέατρο.

Η «Δελφική Ιδέα» εκτός από τις αρχαίες παραστάσεις περιελάμβανε και τη «Δελφική Ένωση», μία παγκόσμια ένωση για τη συναδέλφωση των λαών και το «Δελφικό Πανεπιστήμιο», στόχος του οποίου θα ήταν να συνθέσει σε έναν ενιαίο μύθο τις παραδόσεις όλων των λαών. Για τις πρωτοβουλίες αυτές, το 1929, η Ακαδημία Αθηνών του απένειμε αργυρό μετάλλιο για τη γενναία προσπάθεια αναβίωσης των δελφικών αγώνων. Από το φιλόδοξο αυτό σχέδιο το μόνο που πραγματοποιήθηκε τελικά ήταν οι Δελφικές Εορτές, αλλά και αυτές οδήγησαν σε οικονομική καταστροφή και χωρισμό του ζεύγους, αφού η Εύα Πάλμερ εγκαταστάθηκε από τότε στην Αμερική και επέστρεψε μόνο μετά τον θάνατο του ποιητή. Το 1939 του απονεμήθηκε το Κρατικό Λογοτεχνικό Βραβείο του 1938 για το σύνολο του ποιητικού του έργου. Το 1940, παντρεύτηκε την Άννα Καραμάνη, με τη συγκατάθεση τόσο της Εύας Πάλμερ όσο και του πρώην συζύγου της Γεωργίου Καραμάνη.

Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 ο Άγγελος Σικελιανός μαζί με άλλους Έλληνες λογίους προσυπέγραψε την Έκκληση των Ελλήνων διανοουμένων προς τους διανοούμενους ολόκληρου του Κόσμου με την οποία αφενός μεν καυτηριάζονταν η ιταλική επίθεση εναντίον της Ελλάδας, αφετέρου δε διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, ο Σικελιανός διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην πνευματική αντίσταση του λαού, με κορυφαία εκδήλωση το ποίημα και το λόγο που εκφώνησε στην κηδεία του Παλαμά στις 28 Φεβρουαρίου του 1943.

Το 1943-1945 ήταν πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.[23] Υπήρξε μέλος του Ελληνοσοβιετικού Συνδέσμου.

Ήταν πέντε φορές υποψήφιος για το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας

  • Το 1946, προτεινόμενος από το μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας Anders Österling
  • Το 1947, προτεινόμενος από τον Νίκο Βέη, που την ίδια χρονιά είχε προτείνει και τον Νίκο Καζαντζάκη με την σκέψη πως θα έπρεπε να βραβευτούν από κοινού[26]
  • Το 1948, προτεινόμενος από μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Γραμμάτων, Ιστορίας και Αρχαιοτήτων της Σουηδίας Axel W Persson[27] και το μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας συγγραφέα και δημοσιογράφο Elin Wägner[28] Την χρονιά εκείνη, ο Anders Österling, ο οποίος είχε προτείνει τον Σικελιανό το 1946, πρότεινε να μοιραστεί το βραβείο μαζί με τον νικητή εκείνης της χρονιάς Τ.Σ. Έλιοτ, αλλά η πρότασή του απορρίφθηκε.
  • Το 1949, προτεινόμενος από το μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας, συγγραφέα Sigfrid Siwertz
  • Το 1950, προτεινόμενος με δύο προτάσεις. Μια, με μοναδικό υποψήφιο τον ίδιο, από την Ελληνική Εταιρεία Λογοτεχνών[31] και μια, σε συνδυασμό ξανά με τον Καζαντζάκη, από το μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας συγγραφέα Hjalmar Gullberg.

Ο Άγγελος Σικελιανός υπέφερε από χρόνια ημιπληγία.[33] Πέθανε στην Αθήνα στις 19 Ιουνίου 1951 έπειτα από πολυήμερη νοσηλεία εξαιτίας λήψης φαρμάκου που του προκάλεσε σημαντικές διαταραχές[22] και τάφηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.

ΕΠΟΧΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

Άγγελος Σικελιανός – 19 Ιουνίου 1951

Τα βιογραφικά στοιχεία του Άγγελου Σικελιανού προέρχονται από την el.wikipedia.org

Βλακώδης βανδαλισμός: Έκοψαν με πριόνι το «δένδρο του Ρομπέν των Δασών» κοντά στο ρωμαϊκό τείχος του Αδριανού στην Αγγλία * Συνελήφθη 16χρονος ως ύποπτος [photos, videos]

Ακολουθήστε τη HELLAS JOURNAL στη NEWS GOOGLE

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: