File Photo: Ο Υπουργός Εξωτερικών κ. Νίκος Χριστοδουλίδης με τον Υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας Νίκο Δένδια, Λευκωσία. ΚΥΠΕ, ΚΑΤΙΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
Κατά καιρούς έρχεται στην επιφάνεια, ως υπόμνηση απειλής από τους ξένους διαμεσολαβητές, ο όρος «Ταϊβανοποίηση» σε περίπτωση μη επίτευξης, λίαν συντόμως, λύσης στο Κυπριακό.
Μετά το δημοψήφισμα του 2004, ο όρος «Ταϊβανοποίηση» απετέλεσε ένα, ευρείας και συστηματικής χρήσης, νεολογισμό στο πολιτικό και διπλωματικό λεξιλόγιο το Κυπριακού, όπου, πολλές φορές, η αυθαίρετη χρήση του όρου δημιουργεί εννοιολογική σύγχυση. Αυτό συμβαίνει γιατί άλλοτε γίνεται χρήση του όρου προκειμένου να προειδοποιήσει για την εξέλιξη του καθεστώτος των κατεχομένων και άλλοτε για να δημιουργήσει συνειρμούς σχετικά με το μέλλον της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η γένεση του όρου αποτελεί το προϊόν της ιστορικής εξέλιξης ενός πολιτικοδιπλωματικού προβλήματος που διήρκεσε 22 χρόνια και επηρέασε τις διπλωματικές σχέσεις των υπερδυνάμεων, τόσο στην έναρξη όσο και στο απόγειο του Ψυχρού Πολέμου. Μετά την ήττα της η εθνικιστική Κυβέρνηση του Τσαγκ Καϊ-Σιεκ, το 1949, από τους κομμουνιστές του Μάο Τσε-Τουγκ στον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε την αποχώρηση των ιαπωνικών στρατευμάτων, εγκατέλειψε την ηπειρωτική Κίνα και βρήκε καταφύγιο στη νήσο Φορμόζα (Ταϊβάν), η οποία αποτελούσε έδαφος της Κίνας. Εφόσον δεν υπήρχε ανακωχή και ο εμφύλιος συνεχιζόταν σε λανθάνουσα μορφή, ο OHE συνέχισε να αναγνωρίζει την Κυβέρνηση του Τσαγκ Καϊ-Σιεκ ως τη νόμιμη εκπρόσωπο της Κίνας, με το όνομα Δημοκρατία της Κίνας. Αυτό συνεχίσθη μέχρι τις 25 Οκτωβρίου 1971, οπότε η Γενική Συνέλευση του Οργανισμού, με πλειοψηφία (76 υπέρ, 35 εναντίον και 17 αποχές*) αποφάσισε ότι η Δημοκρατία της Κίνας (Ταϊβάν) δεν αντιπροσωπεύεται πλέον στα Ηνωμένα Έθνη και ότι ο ΟΗΕ αναγνωρίζει τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας ως τη νόμιμη κυβέρνηση για να αντιπροσωπεύει την Κίνα (One China Policy).
Ο όρος χρησιμοποιήθηκε σε διάφορες περιπτώσεις, στις διεθνείς σχέσεις, προκειμένου να προσδιορίσει διεθνή προβλήματα που ενέπιπταν στον πιο πάνω ορισμό, όπως για παράδειγμα στις περιπτώσεις του Κοσσόβου, της Τσετσενίας και, πριν από το 1971 μεταξύ Δυτικού και Ανατολικού Πακιστάν (Μπανγκλαντές).
Εδώ εντοπίζεται και η βασική διαφορά στη στρατηγική των δύο πλευρών.
Ένα σημαντικό λάθος τακτικής της ελληνικής πλευράς υπήρξε η μη υποβολή βέτο στην έναρξη ενταξιακού διαλόγου Τουρκίας – ΕΕ. Το βέτο ήταν μία μοναδική ευκαιρία που είχε η ελληνική πλευρά να συναρτήσει τη διεκδίκηση ποιοτικών στοιχείων στη λύση με τον παράγοντα χρόνο, αφού θα μεγιστοποιούσε το χρονικό κόστος για την Τουρκία σε σχέση με το χρονικό κόστος που προκαλεί η Άγκυρα σε βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας στις προσπάθειες λύσης.
Έκτοτε, η Τουρκία κατάφερε να εξαγοράσει χρόνο, ενώ η ελληνική πλευρά, αν δεν υποχώρησε ήδη, έχει παραμένει στάσιμη σε ό,τι αφορά τη διεκδίκηση ποιοτικών στοιχείων..
* Η Κύπρος τήρησε αποχή.
Το Ισραήλ σε απίστευτο πολιτικό αδιέξοδο: Το άλμα στο κένο του “Μπίμπι” και ο Γκάντς…