File Photo: Israeli border Policemen stand on the Israeli side of the road which is separated from Palestine by an eight-meter high concrete wall. EPA, ABIR SULTAN
Νέες επιστημονικές μελέτες δείχνουν ότι τα συνοριακά τείχη, που τείνουν να αυξηθούν σε όλο τον κόσμο καθώς αυξάνονται οι προσφυγικές ροές ή οι διασυνοριακές εντάσεις, μπορούν να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στον ψυχισμό των ανθρώπων που ζουν κοντά σε αυτά, αλλάζοντας τον τρόπο που σκέφτονται και νιώθουν.
Το καλοκαίρι του 1962 μια γυναίκα στην Ανατολική Γερμανία επισκέφτηκε μια ψυχιατρική κλινική της Λειψίας, γιατί δεν μπορούσε να ανοίξει το σαγόνι της.
Τη δεκαετία εκείνη ο Γερμανός ψυχίατρος Ντίτφριντ Μίλερ-Χέγκεμαν, παρατηρώντας ότι πολλοί ασθενείς του και άλλοι είχαν ένα κοινό γνώρισμα -το ότι ζούσαν κοντά στο τοίχος του Βερολίνου- μίλησε για το σύνδρομο «Mauerkrankheit» ή «ασθένεια των τειχών», για το οποίο εξέδωσε και βιβλίο το 1973.
Μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου το 1989 αναδύθηκε η ελπίδα για έναν κόσμο χωρίς σύνορα. Το όραμα αυτό όμως δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα, καθώς τείχη συνέχισαν να χτίζονται (μεταξύ Ινδίας-Μπαγκλαντές, Σαουδικής Αραβίας-Ιράκ, Βουλγαρίας-Τουρκίας, Νότιας Αφρικής-Μοζαμβίκης, Ουγγαρίας-Κροατίας, ΗΠΑ-Μεξικού κ.α.).
H επιδημιολόγος Έιντιν Μακγκουάιρ από το Βασιλικό Πανεπιστήμιο του Μπέλφαστ αποφάσισε να εξετάσει κατά πόσο τα υποτιθέμενα «ειρηνικά σύνορα» στη Βόρεια Ιρλανδία -που δημιουργήθηκαν για να κρατήσουν σε απόσταση τους Ρωμαιοκαθολικούς από τους Προτεστάντες κατά την περίοδο των Ταραχών- διαδραματίζουν κάποιο ρόλο στην εμφάνιση συχνών προβλημάτων ψυχικής υγείας στον πληθυσμό.
Τάση για κατάθλιψη και άγχος
Τα αποτελέσματα της μελέτης της στο περιοδικό «Journal of Epidemiology and Community Health» έδειξαν ότι όσοι ζούσαν κοντά στα τείχη, είχαν 19% περισσότερες πιθανότητες να παίρνουν αντικαταθλιπτικά και 39% να παίρνουν ηρεμιστικά φάρμακα κατά του άγχους.
Οι σύγχρονοι όμως ερευνητές θεωρούν πιο αφηρημένη τη σχέση τειχών – ψυχικής υγείας. Η Κριστίν Λιουενμπέργκερ, κοινωνιολόγος του αμερικανικού Πανεπιστημίου Κορνέλ, πιστεύει ότι κάθε φραγμός προσλαμβάνεται από τους ανθρώπους ως μέρος ενός ευρύτερου «συστήματος τειχών», τα οποία μπορεί να είναι είτε φυσικά σύνορα, είτε εμπόδια και πλήγματα της καθημερινότητας (π.χ. απώλεια εργασίας).
Οι Ισραηλινοί περνούσαν τα σύνορα για να πάρουν εμπορεύματα από τις παλαιστινιακές πόλεις. Οι Παλαιστίνιοι έραβαν υφάσματα για τις ισραηλινές εταιρείες κλωστοϋφαντουργίας. Όταν το τείχος ανυψώθηκε, οι συναλλαγές αυτές τερματίστηκαν και η ζωή εκατοντάδων ανθρώπων άλλαξε δραματικά.
Η γεωγράφος Ελίζαμπεθ Βάλετ του Πανεπιστημίου του Κεμπέκ στο Μόντρεαλ δίνει έμφαση στη γενικότερη αίσθηση ανασφάλειας που τα τείχη δημιουργούν. Σε ένα ταξίδι της στο Τέξας όπου κατασκευάζονται συνοριακά τείχη, συνειδητοποίησε ότι ενώ οι κάτοικοι δεν μιλούσαν καθόλου για τα τείχη, όλοι είχαν την αίσθηση ότι βρίσκονταν υπό καθεστώς παρακολούθησης, πράγμα που προδίδει μια διάχυτη δυστοπική ατμόσφαιρα, επιβαρυντική για την ψυχική υγεία.
Μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής
O Τομπάιας Βογκτ, ο οποίος μελετά τη δημόσια υγεία στο Πανεπιστήμιο του Γκρόνινγκεν στην Ολλανδία, διερεύνησε την επίδραση που είχε η πτώση του τείχους του Βερολίνου στο προσδόκιμο ζωής. Τα αποτελέσματα της έρευνας που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό γεροντολογίας «Gerontology» το 2013, καταδεικνύουν ότι μετά την επανένωση των δύο Γερμανιών το προσδόκιμο ζωής των γυναικών στην Ανατολική Γερμανία αυξήθηκε κατά τέσσερα χρόνια, ενώ των ανδρών κατά έξι χρόνια.
Παρόλα αυτά, έχει αποδειχθεί πως ακόμα και μετά την πτώση των τειχών των συνόρων, οι επιπτώσεις τους παραμένουν. Έτσι, μετά τη γερμανική επανένωση, σταδιακά το σύνδρομο «Mauerkrankheit» αντικαταστάθηκε από τους επιστήμονες από το σύνδρομο «Mauer in den Köpfen» ή «το τείχος στο κεφάλι».
Δεν είναι λίγοι οι ψυχολόγοι που έχουν επιχειρήσει να ερμηνεύσουν τα κίνητρα των κρατών για τη δημιουργία τειχών. Το 1969 ο διάσημος Βρετανός ψυχαναλυτής Ντόναλντ Γουίνικοτ χαρακτήρισε το τείχος του Βερολίνου «μανιο-καταθλιπτική ψύχωση» (σήμερα θα λέγαμε διπολική διαταραχή), υποστηρίζοντας ότι με την κατασκευή του οι Γερμανοί προσπάθησαν να αναβάλουν την επίλυση μιας εσωτερικής σύγκρουσης.
Αντίστοιχα ήταν τα κίνητρα στη Βόρεια Ιρλανδία, ενώ στην περίπτωση Ισραήλ-Παλαιστίνης, σύμφωνα με Ισραηλινούς ψυχολόγους, το τείχος λειτούργησε ως μέσο για να «καλυφθεί το πρόβλημα», με την έννοια ότι οι Παλαιστίνιοι γίνονται πια αόρατοι.
Η Βάλετ επισήμανε πως οι τρεις κυριότεροι σκοποί για τους οποίους χτίζονται τα τείχη, είναι: η εδραίωση της ειρήνης, η πρόληψη του λαθρεμπορίου και της τρομοκρατίας, καθώς και η παρεμπόδιση της μετανάστευσης.
Τα ψυχολογικά προβλήματα που τα τείχη τροφοδοτούν, ενισχύουν επίσης την πολιτική ατζέντα που έχουν οι εθνικιστές ηγέτες. Ένας πολίτης που ζει δίπλα σε ένα τείχος, νιώθει κατάθλιψη ή άγχος και έχει μάθει να φοβάται τον «άλλο», είναι λιγότερο πιθανό να αντισταθεί σε ένα πολιτικό ηγέτη που χρησιμοποιεί το φόβο του «άλλου» ως πολιτική πλατφόρμα. Χρειάζεται μια νοοτροπία πολιορκούμενου για να χτισθεί ένα τείχος. Και μόλις αυτό χτισθεί, όσοι ζουν στη σκιά του, καταλήγουν να νιώθουν ακόμη πιο πολιορκημένοι.
02/06/2019 09:30
ΑΠΕ-ΜΠΕ
Αθήνα, Ελλάδα
Οι ΗΠΑ κινδυνεύουν με ευρεία επιδημία ιλαράς προειδοποιούν οι υγειονομικές αρχές