Η αφίσα της ρομαντικής κωμωδίας του 1959 “Μερικοί το προτιμούν καυτό” του Μπίλι Γουάιλντερ με τους Μέριλιν Μονρόε, Τζακ Λέμον και Τόνι Κέρτις στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. @astormovies
Κινηματογράφος-σαμπάνια. Τον απολαμβάνεις με πολλές μικρές γουλιές, καθώς το κινηματογραφικό ποτήρι δεν αδειάζει ποτέ από ευρήματα, ευφάνταστες καταστάσεις, ανατρεπτική ματιά, αυθεντικό συναίσθημα, απίστευτες ατάκες, πετυχημένα γκαγκς και όλα αυτά να μη χάνουν στιγμή την αξία τους και να ρέουν άψογα υπό την καθοδήγηση του αστείρευτου ιδεών Μπίλι Γουάιλντερ.
Φυσικά, εκείνη την εποχή η Μέριλιν Μονρόε, που είναι στην ακμή της, είναι ότι πιο καυτό διαθέτει το Χόλυγουντ. Στο φιλμ του Γουάιλντερ συναντά δυο σπουδαίους ηθοποιούς, τον πολυτάλαντο και με τεράστια γκάμα ερμηνειών, Τζακ Λέμον και τον νεαρό ζεν πρεμιέ Τόνι Κέρτις, που κάνουν κόντρα ρόλους, ειδικά για την εποχή, καθώς στα τρία τέταρτα της ταινίας εμφανίζονται ως.. κοπέλες.
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού οι δυο φίλοι απολαμβάνουν τη συντροφιά των γυναικών που απαρτίζουν την μπάντα και ερωτεύονται την τραγουδίστρια του συγκροτήματος Σούγκαρ Κέιν (Μονρόε), μια αφελέστατη κοπέλα, μόνιμο θύμα των ανδρών, ειδικά εκείνων που παίζουν σαξόφωνο – το όργανο που παίζει ο Τζο. Και οι δύο συναγωνίζονται για να κερδίσουν τη γλυκιά καρδιά της, αλλά τελικά την κατακτά ο Τζο, που παριστάνει ταυτόχρονα και τον πολυεκατομμυριούχο, γόνο μίας οικογένειας πετρελαιάδων. Ταυτόχρονα, ένας πραγματικός εκατομμυριούχος, ο Όγκουστ (Τζο Ε. Μπράουν), που είναι άστατος ερωτικά, ερωτεύεται τον Τζέρι, που του εμφανίζεται ως Δάφνη. Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο όταν ο μαφιόζος Σπατς Κολόμπο, συνοδευόμενος από τους άνδρες του φτάνει στο ξενοδοχείο που εμφανίζεται το γυναικείο γκρουπ, για ένα συνέδριο των αρχηγών της μαφίας..
Όπως είναι εύκολα αντιληπτό το στόρι, που βασίζεται σε μια γερμανική σχεδόν άγνωστη κωμωδία του Κουρτ Χόφμαν, είναι ιδιαιτέρως απλό, αλλά ο Γουάιλντερ στήνει σχεδόν κάθε λεπτό ένα ευφάνταστο σκετς, που δεν αφήνει τον θεατή να πάρει ανάσα από το γέλιο με τις ατάκες-φωτιά, τα περίτεχνα γκαγκς και τα ευφάνταστα απρόοπτα. Και παράλληλα, καταφέρνει να ακολουθήσει τη γραμμή της ιστορίας του και να αναδείξει τον αμφίσημο χαρακτήρα των πρωταγωνιστών του.
Ωστόσο, η ταινία, που θεωρήθηκε η καλύτερη κωμωδία όλων των εποχών από το American Film Institute, πάνω απ’ όλα είναι μια αυτοσαρκαστική σάτιρα, κάτι που αποδεικνύει και με το απίστευτο φινάλε της. Ο Γουάιλντερ εκμεταλλεύτηκε το χαλάρωμα της λογοκρισίας που υπήρχε στο Χόλυγουντ, για να καυτηριάσει αποτελεσματικά θέματα ταμπού για την αμερικανική κοινωνία, όπως την σεξουαλική ελευθεριότητα, το οργανωμένο έγκλημα, τον αλκοολισμό, την οικονομική κατάρρευση, την αδυναμία του νόμου για δικαιοσύνη.
Από του σημαντικότερους σκηνοθέτες του αμερικανικού κινηματογράφου, ο Μπίλι Γουάιλντερ γεννήθηκε στην Αυστρία και με την άνοδο του Χίτλερ στη Γερμανία έφυγε για τη Γαλλία και στη συνέχεια την Αμερική. Θεωρείται ένας από τους καλύτερους και ιδιοφυείς κινηματογραφιστές (και παραγωγούς, σεναριογράφους) της χρυσής εποχής του Χόλυγουντ, λόγω της ευρείας γκάμας ταινιών που γύρισε. Μάλιστα, η βράβευσή του με τρία Όσκαρ (παραγωγής, σκηνοθεσίας και σεναρίου) για την φημισμένη του «Γκαρσονιέρα» (1960) με τον Τζακ Λέμον και πάλι και την υπέροχη Σίρλεϊ Μακ Λέιν, τον έβαλε στο κάδρο με τους μόλις πέντε κινηματογραφιστές που έχουν καταφέρει αυτό το επίτευγμα.
Ο Γουάιλντερ, ποτέ δεν ήταν φλύαρος, έδινε πάντα σημασία στην αφήγηση και στον ρυθμό, αλλά και στη σχέση που είχε δημιουργήσει με τους θεατές. Επέβαλε τα θέματά του, ενώ ειδικά στις κωμωδίες του ποτέ δεν κούραζε από τα αλλεπάλληλα γκαγκς και την επιδίωξή του να βγάλει γέλιο. Σίγουρα ένας από τους μεγαλύτερους μάστορες του Χόλυγουντ, που κατάφερε με τα θέματά του να αφυπνίσει το κοινό από τα στερεότυπα, ενώ ταυτόχρονα αναδείκνυε πίσω από κάθε ξεκαρδιστική σκηνή του ένα δράμα, την καυστική του ματιά για την κοινωνία, την πολιτική, τον Τύπο και βεβαίως το ματαιόδοξο κόσμο του Χόλυγουντ.
Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ανεξήγητο το πως μπορεί να μεταμορφωθεί μια απλή κοπέλα – προφανέστατα χαρισματική – σε απόλυτη σταρ, αλλά αν ήταν κάτι που μπορούσε να εξηγηθεί τότε δεν θα υπήρχαν σταρ αυτού του επιπέδου. Και όχι τίποτα άλλο αλλά μόνο γέλια μπορεί να προκαλέσουν κάποιες από τις σημερινές «σταρ», που την εποχή της χρυσής εποχής του Χόλυγουντ στην καλύτερη περίπτωση θα κρατούσαν ένα φευγαλέο ρολάκι. Γιατί άλλο καλός/καλή ηθοποιός και άλλο σταρ.
Ο Λέμον είναι καθηλωτικός. Η ερμηνεία του ξεφεύγει απ’ τα συνηθισμένα και καταφέρνει να γίνει ερωτεύσιμος ως άντρας, αλλά και ως γυναίκα, αφού μπορεί να μην είναι όμορφη, να είναι ατσούμπαλη, αλλά αναβλύζει ζωντάνια και θετική ενέργεια. Ο Λέμον για μια ακόμη φορά είναι άμεσος, αφάνταστα χαριτωμένος, περιπαιχτικός, χωρίς να ξεπέφτει ούτε στιγμή στο γκροτέσκο. Η σκηνή με τις μαράκες περνά στο ανθολόγιο με τις πιο αστείες σουρεαλιστικές σκηνές του κινηματογράφου, όπως και όταν τα πίνει στην κουκέτα του τρένου στριμωγμένος ανάμεσα στα κορίτσια της μπάντας. Ο Τζακ Λέμον ερμήνευσε με μοναδική δεξιοτεχνία μια τεράστια γκάμα ρόλων, από ξεκαρδιστικές κωμωδίες, όπως εδώ, μέχρι θρίλερ, το «Σύνδρομο της Κίνας» (1979), ή πολιτικά δράματα, όπως το εξαιρετικό φιλμ του Κώστα Γαβρά «Ο Αγνοούμενος» (1982.
Ουσιαστικά ο Κέρτις στην ταινία παίζει τρεις χαρακτήρες. Αυτό του άφραγκου, τζογαδόρου, γυναικά μουσικού, της Τζοζεφίν και του υποτιθέμενου πολυεκατομμυριούχου, που ερωτεύεται η Σούγκαρ. Και στις τρεις εμφανίσεις του, τα πάει μια χαρά και ειδικά στο ρόλο του λεφτά. Η ερμηνεία του Κέρτις, που είχε μια τεράστια καριέρα, είναι πολυεπίπεδη και η αισθηματική σχέση του με την Σούγκαρ δεν διαθέτει τα χαρακτηριστικά των ρομαντικών σχέσεων του είδους, αλλά το εξωφρενικό που κυριαρχεί σε ολόκληρη την ταινία.
Ο Τζορτζ Ραφτ, ένας σημαντικός πρωταγωνιστής του μεσοπολέμου, κρατώντας εδώ ένα δεύτερο ρόλο, αυτό του αρχιμαφιόζου Κολόμπο, μένει με δεξιοτεχνία έξω από το εξωφρενικά κωμικό κλίμα της ταινίας, βάζοντας με τη στιβαρή παρουσία του το γκανγκστερικό στοιχείο στην ιστορία, φτάνοντας στα όρια της παρωδίας, χωρίς να τα ξεπερνά.
Ωστόσο και οι υπόλοιποι ηθοποιοί, υπό την καθοδήγηση του Γουάιλντερ, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και σκηνοθέτης ηθοποιών, είναι περίφημοι. Οι σκληρές φάτσες των μαφιόζων (Χάρι Γουίλσον, Μάικ Μαζούρκι κα), γύρω από τον Ραφτ, οι κοπέλες του συγκροτήματος και η αρχηγός του γκρουπ Τζόαν Σολί, ο ντετέκτιβ που ερευνά την υπόθεση Πατ Ο’μπράιαν, συνθέτουν το ιδανικό καστ γύρω από το πρωταγωνιστικό τρίγωνο.
Η ταινία διεκδίκησε έξι βραβεία Όσκαρ (Α’ ανδρικού Ρόλου για τον Τζακ Λέμον, καλύτερου σεναρίου, σκηνοθεσίας, φωτογραφίας και καλλιτεχνικής διεύθυνσης) κατακτώντας μόνο ένα, αυτό των καλύτερων κοστουμιών, χάνοντας από το σαρωτικό εκείνη τη χρονιά «Μπεν Χουρ». Εντάξει, κανείς δεν είναι τέλειος και αν μιλάμε για τα μέλη της ακαδημίας κινηματογράφου, τότε με σιγουριά μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι ελάχιστες φορές οι επιλογές τους άγγιξαν την τελειότητα…
ΑΠΕ-ΜΠΕ
22/06/2019
Γιατί ο Βαν Γκογκ αγαπούσε τα ηλιοτρόπια: Έκθεση στην Ολλανδία αποκαλύπτει το μυστικό