Ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων είναι το βασικό χαρακτηριστικό της εποχής Τραμπ




Του GIDEON RACHMAN (*)

Ο καιρός στο Νταβός τον Ιανουάριο έχει συνήθως λαμπρό ουρανό, κρύο και μεγάλες πιθανότητες χιονιού. To πολιτικό κλίμα, πάλι, είναι πιο απρόβλεπτο. Από τότε που συνεκλήθη για πρώτη φορά το φόρουμ, το 1971, έχουν υπάρξει δραματικές μετατοπίσεις στο γεωπολιτικό κλίμα.

Οι πρώτες δύο δεκαετίες ήταν σε κλίμα ψυχρού πολέμου.

Η περίοδος από το 1989 ως το 2001 σημαδεύτηκε από την πτώση του τείχους και την ένταξη των πρώην κομμουνιστικών χωρών στην παγκόσμια οικονομία. Μετά την 11ηΣεπτεμβρίου, στην ατζέντα κυριάρχησαν ο «πόλεμος κατά του τρόμου», η εισβολή στο Ιράκ και τα παρεπόμενά της. Από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 κι ύστερα, το πολιτικό σκηνικό χαρακτηρίζεται από τις αντιδράσεις κατά της παγκοσμιοποίησης και την άνοδο του λαϊκισμού.

  • Η σημερινή αμερικανική κυβέρνηση αναδεικνύει ένα νέο θέμα. Η στρατηγική εθνικής ασφαλείας της κυβέρνησης Τραμπ θέτει τον «ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων» στο επίκεντρο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Ο Λευκός Οίκος υποστηρίζει ότι είναι υποχρεωμένος να απαντά στις αποσταθεροποιητικές ενέργειες αυταρχικών δυνάμεων, και ιδιαίτερα της Ρωσίας και της Κίνας. Ανάμεσα σε τέτοιες ενέργειες είναι η προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 και οι κινεζικές βλέψεις στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας.

Στην εποχή του Τραμπ, οι σχέσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων έχουν επιδεινωθεί σημαντικά. Πέρυσι, οι ΗΠΑ ξεκίνησαν έναν εμπορικό πόλεμο με την Κίνα, στη βάση του οποίου βρίσκονται οι αμερικανικές ανησυχίες ότι η Κίνα θέλει να γίνει η κυρίαρχη δύναμη του 21ου αιώνα.

  • Η σχέση ανάμεσα στο Κρεμλίνο και την προεκλογική εκστρατεία του Τραμπ το 2016 παραμένει αμφιλεγόμενη. Αν όμως οι Ρώσοι ήλπιζαν σε μια ταχεία βελτίωση των αμερικανορωσικών σχέσεων μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Τραμπ, σίγουρα απογοητεύτηκαν. Οι αμερικανικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας ενισχύθηκαν επί διακυβέρνησης Τραμπ, αποτέλεσμα και των πιέσεων του Κονγκρέσου. Και η ένταση εξακολουθεί να ανεβαίνει μετά τη ρωσική επιθετικότητα στην Αζοφική Θάλασσα.

Παρόλα αυτά, η κυβέρνηση του Βλαντίμιρ Πούτιν έχει λόγους να είναι ευχαριστημένη από την αμερικανική εξωτερική πολιτική επί κυβέρνησης Τραμπ. Η εχθρική στάση του τελευταίου απέναντι στην ΕΕ, και ιδιαίτερα τη Γερμανία, έχει ανοίξει ένα ρήγμα στις αμερικανοευρωπαϊκές σχέσεις. Ο Τραμπ έχει εκφράσει επανειλημμένα αμφιβολίες για το ΝΑΤΟ, το οποίο κατηγορείται από τη Ρωσία για επιθετική στάση απέναντί της. Οτιδήποτε αποδυναμώνει το ΝΑΤΟ ικανοποιεί τον Πούτιν.

Οι ενδείξεις αναταραχής στην ΕΕ αυξάνονται.

  • Αν και όταν συμβεί το Brexit, το πλήγμα για την ευρωπαϊκή συνοχή θα είναι μεγάλο. Ο γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν, που μέχρι πρόσφατα έμοιαζε να είναι ο πιο δυναμικός ηγέτης στην ΕΕ, έχει εγχώρια προβλήματα. Η Ισπανία αντιμετωπίζει μια εντεινόμενη πρόκληση από το κίνημα για την ανεξαρτησία της Καταλονίας και η Ιταλία κυβερνάται από μια συμμαχία λαϊκιστών και ευρωσκεπτικιστών που θέλουν μια πιο φιλορωσική ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική.

Στο μεταξύ, η αμερικανική επιρροή στη Μέση Ανατολή καταρρέει, ενώ η Ρωσία αναδεικνύεται και πάλι σε βασικό παίκτη. Η ανακοίνωση του Τραμπ ότι θα αποσύρει τα στρατεύματά του από την περιοχή δείχνει ότι οι ΗΠΑ αποτελούν έναν αναξιόπιστο σύμμαχο, έτοιμο να εγκαταλείψει τους Κούρδους στην τύχη τους. Το επιτελείο του Τραμπ επιχειρεί να μετριάσει τις συνέπειες της απόφασής του, γεγονός που δείχνει από μόνο του ότι η αμερικανική εξωτερική πολιτική είναι πλέον δυσανάγνωστη.

  • Ο απρόβλεπτος χαρακτήρας της αμερικανικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή δείχνει ότι το 2019 δεν μπορεί να αποκλειστεί η ανάληψη στρατιωτικής δράσης. Η απόρριψη της πυρηνικής συμφωνίας με το Ιράν έχει αυξήσει την ένταση με την Τεχεράνη. Ο σύμβουλος εθνικής ασφαλείας Τζον Μπόλτον ήταν υποστηρικτής της στρατιωτικής δράσης εναντίον του Ιράν προτού αναλάβει αυτή τη θέση. Η δολοφονία του Τζαμάλ Κασόγκι προσθέτει άλλο ένα στοιχείο αβεβαιότητας, λαμβανομένης υπόψη της ειδικής σχέσης ανάμεσα στον Λευκό Οίκο και το σαουδαραβικό καθεστώς.

Αν το Ιράν είναι ένα πιθανό σημείο ανάφλεξης το 2019, ένα άλλο είναι η κορεατική χερσόνησος.

Η περυσινή συνάντηση του προέδρου Τραμπ με τον Κιμ Γιονγκ Ουν είχε ως αποτέλεσμα να χαλαρώσουν πρόσκαιρα οι εντάσεις. Έκτοτε, όμως, η «αποπυρηνικοποίηση» της κορεατικής χερσονήσου έχει προχωρήσει ελάχιστα. Αν αυτό οδηγήσει στην εγκατάλειψη των συνομιλιών, οι στρατιωτικές εντάσεις μπορεί και πάλι να αυξηθούν.

  • Το μεγαλύτερο γεωπολιτικό ζήτημα που αντιμετωπίζει ο πλανήτης είναι ο χαρακτήρας της σχέσης ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες, τις ΗΠΑ και την Κίνα. Αν η κυβέρνηση Τραμπ επιμείνει στην αύξηση των δασμών, οι συνέπειες θα γίνουν αισθητές πέρα από τους τομείς της οικονομίας και του εμπορίου. Τυχόν χαλάρωση του αμερικανοκινεζικού εμπορικού πολέμου, πάλι, θα οδηγήσει σε εκτόνωση της γεωπολιτικής έντασης ανάμεσα στις δύο χώρες.

Μακροπρόθεσμα, πάντως, ο ανταγωνισμός μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας πιθανότατα θα μεγαλώσει. Απειλητικά σύννεφα μαζεύονται στον λαμπρό ουρανό του Νταβός.

(*) Ο Γκίντεον Ράχμαν είναι αρθρογράφος των Financial Times – Πηγή: Financial Times via ΑΠΕ-ΜΠΕ

  • Τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν απαραίτητα τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.

Γιατί χαίρονται οι Τούρκοι για την παραίτηση του Μίτσελ: Ήταν ο πρώτος που τους κατάλαβε!

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: