Του ΜΙΧΑΛΗ ΙΓΝΑΤΙΟΥ
Η επιστροφή στην πατρίδα είναι πάντα όμορφη, χωρίς αμφιβολία, παρά το γεγονός ότι ο Αύγουστος είναι πάντα πικρός. Πριν από 43 χρόνια, στις 14 του μήνα, ολοκληρώθηκε η καταστροφή.
Η δεύτερη εισβολή, πάλι με τη σύμφωνη γνώμη του Χένρι Κίσιγκερ –«πατέρα» της ρατσιστικής διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας- κατάφερε ένα ισχυρότατο κτύπημα στο νησί μας, αλλά όχι τελειωτικό. Διακόσιες και πλέον χιλιάδες Κύπριοι, από τη μία στιγμή στην άλλη, έγιναν πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα.
Η Κύπρος και οι πολίτες της στάθηκαν γρήγορα στα πόδια τους και δεν σήκωσαν τα χέρια ψηλά. Όμως, η κατοχή είναι εκεί, να θυμίζει τους προδότες της χούντας των Αθηνών, οι οποίοι δεν πλήρωσαν για τα εγκλήματα τους. Είναι μία άλλη ιστορία, με την οποία θα ασχοληθώ, ελπίζω, σύντομα, διότι η παραποίηση των ιστορικών γεγονότων είναι συνεχής, αλλά στο τέλος εξευτελίζει αυτούς που την επιχειρούν.
Παρακολουθώντας το συνέδριο των Αποδήμων, που ολοκληρώθηκε με μεγάλη επιτυχία, ένοιωσα και όμορφα, αλλά και περίεργα.
Νομίζω δεν θα διαφωνήσει κανείς ότι η «αποκάλυψη» ήταν ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκος Αναστασιάδης. Μίλησε σαν τον Βάσο Λυσσαριδη, υποστήριξαν όσοι τον άκουσαν στο συνέδριο ή διάβασαν την ομιλία του, την οποία εκφώνησε με εντυπωσιακό στόμφο. Με εκπλήσσει και με μπερδεύει. Υπό την έννοια ότι εκεί που παρουσιάζει τις πιο οδυνηρές υποχωρήσεις, ξαφνικά θυμάται τον πολύ παλιό, αλλά καλό εαυτό του.
Και ειλικρινώς το καταγράφω, δεν μπορώ να βγάλω συμπέρασμα. Ποιος είναι ο πραγματικός Νίκος Αναστασιάδης; Αυτός, που υπό την πίεση των ολίγων οπαδών της όποιας λύσης, που ασκούν μεγάλη επιρροή στα μέσα μαζικής ενημέρωσης του τόπου, δέχεται το «μπούλιγκ», το οποίο έπρεπε να απορρίπτει, και καταθέτει προτάσεις όπως αυτές του Κραν Μοντανά; Ή ο άλλος που παρουσιάζει το πρόβλημα ως είναι: εισβολής και κατοχής από την ισλαμική Τουρκία;
Στην ομιλία του μίλησε για την Τουρκία, όπως πρέπει να κάνει ο κάθε Ελληνοκύπριος, πολιτικός ή μη, που σέβεται τον εαυτό του. Ο μοναδικός λόγος για τον οποίο παραμένει άλυτο το πρόβλημα της Κύπρου είναι η απόφαση της Τουρκίας, εδώ και 60 χρόνια, ότι το νησί της ανήκει. Αυτή η στρατηγική δεν άλλαξε ποτέ, και δεν πρόκειται να αλλάξει. Σε αντίθεση με την κυπριακή πολιτική ελίτ, που πληρώνει γραμμάτια στους Βρετανούς, και υποχωρεί σταθερά σε θέσεις που ξεπερνούν κάθε όριο ραγιαδισμού.
Μα είναι δυνατόν να υπάρχουν πολιτικοί οι οποίοι να πιστεύουν ότι πρέπει η ελληνική πλευρά να κάνει και άλλες υποχωρήσεις; Βεβαίως πρέπει να λυθεί το Κυπριακό. Αν λέγαμε το αντίθετο θα παραβιάζαμε τις δικές μας αρχές. Αλλά να το λύσουμε με τρόπο που δεν θα αλλάξει τίποτα; Έχουμε παραφρονήσει όλοι; Ποιος ο λόγος να υπογράψουμε τις λύσεις που φέρνουν στο τραπέζι οι Βρετανοί, και παραδίδουν την Κύπρο στη σφαίρα επιρροής της Τουρκίας; Τουλάχιστον τώρα, έχουμε ένα κράτος το οποίο όσο και να προκαλεί εντύπωση και στο εξωτερικό, παραμένει ισχυρό, έχει φωνή και διεθνή παρουσία, και το τελευταίο διάστημα είναι σημείο αναφοράς για τη στρατηγική του σημασία.
Γύρω από την Κύπρο παίζονται στρατηγικά παιγνίδια υψηλού επιπέδου και οι μεγάλες χώρες έχοντας αντιληφθεί την αξία της, την έχουν εντάξει στους σχεδιασμούς τους. Η μικρή Πατρίδα διατηρεί εξαιρετικές σχέσεις με όλες τις χώρες της τρικυμισμένης γειτονιάς μας, εκτός της Τουρκίας, η οποία απουσιάζει από το πραγματικό ενεργειακό παιγνίδι, αλλά θα μπορούσε -εάν τερμάτιζε την επιθετική της πολιτική προς όλους τους γείτονες, να είχε και αυτή οφέλη. Δεν θα έχει, όχι επειδή την σταματά η Κύπρος των 900 χιλιάδων ψυχών, αλλά για ένα άλλο βασικό λόγο: Καμία χώρα της περιοχής δεν δέχεται ούτε τα ανάρμοστα παιγνίδια της, αλλά πάνω απ’ όλα απορρίπτουν όλα τα γειτονικά κράτη τον αυταρχισμό της και την αφιλία του ισλαμιστή ηγέτη της.
Οι πλείστοι πολιτικοί αντιμετωπίζουν με δέος την κατοχική δύναμη και παράγουν φόβο για να τρομοκρατήσουν τον κυπριακό λαό. Είχα την ευκαιρία να μιλήσω με πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας και εντόπισα αυτό το φόβο σε όλες τις συζητήσεις. Δεν τους λένε όμως για τα μύρια προβλήματα της κατοχικής δύναμης, η οποία διατηρεί καλές σχέσεις, αν και πρόκειται για λυκοφιλία, μόνο με τη Ρωσία και μερικές ακόμα πρώην «δημοκρατίες» της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.
Ο Ταγίπ Ερντογάν έχει ξεσαλώσει εναντίον των πάντων και το τελευταίο διάστημα δείχνει και ένα πρωτόγνωρο αυτοκαταστροφισμό. Όλους θα τους «κάνει καλά», ως να πρόκειται για τη μεγαλύτερη υπερδύναμη του πλανήτη. Δεν δύναται καλά-καλά να αντιμετωπίσει το κουρδικό αντάρτικο, δέκα χιλιάδες το πολύ μαχητές που του έχουν κάνει τη ζωή μαρτύριο. Χάνει παντού. Το Ιρακινό Κουρδιστάν θα ψηφίσει στις 25 Σεπτεμβρίου υπέρ της ανεξαρτησίας, οι Κούρδοι της Συρίας κέρδισαν την αυτονομία τους στα πεδία των μαχών, και οι Κούρδοι του Ιράν παραμένουν ισχυροί περιμένοντας τη δική τους ευκαιρία. Ο ισλαμιστής ηγέτης της Τουρκίας, βρυχάται σαν θηλυκό λιοντάρι, διότι αδυνατεί να ανοίξει την πόρτα του τρελοκομείου.
Την ίδια στιγμή, οι δικοί μας πολιτικοί κάνουν βαθυστόχαστες αναλύσεις στο λόμπι του Χίλτον στους ολίγους που αντέχουν ακόμα την ηττοπαθή πολιτική τους. Είναι άξιοι της τύχης τους, διότι το πρώτο συμπέρασμα που αποκομίζει ένας «ξένος» από αυτές τις συμπεριφορές είναι ότι οι πολίτες συγχάθηκαν το πολιτικό σύστημα και τους εκπροσώπους του. Είναι άκρως διεφθαρμένο, άρα κυριαρχείται από ηττοπάθεια και είναι έρμαιο στις διαθέσεις αυτών που τους εκβιάζουν -όποιοι και αν είναι αυτοί οι εκβιαστές. Η κατάσταση του πολιτικού συστήματος είναι πραγματικά θλιβερή.