Πέθανε ο Βαγγέλης Ρωχάμης: Ο διαβόητος ληστής με τις κινηματογραφικές αποδράσεις που έγινε συνώνυμο του «κακοποιού» στη δεκαετία του ’80

Áðïöõëáêßóèçêå ôåëéêÜ óÞìåñá áðü ôéò öõëáêÝò Êïñõäáëëïý ï âáñõðïéíßôçò ÂáããÝëçò Ñù÷Üìçò.




Σε ηλικία 73 ετών πέθανε σήμερα ο Βαγγέλης Ρωχάμης.

ένας από τους πλέον διαβόητους ληστές που είχε απασχολήσει στο πέρασμα των χρόνων τις ελληνικές αρχές για τη δράση, όσο και για τις  αποδράσεις του από τις φυλακές.

Από την οριστική αποφυλάκισή του, το 2000 και έπειτα, ζούσε στο Λευκαντί Ευβοίας.

Τις τελευταίες ημέρες νοσηλευόταν στο νοσοκομείο της Χαλκίδας, και σήμερα άφησε την τελευταία του πνοή στις 12, κατά τη διαδικασία αιμοκάθαρσης.

Βίος και Πολιτεία

Ο Βαγγέλης Ρωχάμης γεννήθηκε το 1951 στην Εύβοια, παιδί πολυμελούς οικογένειας. Στη βιοπάλη βγήκε από τα 16 του, για να συμβάλει στο οικογενειακό εισόδημα και να θρέψει τα αδέρφια του. «Από μικρό παιδί έβλεπα γουέστερν και μου άρεσαν οι κακοί, τα παλικάρια», είπε κάποτε για τα παιδικά του χρόνια.

Η πρώτη του επαφή με τον νόμο έλαβε χώρα το 1971, υπηρετώτας τη στρατιωτική του θητεία στη Σύρο. Ο οπλίτης Ρωχάμης ζητά άδεια για να επισκεφθεί τη νεογέννητη κόρη του. Όταν του την αρνούνται, το σκάει από το στρατόπεδο, κλέβει ένα μοτοποδήλατο και βάζει πλώρη για Εύβοια. Για το περιστατικό (και την προστριβή με τους ανωτέρους του) λαμβάνει προσωρινή αναβολή από το στράτευμα και για την κλοπή «τρώει» 3,5 μήνες στις φυλακές Κορυδαλλού.

Είναι η αρχή της εγκληματικής του δράσης. Στη «στενή» θα επιστρέψει το 1976, μετά τη ληστεία που πραγματοποίησε στο ταχυδρομείο του χωριού του. Οταν αποφυλακίστηκε πήγε στην Κύπρο, θέλοντας να αλλάξει ρότα στη ζωή. Δεν αλλάζει όμως. Το 1980 συλλαμβάνεται για απόπειρα πώλησης κλεμμένων τηλεοράσεων και περνά ξανά το κατώφλι του Κορυδαλλού. Όπου θα πρωταγωνιστήσει τον Δεκέμβριο του 1981 στην πρώτη στάση κρατουμένων σε ελληνικές φυλακές, αναπτύσσοντας και «πολιτική» δράση: «Το ’81 είχαμε καταλάβει επί ένα μήνα τη φυλακή. Μέχρι και τα υπόγεια ελέγχαμε» θα παραδεχθεί.

  • Για τη συμμετοχή του στη στάση καταδικάστηκε το 1986 σε άλλους 27 μήνες. Μιλώντας κάποτε σε τηλεοπτική εκπομπή, ο Ρωχάμης ανέφερε πως η πιο επικερδής σε λεία από τις ληστείες του ανερχόταν στο ποσό των 60 εκατομμυρίων δραχμών. Από τα οποία δεν κράτησε ωστόσο δεκάρα τσακιστή: «Τα έτρωγα, τα έδινα … είχα βοηθήσει παιδάκια που είχαν καψίματα και ήθελαν πλαστικές και άλλα που χρειάζονταν εγχειρίσεις».

Ήταν όμως και η πολυέξοδη ζωή του δραπέτη που εξαφάνισε όλο το κομπόδεμα από τις κλοπές και τις διαρρήξεις: «Έπρεπε να νοικιάζω 12-13 διαμερίσματα ταυτόχρονα. Ήμουν υποχρεωμένος να πληρώνω ανθρώπους για να μου φέρνουν αυτοκίνητα και όπλα». Έτσι ζούσε ένας κυνηγημένος δραπέτης με μόνιμο ανθρωποκυνηγητό εναντίον του.

Ο Ρωχάμης καταδικάστηκε για παράνομη οπλοχρησία και σωρεία ληστειών, χωρίς τραυματισμούς ωστόσο. Η αστυνομία τον εντόπισε πολλές φορές ως φυγά, αλλά ο Ρωχάμης ξέφευγε πάντα επιδεικνύοντας δαιμόνια δημιουργικότητα.

Χαρακτηριστικό εδώ είναι το περιστατικό της Χαλκίδας, όταν η αστυνομία είχε στήσει μπλόκα στις γέφυρες αναζητώντας τον. Ο «Πεταλούδας» παρακολουθούσε με τη μοτορόλα του τις συνομιλίες των αστυνομικών και υποδυόμενος τον συντονιστή των δυνάμεων, δίνει κάποια στιγμή εντολή σε όλα τα περιπολικά να κατευθυνθούν άμεσα στο κέντρο της Χαλκίδας, όπου τον είχαν υποτίθεται περικυκλώσει. Όταν ξεστήθηκαν τα μπλόκα από τη μικρή γέφυρα της πόλης, ο Ρωχάμης διέφυγε με μεγάλη ταχύτητα με το κλεμμένο σπορ αμάξι του…

«Έχω αποδράσει από παντού»

«Από όλες τις φυλακές έχω αποδράσει, εκτός από τις φυλακές Πατρών. Εκεί πέρασα δυόμιση χρόνια στην απομόνωση και ήταν αδύνατο να το σκάσω», εξομολογήθηκε κάποιτε ο «Πεταλούδας».

Στην ιστορία έμεινε το περιβόητο περιστατικό με τα αντικλείδια του Κορυδαλλού, που σχεδίαζε έναν ολόκληρο χρόνο. Όπως διηγήθηκε, παρατήρησε ότι όλα τα κλειδιά της φυλακής ήταν κρεμασμένα σε μια κλειδοθήκη κοντά στην είσοδο.

«Από τη στιγμή που το είδα, φρόντισα να είχα πάντα επάνω μου ένα μικρό κομμάτι πλαστελίνη», με τη βοήθεια της οποίας κατάφερε να αντιγράψει τα κλειδιά κάνοντας καλούπια από πλαστελίνη. Έναν χρόνο πήρε η όλη επιχείρηση για την αντιγραφή των πέντε κλειδιών, καθώς μπορούσε να το κάνει μόνο επιστρέφοντας από άλλο ένα δικαστήριο σε βάρος του.

Όταν ήταν έτοιμος, έβγαλε τα εκμαγεία από τον Κορυδαλλό και πήρε μετά στα χέρια του τα αντικλείδια: «Στη φυλακή μπορούσες να βάλεις και να βγάλεις τα πάντα. Η φυλακή έχει ναρκωτικά, έχει χειροβομβίδες, έχει κροτίδες». Κι έτσι φόρεσε μια περούκα (μασκαρευόταν εξάλλου συχνά και ήξερε τα μυστικά των μεταμφιέσεων), μεταμφιέστηκε σε δικηγόρο και πέρασε ανενόχλητος από τις δύο εξωτερικές πύλες του Κορυδαλλού! Όταν κόλλησε μάλιστα σε μια πόρτα που είχε ξεχάσει να την περιλάβει στον σχεδιασμό του, του την άνοιξε κάποιος από μέσα «ως δώρο», μιας και όπως είπαμε ήταν αγαπητός σε όλους, κρατούμενους και σωφρονιστικούς υπαλλήλους.

Ο Ρωχάμης ξαναχτυπά και πάλι το 1983, δραπετεύοντας αυτή τη φορά από τις φυλακές της Χαλκίδας. Μεταφέρεται και πάλι στην Κέρκυρα, αν και τον Απρίλιο του 1986 επιστρέφει στα παλιά του λημέρια στον Κορυδαλλό για να περάσει από νέα δίκη. Δεν είχε σκοπό βέβαια να μπει σε καινούριες δικαστικές περιπέτειες, μιας και είχε προαποφασίσει να το σκάσει. Και μάλιστα με τον πιο σατανικά απλό τρόπο: στο επισκεπτήριο!

Στις 7 Απριλίου 1986, ο Ρωχάμης δέχεται στο προγραμματισμένο επισκεπτήριο τον κουνιάδο του. Όταν ο χρόνος τέλειωσε, αντί να κατευθυνθεί πίσω στο κελί του, ακολούθησε το κύμα των επισκεπτών των συγκρατουμένων του μέχρι την κεντρική πύλη των φυλακών. Είχε ήδη φορέσει κοστουμάκι, κι έτσι κανένας δεσμοφύλακας δεν τον αναγνώρισε! Ο Ρωχάμης έφυγε λοιπόν ανενόχλητος από την ξεκλείδωτη είσοδο του Κορυδαλλού, ξέροντας ωστόσο ότι ρίσκαρε και πάλι μια αύξηση της ποινής του.

Ο Τύπος της εποχής, γράφει ότι ο «Πεταλούδας» απέδρασε γιατί κάποιος είχε πειράξει την κόρη του και ήθελε να καθαρίσει αυτοπροσώπως.

Tην Άνοιξη του 1994, όταν η κόρη του Μαρία Ρωχάμη δικαζόταν σε επαρχιακό εφετείο με την κατηγορία της υπόθαλψης του εγκληματία πατέρα της. Ο «Πεταλούδας» ήταν και πάλι άφαντος, η αστυνομία τον αναζητούσε ωστόσο κάπου στην Αττικοβοιωτία. Είχαν πάρει μάλιστα πρωτοφανή μέτρα ασφάλειας γύρω από το δικαστικό μέγαρο μήπως και εμφανιστεί ο Ρωχάμης για να τον πιασουν εύκολα.

Λίγες μέρες μετά τη δίκη, στο επαρχιακό κέντρο που τραγουδούσε η Μαρία Ρωχάμη (στην εθνική οδό Αθηνών-Λαμίας), εμφανίζεται μια περίεργη φιγούρα στα πίσω τραπέζια. Ήταν ο Ρωχάμης…

Αόρατος…

Αντιστοιχα αόρατος ήταν και σε δικαστήριο όπου του είχαν στήσει καρτέρι οι αστυνομικοί, αν και έψαχναν τον θρυλικό δραπέτη και όχι τη γυναικεία φιγούρα που καθόταν πίσω πίσω στο κοινό…

Όταν συνελήφθη και πάλι το 1996, ομολόγησε στον ανακριτή ότι είχε πάει πράγματι στη δίκη της κόρης του κάτω από τις μύτες των Αρχών.

Ο Ρωχάμης είχε τη δική του συμμετοχή και στο δεκαετές δικαστικό θρίλερ «Θανάσης Νάσιουτζικ». Ο συγγρφέας είχε κατηγορηθεί για τον φόνο του επίσης συγγραφέα και φίλου του Θανάση Διαμαντόπουλου, ο οποίος βρέθηκε νεκρός μέσα σε λουτρό αίματος στις 24 Σεπτεμβρίου 1984.

Η πολύκροτη δίκη ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1986 και έγινε το σοβαρότερο δικαστικό γεγονός της εποχής, φέρνοντας αντιμέτωπο το βαρύ πυροβολικό της ελληνικής δικηγορίας και μαγνητίζοντας την επικαιρότητα για χρόνια. Από τις δίκες δεν θα μπορούσε φυσικά να λείπει ο ίδιος ο Ρωχάμης, που είχε πιάσει φιλίες με τον κατηγορούμενο στη φυλακή και παρουσιάστηκε μασκαρεμένος στη δίκη για να τον βοηθήσει να διαφύγει.

  • Την απίστευτη ιστορία μοιράστηκε η κόρη του Νάσιουτζικ, Παυλίνα, και αφορούσε στη δεύτερη δίκη του πατέρα της.  Όσο ο Νάσιουτζικ περίμενε τη δίκη του, ο Ρωχάμης είχε καταφέρει να αποδράσει για άλλη μια φορά και τώρα τον αναζητούσε λυσσαλέα η αστυνομία.

Κάποια στιγμή, μία γυναίκα μεγάλης ηλικίας πλησιάζει τον κατηγορούμενο στο Εφετείο, κάθεται δίπλα του και αρχίζει να συνομιλεί μαζί του με πρόδηλη εγκαρδιότητα. Ο Νάσιουτζικ δείχνει ευχαριστημένος και ανταποκρίνεται σε ό,τι ακούει από το στόμα της. Η συμπαθής κυρία που τόσο είχε χαρεί που είδε ο Νάσιουτζικ δεν ήταν παρά ο διαβόητος δραπέτης, ο οποίος περνά κάτω από τη μύτη δεκάδων αστυνομικών, πλησιάζει τον Νάσιουτζικ και του λέει: «Αν θες, σε παίρνω τώρα και φεύγουμε. Έχω τέσσερις-πέντε απ’ έξω»!

Ο Νάσιουτζικ αρνείται και όταν βεβαιώνεται ότι ο Ρωχάμης έχει βγει με ασφάλεια από την αίθουσα, καλεί τις κόρες του και τους εξομολογείται την απίθανη συνάντηση! Όπως αποδείχτηκε αργότερα, τον δρόμο που του είχε δείξει ο Ρωχάμης θα τον διάλεγε μόνος του, όταν και κατέφυγε τελικά στο εξωτερικό, μετά την αθώωσή του.

Η τελευταία απόδραση

Μετά την αποφυλάκισή του τον Απρίλιο του 2000, επέστρεψε στα γνώριμα λημέρια της Ευβοίας και τώρα διατηρούσε καντίνα. Αργότερα έφτιαξε τη δική του «Κιβωτό» στο Λευκαντί, ένα ουζερί με θέα την καταγάλανη θάλασσα. Έτσι αποφάσισε να περάσει την υπόλοιπη ζωή του ο άνθρωπος που είχε συνταράξει το πανελλήνιο με τις τόσες αποδράσεις του από τα πιο «σκληρά» σωφρονιστικά καταστήματα της χώρας μας.

Εκεί, στο προσωπικό του ησυχαστήριο, ο Βαγγέλης Ρωχάμης είναι πλέον ένας νομοταγής πολίτης, επιχειρηματίας, ψαράς, αλλά πάνω απ’ όλα πιστός σύζυγος. Ο «Πεταλούδας» επέστρεψε στη γενέτειρά του περνώντας συμβολικά στην απέναντι όχθη της νομιμότητας, εκεί που είχαν ξεκινήσει όλα.

Αφού γνώρισε και τον έρωτα στο πρόσωπο της δεύτερης συζύγου του, η μεταμόρφωση ολοκληρώθηκε: με τη νέα του σύζυγο άνοιξαν ένα καινούριο μαγαζί, το «Λιμανάκι», όπου περνά πλέον τη μέρα του μέσα σε φίλους και φανατικούς πελάτες. Τη νομιμότητά του είχαν την ευκαιρία να διαπιστώσουν και οι ελεγκτές της Οικονομικής Αστυνομίας, όταν πήγαν να τσεκάρουν το «Λιμανάκι του Ρωχάμη» και δεν βρήκαν καμία οικονομική ατασθαλία, τόσο στα φορολογικά κιτάπια όσο και την ταμειακή μηχανή. Όπως είχε γίνει εξάλλου και παλιότερα στην καντίνα του.

«Πρόκειται για το κλασικό παράδειγμα του ανθρώπου που άλλαξε σελίδα στη ζωή του. Δεν ξέραμε πως η καντίνα ανήκει στον γνωστό Βαγγέλη Ρωχάμη. Στην αρχή, όταν τον είδαμε, πιστέψαμε πως κάτι στραβό θα βρούμε. Μας έβγαλε όμως ψεύτες με τη νομιμότητά του και εμείς με τη σειρά μας του βγάλαμε το καπέλο. Πραγματικά αξίζει συγχαρητήρια», δήλωσε κάποτε ο αξιωματικός της Οικονομικής Αστυνομίας που έκανε τον έλεγχο.

Εμφανώς αλλαγμένος και με το παρελθόν για τα καλά πια πίσω του, ο Βαγγέλης Ρωχάμης πέρασε τον καιρό του ψαρεύοντας επαγγελματικά και φροντίζοντας για την εύρυθμη λειτουργία της ταβέρνας του.

Με πληροφορίες από Wikipedia/Newsbeast

«Πού είναι ο Λυγγερίδης, ρε!»: Το φρικτό πρόσωπο του κτήνους με πρόφαση τα Πανεπιστήμια * Απερίγραπτης αθλιότητας υβριστικά συνθήματα στο ΑΠΘ για τον νεκρό αστυνομικό στου Ρέντη

Ακολουθήστε τη HELLAS JOURNAL στη NEWS GOOGLE

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: