Δεν ήταν μόνο προδότες, ήταν και πολύ ηλίθια ανθρωπάκια: Η επίσκεψη Παττακού στη Γυάρο

Αποψη της Γυάρου@Via You Tube




Λίγες ημέρες μετά την επιβολή της δικατατορίας, χιλιάδες εξόριστοι – κρατούμενοι, αντιστασιακοί στη Γυάρο περνούν το Πάσχα μακριά από τις οικογένειές τους. Για κάποιους είναι το πρώτο τέτοιο.

Η μαρτυρία του παραθέτουμε είναι πρωτόλεια καθώς ο αείμνηστος Τάσος Βουρνάς είχε εξοριστεί στο βραχονήσι ήδη με το ξέσπασμα της χούντας προτού, αργότερα, σταλεί στο Παρθένι.

Την αναδημοσιεύουμε για έναν κυρίως λόγο, σήμερα ανήμερα 21ης Απριλίου. Διότι συνιστά μία ακόμη απόδειξη ότι πέραν από προδότες, οι πρωταίτιοι της χούντας, ήταν βαθιά ηλίθια ανθρωπάκια. Φτάσετε ως το τέλος, και θα καταλάβετε.

«Πασχαλινές ημέρες και δεν είχαμε τίποτε, εκτός από μερικές κονσέρβες κορν – μπηφ που τις έφεραν αντί αρνιού για το Πάσχα.

Οι γυναίκες θέλησαν να δώσουν ένα γιορταστικό τόνο στο πασχαλινό τραπέζι και σκέφτηκαν να τηγανίσουν τις κονσέρβες σε τσίγκινα πιάτα. Το αποτέλεσμα ήταν να γίνουν χειρότερες.

Το κρέας καπνίστηκε έλιωσε έγινε σαν σπάγγος. Το φάγαμε. Τι να κάνουμε; Και ευχηθήκαμε κιόλας. Δεν υπάρχουν σκληρότερες μέρες μέσα στα στρατόπεδα από τις γιορτινές., Θυμίζουν σπιτικό, οικογένεια, αγαπημένα πρόσωπα, γαλήνη, ευδία, ειρηνική ατμόσφαιρα. Και εμείς εδώ πεταμένοι σ έναν ξερόβραχο του Αιγαίου, Πάσχα του 1967, νηστικοί και εξαθλιωμένοι χωρίς ειδήσεις από τα σπίτια μας χωρίς καν πληροφορίες για τη μοίρα της πατρίδας μας και των ανθρώπων της, κοιτούσαμε στο πέλαγος προσπαθώντας να κλέψουμε με τα μάτια έστω και τη σκιά ενός καραβιού που περνούσε μακριά στο μπουγάζι ανάμεσα Τήνο και Γυάρο (…)

Οι νύχτες είναι κατασκότεινες και υγρές στη Γυάρο, τώρα την άνοιξη. Μέσα στο σκοτάδι διακρίνεις τις κάφτρες των τσιγάρων των κρατουμένων κι ακούς ανάρια τραγούδια από τις συντροφιές των νέων (…)

Το σκοτάδι μας ενώνει και με τους φρουρούς μας. Στις σκοπιές οι Κρητικοί χωροφύλακες τραγουδούν μαντινάδες αυτοσχέδιες για τη δικής τους εξορία.

Ανάθεμά σε Παττακέ
και σένα Σπανιδάκη
που με ‘ριξες εξόριστο
στης Γούρας το νησάκι

Μέσα στο σκοτάδι από την αντικρινή σκοπιά αντιγυρίζει τη ρίμα ο άλλος σκοπός.

Ποτέ μου δεν ανήμενα
ετουτονά το χάλι
να βρίσκομαι εξόριστος
με στέμμα στο κεφάλι

Οι πρώτε ημέρες με τις τρομερές δυσκολίες τους πέρασαν όπως – όπως. Τα δρομολόγια των αρματαγωγών είχαν πια τελειώσει. Το ανθρωποκυνήγι βέβαια δεν είχε σταματήσει, αλλά τώρα τους εκτοπισμένους τους έφερνε το πλοίο της γραμμής στη Σύρο και κατόπι το επίτακτο καΐκι στη Γυάρο.

(…)

Κάπου εφτά – εφτάμισι χιλιάδες είχαν στοιβαχτεί στο θανατονήσι. Ακόμα και  η φρουρά δεν ήξερε πόσους κρατούσε και στα πρωινά προσκλητήρια έβγαινε κάθε μέρα και άλλος αριθμός. Τρέχα γύρευε!

Ήταν ένα πρωινό, εκείνες τις ημέρες όταν στον ορίζοντα ακούστηκε ο ήχος ελικοπτέρου και σε λίγο φάνηκε να προβάλλει πίσω από τους λόφους και το ίδιο το ελικόπτερο. Εκανε μερικούς γύρους και κάθησε μπροστά στο πλάτωμα της φυλακής, σηκώνοντας σύννεφα εκτυφλωτικής σκόνης.

(…)

Σαν κατάκατσε ο κουρνιαχτός πήδησαν στο χώμα τέσσερα άτομα, τρεις με πολιτικά και ο οδηγός αξιωματικός του στρατού.

Ο ένας κοντός με ξυρισμένο κεφάλι  και περίεργα φρύδια που σκέπαζαν τα μάτια του τραβούσε μπροστά με κινήσεις σπασμωδικές, ενώ οι άλλοι αγωνίζονταν να τον φτάσουν, καθώς ο μόνιμος τρελός αέρας της Γυάρου τους λύγιζε στα δύο.

Κοντά του περπατούσε ένας κοντός φαλακρός που τον ακολουθούσε παντού χωρίς να βγάλει λέξη. Ήταν όπως καταλάβαμε αργότερα ο αγορασμένος από τη χούντα Αμερικανός βουλευτής Πουσίνσκι που τόσο λιβάνισε τους στρατοκράτες με έξοδα βέβαια του ελληνικού προϋπολογισμού!

(…)

Ήταν η ώρα που ανέβαζαν τα ξύλα από το λιμάνι και το πλάτωμα ήταν γεμάτο από τις ομάδες «υπηρεσίας». Εκείνη την ημέρα ήταν η σειρά των Θεσσαλών να κουβαλήσουν ξύλα. Κάτω από τις παράδοξες αυτές συνθήκες κάναμε τη γνωριμία με μία από τις ασημαντότητες που είχαν γίνει αυθέντες μας με τα όπλα του ΝΑΤΟ, τον ενδοξότατο ταξίαρχο Στυλιανό Παττακό, δευτερότοκο «αδελφό» του πρώτου τη τάξει συνταγματάρχου Γεωργίου Παπαδοπούλου, που στο χωριό του την Αχαγιά ήταν γνωστός λόγω του σπιθαμιαίου αναστήματος όλων των αρρένων της οικογενείας του, με το χαρακτηριστικό παρωνύμιο «Στούμπος», παρατσούκλι που πραγματικά σκοτώνει κάθε δημόσια άνδρα, με ιοβόλο λαϊκό χιούμορ.

Αλλά ο λόγος περί Παττακού. Σε πρώτη ματιά θύμιζε γελοιογραφία καθώς είχε ξυρισμένο το κρανίο του γουλί.

Καθώς περνούσε κοντά από τη βάρδια των Θεσσαλών που κουβαλούσε τα ξύλα, κοντοστέκεται και λέει κοφτά:

-Παρακαλώ! Δεν θέλω… χειροκροτήματα!

Κύριε Ελέησον! Ποιος διανοήθηκε να τον χειροκροτήσει; Αλλά και ποιος τον ήξερε;

Ώσπου να μαθευτεί ποιος είναι πέρασε πολλή ώρα και όταν μαθεύτηκε ποιος είναι  έφαγε τέτοια πρόγκα που θα τη θυμάται σε όλη του τη ζωή. Στους γυναικείους θαλάμους ιδιαίτερα του τά ‘ψαλαν για τα καλά! Αντέδρασε υστερικά και βγαίνοντας από τους θαλάμους απείλησε τις γυναίκες:

– Θα μείνετε εδώ εκατό χρόνια να βάλετε μυαλό!

To κείμενο περιέχεται στον τόμο Στ’ της Ιστορίας της Νεώτερης και Σύγχρονης Ελλάδας του Τάσου Βουρνά.
Εκδόσεις Τολίδη

Πενήντα χρόνια από την 21η Απριλίου: Το αρχαιοελληνικό γκροτέσκο, η αρβύλα και η “αμερικανιά”

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: