Ο εκλεγμένος Πρόεδρος Τζο Μπάιντεν σε έργο του Ιταλού καλλιτέχνη Genny Di Virgilio στη Νάπολι στην Ιταλία. EPA, CIRO FUSCO
Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της νέας κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών θα είναι η διαχείριση των προβληματικών σχέσεων της Ουάσινγκτον με την Άγκυρα εξαιτίας των αντιδυτικών επιλογών και της προκλητικής συμπεριφοράς του Ταγίπ Ερντογάν.
Αν και ο Τζο Μπάιντεν έχει εκφραστεί με σκληρά λόγια κατά του αυταρχικού ηγέτη της Τουρκίας, εντούτοις υπάρχουν «μεικτά μηνύματα» ως προς την πιθανή μελλοντική πολιτική του.
Οι σουλτανικές φιλοδοξίες του Ερντογάν, η στήριξη που προσφέρει σε τρομοκρατικές ομάδες και η συμμαχία του με Ρωσία και Ιράν δημιούργησαν μια νέα κατάσταση πραγμάτων στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις.
Προσπάθειες «καλοπιάσματος» του Τούρκου προέδρου έχουν καταβληθεί επανειλημμένα, τόσο από τις ΗΠΑ όσο και από την Ευρώπη, χωρίς όμως να επιδεικνύεται από μέρους του καμία διάθεση για «συμμόρφωση».
Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Νιου Γιορκ Τάιμς» τον περασμένο Δεκέμβριο, ο τότε υποψήφιος για το χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος, Τζο Μπάιντεν, χαρακτήρισε τον Ερντογάν «αυταρχικό», κατήγγελλε την πολιτική του απέναντι στους Κούρδους και υποστήριξε την ενίσχυση των δυνάμεων της αντιπολίτευσης στην Τουρκία. Τον περασμένο Αύγουστο, που δημοσιοποιήθηκε το βίντεο με τις δηλώσεις του, υπήρξε οργισμένη αντίδραση από την Άγκυρα.
Σε αυτό το σημείο αξίζει να επισημανθεί ότι οι προκλητικές ενέργειες του Ερντογάν είχαν γίνει ανεκτές σε μεγάλο βαθμό επί προεδρίας Ομπάμα, όταν ο Μπάιντεν ήταν για οκτώ χρόνια αντιπρόεδρος. Εκείνη η αμερικανική «ανοχή» οδήγησε στη σταδιακή ενίσχυση της παραβατικής συμπεριφοράς του Ερντογάν. Βέβαια, από τότε, έχουν αλλάξει πολλά και η τουρκική προκλητικότητα ξεπέρασε κάθε όριο σε Ανατολική Μεσόγειο, Κύπρο, Αιγαίο, Συρία, Ιράκ, Λιβύη και Ναγκόρνο – Καραμπάχ.
Ο πρόεδρος Τραμπ παραμέρισε κάθε ατόπημα του Τούρκου ομολόγου του και τον «σφιχταγκάλιασε», όπως και ο Πούτιν. Τον προστάτευσε από τις συνέπειες της αγοράς και ανάπτυξης του ρωσικού αντιπυραυλικού συστήματος S-400 και εμπόδισε την επιβολή κυρώσεων εις βάρος της Τουρκίας (νόμος CAATSA – Πράξη Αντιμετώπισης των Εχθρών της Αμερικής). Επίσης, τον βοήθησε στην υπόθεση των κατηγοριών εναντίον της Halkbank, στην οποία εμπλέκονταν μέλη της οικογένειάς του και του κόμματός του.
Όταν ο πρόεδρος Τραμπ έδωσε το «πράσινο φως» για την εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων στη Συρία, ο Μπάιντεν κατήγγειλε τον Αμερικανό ηγέτη «για προδοσία των Κούρδων, των σημαντικότερων συμμάχων μας στη μάχη εναντίον του Ισλαμικού Κράτους», όπως είχε πει.
Ο Μπάιντεν έχει υποσχεθεί ότι δεν θα προδώσει τους Αρμένιους και ότι θα αναγνωρίσει την Αρμενική Γενοκτονία. Θα δούμε αν τον ερχόμενο Απρίλιο κρατήσει το λόγο του.
Για την Ελλάδα και την Κύπρο, ίσως να είναι ο τελευταίος που έχει απομείνει από μια «παλιά φρουρά» μελών της Γερουσίας και της Βουλής που υπερασπίστηκαν για πολλά χρόνια τα δίκαια του Ελληνισμού. Σήμερα, πρωτοπόρος σ’ αυτή την μάχη είναι ο γερουσιαστής Ρόμπερτ Μενέντεζ.
Παρά την πάγια αμερικανική θέση για την «αξία» της Τουρκίας, αν η αυριανή κυβέρνηση του εκλεγμένου προέδρου των ΗΠΑ διαπιστώσει ότι δεν υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, ενδέχεται να δούμε για πρώτη φορά μια εντελώς διαφορετική αντιμετώπιση.
Επειδή όμως στη διεθνή σκακιέρα τα συμφέροντα μετράνε περισσότερο από τις φιλίες και το δίκαιο, ο χρόνος θα δείξει αν τελικά ο Μπάιντεν βάλει νερό στο κρασί του ή θα αναγκαστεί, σε κάποια φάση, να πει στον ισλαμοφασίστα Ερντογάν: «Ως εδώ και μη παρέκει».
ΟΛΕΣ ΟΙ ΓΝΩΜΕΣ, ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ ΕΔΩ ΚΑΙ ΕΔΩ