Πλοίο του Πολεμικού μας Ναυτικού ανοιχτά από το Καστελόριζο. Photo Hellas Journal
Είναι σαφές ότι ο Ερντογάν πριν/αν κάτσει στο τραπέζι του διαλόγου θέλει να δοκιμάσει την ψυχραιμία και τις αντοχές της ελληνικής πλευράς.
Η δε «ειδησεογραφία» που παράγεται στη γείτονα με εντολές από το Σαράι, αναφορικά με εντολές στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις οι οποίες καλούνται «να μην χτυπήσουν πρώτες», δίνει το περίγραμμα των επόμενων ενεργειών από την πλευρά της Άγκυρας.
Η ολοένα παρατεινόμενη παράνομη τουρκική NAVTEX πλησιάζει απειλητικά τη «ζώνη ασφαλείας» του Καστελόριζου, κι ενώ τον Αύγουστο ήταν στα 110 ν. μ. πλέον κινείται στα 35 ν. μ. νοτίως του νησιωτικού συμπλέγματος. Και το ερώτημα που επικρέμαται ως δαμόκλειος σπάθη είναι τι θα συμβεί αν υπάρξει φτάσει να δεσμεύσει περιοχή μέσα στα 12 ναυτικά μίλια από το Καστελόριζο.
Αν λ.χ. ανατρέξουμε στις «αξιώσεις» επί βραχονησίδων που έχει η Τουρκία στο νότιο Αιγαίο αυτές προκύπτουν επειδή η ίδια θεωρεί πως το 1912 στην Ιταλία παραδόθηκαν όσα νησιά ρητά κατονομάζονται στην ιταλοτουρκική συνθήκη και συνεπώς όλα τα υπόλοιπα είναι τυπικά οθωμανική – και διαδόχως τουρκική επικράτεια.
Αντίστοιχα, μετά τη συμφωνία Ελλάδας-Αιγύπτου η Τουρκία είδαμε να δεσμεύει περιοχές που δεν οριοθετήθηκαν ακόμα, προκειμένου να παρουσιάζει εαυτή ως κινούμενη στο όριο της διεθνούς νομιμότητας.
Κι αν ορθά η Αθήνα έστειλε τον ελληνικό στόλο σε μια ζώνη στην οποία ναι μεν έχει κυριαρχικά δικαιώματα αλλά τυπικά δεν έχει προβεί σε καθορισμό της με τις γειτονικές χώρες, το ερώτημα επανέρχεται ακόμα πιο επιτακτικά.
Με εκπεφρασμένη τη βούληση της Ελλάδας δια στόματος του πρωθυπουργού της και μάλιστα από το βήμα της Βουλής των Ελλήνων για επέκταση της κυριαρχίας στο Ιόνιο στα 12 ναυτικά μίλια, ποιες είναι οι πραγματικές επιλογές που έχει η Αθήνα αν το Oruc Reis φτάσει στην ενδιάμεση ζώνη μεταξύ 6 και 12 ναυτικών μιλίων από το Καστελόριζο;
Αν φτάσουμε σε αυτό το σημείο η Αθήνα δεν μπορεί να αποδεχτεί τετελεσμένα ούτε μια σχετικότητα στην άσκηση των δικαιωμάτων της στο Αιγαίο απέναντι σε μια Τουρκία που λειτουργεί μονομερώς και μια άνευ προηγουμένου προκλητικότητα. Σε ένα τέτοιο σκηνικό τρόμου είναι προφανές γιατί η άλλη πλευρά διοχετεύει άρθρα και εντολές να «μη χτυπήσουν πρώτοι».
Φυσικά εδώ γεννιέται ένα κυκλικό ζήτημα. Η Ελλάδα επιφυλάσσεται από τη δεκαετία του ‘90 να ασκήσει το δικαίωμά της σε επέκταση αιγιαλίτιδας ζώνης όχι μόνο από φόβο προς το διακηρυγμένο casus belli, αλλά γιατί ακόμα και αυτή η λεκτική/νομοθετική ακρότητα δηλώνει τους φόβους της γειτονικής χώρας αναφορικά με την άσκηση αυτού του δικαιώματος, κάτι που υποχρεώνει την Ελλάδα με βάση την αρχή της καλής γειτονίας και της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών να το ασκήσει μεν, ικανοποιώντας όμως ταυτόχρονα τις ανησυχίες της άλλης πλευράς ως προς τα ζητήματα ελεύθερης ναυσιπλοΐας κτλ.
Αλλά αν η γειτονική χώρα σε απειλεί με πόλεμο στην πράξη γιατί να μην ασκήσεις ένα δικαίωμα που τουλάχιστον εξασφαλίζει τις δικές σου θέσεις και πεποιθήσεις. Δισεπίλυτος ο γρίφος, ειδικά σε μια υπόθεση εργασίας που μοιάζει ολοένα και πιο πιθανή και που επι της ουσίας η Τουρκία μας προκαλεί να χτυπήσουμε πρώτοι.
Η συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Εμμανουέλ Μακρόν στην Κορσική και το περίγραμμα της αμυντικής σχέσης που θα ανακοινωθεί ίσως ξεκαθαρίσει περισσότερο την εικόνα ή και να την περιπλέξει ακόμα περισσότερο (αν λχ. Το Charles de Gaulle δέσει στην επίμαχη περιοχή).
Σε κάθε περίπτωση, το τριπλό άρθρο του Κυριάκου Μητσοτάκη που σκιαγραφεί ακριβέστατα τα διλήμματα ως προς την επίλυση των ζητημάτων και ταυτόχρονα δείχνει ποιος είναι ο κακόπιστος συνομιλητής, μπορεί να ερμηνευθεί και ως προπομπός για ότι μπορεί να ακολουθήσει.