FILE PHOTO: Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης μαζί με τον Πρόεδρο της Κύπρου Νίκο Αναστασιάδη και τον πρωθυπουργό του Ισραήλ Μπενιαμίν Νετανιάχου (Benjamin Netanyahu), κάνουν δηλώσεις στα ΜΜΕ μετά την υπογραφή Διακυβερνητικής Συμφωνίας για τον αγωγό φυσικού αερίου EastMed, στο Ζάππειο, στην Αθήνα. Πέμπτη 02 Ιανουαρίου 2020. ΑΠΕ-ΜΠΕ, Παντελής Σαίτας
Μπορεί το διπλωματικό και πολεμικό θερμόμετρο να ανεβαίνει μέρα με την ημέρα στην Ανατολική Μεσόγειο, όμως εκτός από τα παιχνίδια νευρικότητας και λεπτών χειρισμών απέναντι στις νεο-οθωμανικές βλέψεις, αναδεικνύεται πεδίο δόξης λαμπρό για την ελληνική διπλωματία.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του Αυγούστου η Αθήνα απέδειξε ότι με ψυχραιμία και «χειρουργικές» κινήσεις η διπλωματία μπορεί να κάνει τη διαφορά. Κι αυτό γιατί πέρα από την επιχειρησιακή διαχείριση των τουρκικών NAVTEX, η Ελλάδα κατάφερε να συσπειρώσει γύρω της μια σειρά από χώρες που σταδιακά ορθώνουν ανάστημα απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα.
Μια από αυτές τις σχέσεις που σφυρηλατούνται αυτή την εποχή είναι αυτή με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τα οποία υπενθυμίζεται ότι εδώ και 10 ημέρες έχουν στείλει στη Σούδα αεροπορικές δυνάμεις οι οποίες πραγματοποιούν κοινά γυμνάσια με τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις.
Η Αθήνα και εδώ ακολουθεί τη στρατηγική που ξεκίνησε με χώρες όπως το Ισραήλ και η Αίγυπτος, ξεκινώντας από τη συνεργασία σε επίπεδα χαμηλής πολιτικής, όπως η τεχνολογία, η αγροτική παραγωγή κ.α.. Από την άλλη η τόσο… ζωηρή στήριξη της Αθήνας από τα Εμιράτα μοιάζει σε πολλούς να αποτελεί «απάντηση» στο δίπολο Κατάρ-Τουρκίας, τη στιγμή μάλιστα που τα Εμιράτα αναδεικνύονται σε κρίσιμο παίκτη του μεσανατολικού.
Κι αν οι κινήσεις αυτές έγιναν με απώτερο στόχο την ανάσχεση του Ιράν, έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον ότι το κέντρο βάρους αυτής της ετερόκλητης συμμαχίας έχει μετατοπιστεί προς ώρας στην ερντογανική Τουρκία.
Σε κάθε περίπτωση η στιγμή είναι μοναδική για την ελληνική διπλωματία. Κι αυτό γιατί τα Εμιράτα μπορούν να ενταχθούν στα πολυμερή σχήματα που έχουν εγκαινιάσει η Αθήνα και η Λευκωσία με αφορμή τη δημιουργία του EastMed, εμβαθύνοντας ουσιαστικά τις διακρατικές σχέσεις των συμμετεχόντων αλλά και το ειδικό πολιτικό βάρος του ίδιου του Forum, πετυχαίνοντας εκεί που η γαλλικής έμπνευσης μεσογειακή πρωτοβουλία βάλτωσε.
Συνεπώς το πρώτο μεγάλο στοίχημα για την Ελλάδα είναι να εμπεδωθεί ως facilitator, ως μια χώρα που μπορεί να αναλάβει ρόλο διαμεσολαβητή και εξομαλυντή των σχέσεων σε μια περιοχή που γνωρίζει καλά και στην οποία η ίδια δεν έχει συγκρουσιακή σχέση με κανέναν εκ των δρώντων.
Ήδη η Γαλλία επιδιώκει να επανέλθει στην περιοχή για πρώτη φορά μετά την Κρίση του Σουέζ οπότε και υποχρεώθηκε σε ταπεινωτική αναδίπλωση. Η τάση αυτή εκδηλώθηκε καθαρά τόσο στην Αν. Μεσόγειο όσο και στον Λίβανο και το Ιράκ. Όμως όσοι είδαν την φωτογραφία του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν με την τραγουδίστρια Φεϊρούζ στη Βηρυττό, δεν μπορεί να μην πρόσεξαν τις πάμπολλες ορθόδοξες εικόνες στον τοίχο του διαμερίσματός της.
Αποτελούν ένα πολιτισμικό στοιχείο πολλαπλασιαστικής ισχύος για την Ελλάδα στην περιοχή και πρέπει να χρησιμοποιηθεί με σύνεση, ακυρώνοντας στην πράξη διαφόρους -που δυστυχώς υπήρχαν και μέσα στο υπουργείο Εξωτερικών- οι οποίοι απαξίωναν τα πρεσβυγενή Πατριαρχεία ως «βαρίδια» μιας άλλης εποχής.
Το δεύτερο μεγάλο στοίχημα για την Ελλάδα είναι να μάθει από τους νέους της εταίρους. Όπως επισημάναμε σε προηγούμενο σημείωμα, καμία αποτρεπτική ισχύς δεν έχει ουσία αν δεν συνοδεύεται από μια εξωστρεφή, παραγωγική οικονομία και ένα δυναμικό πληθυσμό – αυτά τα δύο στοιχεία άλλωστε οδήγησαν την Τουρκία στο να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στην περιοχή. Το Ισραήλ είναι case study από μόνο του, για τους γνωστούς λόγους.
Αν λοιπόν η Ελλάδα έχει πάρει απόφαση να παίξει ρόλο στην περιοχή της άλλοτε Εγγύς Ανατολής πρέπει να το κάνει σοβαρά, υπεύθυνα και με στρατηγικό βάθος. Να εμπνεύσει εμπιστοσύνη, να στείλει ένα θετικό μήνυμα, αλλάζοντας η ίδια. Κι αυτό προϋποθέτει να πάρει διδάγματα από τις επιτυχίες και τις αποτυχίες των νέων της εταίρων.
Μόνο η οικονομικά ισχυρή Ελλάδα μπορεί να αντιμετωπίσει τον Ερντογάν και τους επιγόνους του