Ο Ελευθέριος Βενιζέλος (δεξιά) κατά την υπογραφή της συνθήκης Λωζάνης. Πηγή φωτογραφίας https://www.venizelosfoundation.gr/el/eleftherios-venizelos-2/fotografiko-lefkoma/
Τα τελευταία εικοσιτετράωρα είναι σαφές πως επιχειρείται να δημιουργηθεί ένα κλίμα προσέγγισης μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας. Θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε, ενδεχομένως, ως το τέλος του πρώτου γύρου έντασης και στην Αθήνα έχουν κάθε λόγο να είναι ικανοποιημένοι από το αποτέλεσμα.
Παρά την τουρκική οργή και τις αλλεπάλληλες… βαρκάδες του Oruc Reis, η Ελλάδα προσέρχεται στις διαπραγματεύσεις έχοντας σφυρηλατήσει νέες συμμαχίες στην περιοχή και το κυριότερο: έχει πλέον στην διπλωματική της φαρέτρα μια συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ με την Αίγυπτο η οποία, παρά το μερικό τού χαρακτήρα της, δημιουργεί μια ουσιαστική νομική διαφορά με την Τουρκία αφού επικαλύπτει την περιοχή που όριζε το παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο.
Αυτή η διαφορά είναι κάτι παραπάνω από ουσιώδης αν σκεφτεί κανείς το κλίμα της πρώτης προσέγγισης που επιχείρησε να κάνει η γερμανική προεδρία το καλοκαίρι. Φανταστείτε να είχε προσέλθει τότε η Αθήνα στο τραπέζι του διαλόγου απλά και μόνο κομίζοντας τη… διαμαρτυρία της για τις έκνομες ενέργειες της Άγκυρας και με αίτημα για ακύρωση(;) του τουρκολιβυκού μνημονίου.
Με τη Σύνοδο Κορυφής προ των πυλών και με εκπεφρασμένη την απροθυμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να προχωρήσει σε κυρώσεις έναντι της Τουρκίας οι ισορροπίες είναι εξαιρετικά εύθραυστες. Όσοι πιστεύουν οτι η ιστορία αυτή έχει τελειώσει πλανώνται πλάνην οικτράν.
Το Oruc Reis θα επιστρέψει -και θα επιστρέφει κάθε φορά που η Άγκυρα αισθάνεται ότι η πορεία του διαλόγου που επιθυμεί δεν θα εξελίσσεται όπως έχει σχεδιάσει. Για αυτό και είναι απολύτως κρίσιμο η ελληνική ηγεσία να θέσει τους όρους του διαλόγου με την Τουρκία με δυναμισμό και αυτοπεποίθηση.
Ο πρώτος και θεμελιώδης είναι η άμεση παύση όλων των παράνομων μονομερών ενεργειών της Τουρκίας στην Κύπρο. Δεν αρκεί η απόσυρση του Oruc Reis για να πάμε σε συνομιλίες με έναν γείτονα που έχει επανειλημμένα αποδείξει οτι δεν έχει συνέπεια έργων και λόγων.
Θα πρέπει τουλάχιστον για τη διάρκεια του διαλόγου η Άγκυρα να δεσμευθεί πως οι NAVTEX στο θαλάσσιο χώρο της Κύπρου σταματούν, όπως σταματά και κάθε σενάριο ανοίγματος των Βαρωσίων.
Ο δεύτερος και ίσως πιο «πονηρός» όρος αφορά την ίδια την ελληνοτουρκική διαφορά, όπως την αντιλαμβάνεται η Ελλάδα, δηλαδή μια τεχνική διαφορά για τον καθορισμό των ορίων της υφαλοκρηπίδας και των υπολοίπων θαλασσίων ζωνών.
Κάτι τέτοιο για να γίνει πρακτικά, σημαίνει ότι και οι δύο πλευρές έχουν συμφωνήσει στα ζητήματα κυριαρχίας- δηλαδή τι ανήκει σε ποιόν. Αν μια τέτοια επί της αρχής συμφωνία δεν υφίσταται, τότε επί ποίων νήσων και βραχονησίδων θα χαρακτούν σημεία βάσης και γραμμές προκειμένου να προσδιοριστούν τα όρια;
Από εκεί και πέρα αν η Τουρκία επιθυμεί σε ένα πλαίσιο διερευνητικών επαφών να θέσει θέματα όπως αποστρατικοποίηση των νησιών του Αιγαίου ή δικαιωμάτων της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη, οι ελληνικές απαντήσεις πρέπει να είναι σαφείς και άμεσες.
Σε κάθε περίπτωση, η συγκυρία μας ευνοεί. Οι δύο κυβερνήσεις της Λιβύης οδηγούνται σε παραίτηση, η σχέση μας με την Αίγυπτο, το Ισραήλ και τα Εμιράτα είναι στο καλύτερο δυνατό σημείο. Η Μέση Ανατολή βρίσκει νέα σημεία ισορροπίας καθώς ολοένα και περισσότερα κράτη συνάπτουν ή θα συνάψουν σχέσεις με το Ισραήλ.
Δεν έχουμε λόγο για βιαστικές κινήσεις αν δεν εξασφαλίσουμε την πιστή εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου – και βεβαίως πρέπει να είμαστε έτοιμοι για έναν δεύτερο γύρο εντάσεων στον οποίο πρέπει να είμαστε έτοιμοι να αντιδράσουμε όχι μόνο στρατιωτικά αλλά και διπλωματικά. Η συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ με την Κύπρο πρέπει να είναι πάντα στη φαρέτρα των επιλογών μας.
Το Oruc Reis και οι navtex επιταχύνουν την ανακοίνωση των 12 μιλίων στο Καστελόριζο