File Photo: Από αριστερά η Ούρσουλα βον ντε Λάιεν, η Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, και ο πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν. EPA, OLIVIER HOSLET
Με την εξάπλωση της πανδημίας του κορωνοϊού στις περισσότερες χώρες του κόσμου αναπόφευκτα υπήρξε και εξακολουθεί να υπάρχει σοβαρή μείωση της οικονομικής δραστηριότητας.
Επιπρόσθετα, πολλοί αναλυτές διεθνώς θεωρούν ότι η υφιστάμενη κρίση θα είναι πολύ χειρότερη απ’ αυτήν που ξέσπασε το 2008.
Ως εκ τούτου οι διάφορες χώρες προσπαθούν να διαχειριστούν τα οδυνηρά αποτελέσματα της πανδημίας και ταυτόχρονα λαμβάνουν μέτρα για να μετριάσουν τις αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις.
Στις ΗΠΑ ο Πρόεδρος Τραμπ εξήγγειλε μια δέσμη μέτρων διάσωσης της οικονομίας της χώρας με το αστρονομικό ποσό των $2 τρισεκατομμυρίων. Η πολιτική αυτή στηρίχθηκε και από δύο μεγάλα κόμματα της χώρας. Προφανώς η σαρωτική επεκτατική μακροοικονομική πολιτική συνεπάγεται περαιτέρω δημοσιονομική χαλάρωση καθώς και δημιουργία νέου χρήματος (“helicopter money”).
Όμως οι ενέργειες αυτές δεν αρκούν.
Αρκετοί Ευρωπαίοι ηγέτες θέτουν επί τάπητος την προώθηση ενός Ευρωομολόγου, αλλά η αντίδραση της Γερμανίας, με την οποία συμπορεύεται και η Ολλανδία, είναι αρνητική. Όπως έχει υποδειχθεί σε διάφορα επίπεδα η ΕΕ ευρίσκεται ενώπιον μιας σοβαρής κρίσης αλλά πολύ περισσότερο καλείται να διαχειρισθεί και υπαρξιακά διλήμματα.
Πριν λίγο καιρό η ιδέα για την υιοθέτηση ενός Ευρωομόλογου εθεωρείτο αδιανόητη. Σήμερα όμως είναι αυτονόητη.
Και όμως η Γερμανία παραμένει προσκολλημένη σε παλιές λανθασμένες συνταγές. Ακόμα και εάν υιοθετείτο ομόφωνα το Ευρωομόλογο δεν θα αρκούσε για να αντιμετωπισθεί το μέγεθος της κρίσης. Ας μην λησμονούμε ότι τίθεται επί τάπητος η προώθηση ενός Ευρωπαϊκού Marshall Plan ή/και New Deal για να αντιμετωπισθούν οι πρωτοφανείς συνθήκες οι οποίες έχουν δημιουργηθεί εξ αιτίας της πανδημίας.
Αναμφίβολα στη σημερινή συγκυρία μια επεκτατική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική από πλευράς ΕΕ αποτελεί στρατηγική και υπαρξιακή αναγκαιότητα. Προέχει το θέμα της υγείας καθώς και η προσπάθεια αποτροπής της κατάρρευσης των οικονομιών. Η Γερμανία ως η ηγέτιδα χώρα της ΕΕ θα πρέπει να αναλάβει πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση ριζοσπαστικών πολιτικών. Αντί τούτου η Καγκελάριος Μέρκελ επανέρχεται στην πολιτική των μνημονίων.
Στην προηγούμενη κρίση της Ευρωζώνης η Γερμανία δεν δυσκολεύτηκε να πείσει και να επιβάλει την πολιτική της σκληρής λιτότητας και των μνημονίων καθώς πέραν των εξωγενών διαστάσεων της κρίσης υπήρχαν και ενδογενείς αιτίες. Το όλο σκεπτικό ήταν ότι συγκεκριμένες χώρες και κοινωνίες είχαν ακολουθήσει πολιτικές και πρακτικές απρονοησίας και είχαν το μεγαλύτερο μερίδιο της ευθύνης για την κατάσταση στην οποία είχαν βρεθεί.
Ως εκ τούτου, σύμφωνα με το αφήγημα αυτό, θα έπρεπε να επωμισθούν το τίμημα της ανασυγκρότησης.
Η Γερμανία και η Τρόικα δεν έλαβαν υπ’ όψιν ότι υπήρχαν τα εργαλεία πολιτικής και οι πόροι για την εξυγίανση των οικονομιών των συγκεκριμένων χωρών με πολύ λιγότερο κοινωνικό κόστος.
Σε αυτή όμως την ιδιαίτερα κρίσιμη κατάσταση δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για προσκόλληση στις συνταγές του παρελθόντος.
Εάν η Γερμανία συνεχίσει να αρνείται να υιοθετήσει νέες προσεγγίσεις το όλο Ευρωπαϊκό οικοδόμημα θα υποστεί νέο σοβαρό πλήγμα. Ήδη πολλοί Ευρωπαίοι αξιωματούχοι προβάλλουν τη θέση ότι υφίσταται η ανάγκη όπως η ΕΕ επαναξιολογήσει τον λόγο ύπαρξής της (“reason d’etre”). Μοιραίως, εάν η Γερμανία δεν διαφοροποιήσει τη στάση της θα υποσκάψει τους πυλώνες της ΕΕ καθώς και τα δικά της εθνικά συμφέροντα.
(*) Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.
Η πανδημία και οι ευρύτερες προεκτάσεις: Αναδεικνύεται η ανάγκη ενός ολοκληρωμένου υποδείγματος