File Photo: Συνεδρίαση του Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΣΕΠ), Αθήνα. ΑΠΕ-ΜΠΕ,ΟΡΕΣΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ
Όταν η Τουρκία εισέβαλε ξανά στη Συρία τον περασμένο Οκτώβριο, με κωδική ονομασία «Πηγή Ειρήνης», τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ρωσία αντέδρασαν συγκρατημένα, ενισχύοντας έτσι τις επιδιώξεις του Ταγίπ Ερντογάν. Τα επιχειρήματα που χρησιμοποιήθηκαν παρέπεμπαν σε πανομοιότυπο σκηνικό που είχε στηθεί για την επιχείρηση Αττίλας τον Ιούλιο του 1974, δήθεν για την ειρήνευση στην Κύπρο.
Ο τουρκικός επεκτατισμός δεν είναι τωρινός. Έχει βαθιές ιστορικές ρίζες και αποτελεί μόνιμη στρατηγική της Άγκυρας. Εκδηλώνεται ανάλογα με τις ευκαιρίες και τα γεγονότα που προσφέρονται.
Αν, για παράδειγμα, δεν προηγείτο η προδοσία της χούντας και οι ξενοκίνητες μεθοδεύσεις, η Τουρκία θα συνέχιζε μεν να απεργάζεται επεμβατικά σχέδια, αλλά η Κύπρος θα ήταν σήμερα ολόκληρη ελεύθερη.
Οι τουρκικές απειλές, οι εκβιασμοί και οι παραβιάσεις σε βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου δεν είναι περιστασιακές, παροδικές και για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης. Στηρίζονται σε μια πάγια στρατηγική που αποσκοπεί στην επέκταση της τουρκικής επικράτειας σε στεριά και θάλασσα.
Δηλαδή, τι άλλο πρέπει να πουν και να κάνουν οι Τούρκοι για να πιστέψουμε ότι έχουν μόνιμους επεκτατικούς στόχους; Ούτε η διακηρυγμένη πολιτική του Ερντογάν για την «Γαλάζια πατρίδα» δεν μας έχει πείσει ακόμα;
Κι όταν δεν αναγνωριστεί η ουσία, η πραγματικότητα και το βάθος του προβλήματος, τότε πώς θα προσπαθήσεις για την επίλυσή του; Όταν σκόπιμα ή αφελέστατα αγνοείς την αιτία της τουρκικής προκλητικότητας και παραβατικότητας και εκδηλώνεις την επιθυμία για προσέγγιση και διάλογο στη βάση κάποιων διαφορών, τότε από την αρχή είσαι χαμένος.
Και σίγουρα θα επιδιώξεις την ειρήνη για να αποτρέψεις έναν καταστροφικό πόλεμο. Αλλά, αν η αφετηρία της πρόθεσής σου για την επικράτηση της ειρήνης στηρίζεται σε μια ουτοπική αντίληψη των πραγμάτων, τότε το μόνο που καταφέρνεις είναι να ενισχύεις τη σταδιακή νομιμοποίηση των τουρκικών επιδιώξεων σε βάρος της πατρίδας σου.
Αν, λοιπόν, η Αθήνα επιχειρήσει να αντιμετωπίσει με την ίδια τακτική τις τουρκικές προκλήσεις και το λεγόμενο «μνημόνιο συνεργασίας» Τουρκίας – Λιβύης, τότε θα γίνει ακόμα ένα βήμα στην εδραίωση τελεσμένων γεγονότων που επιδιώκει να δημιουργήσει η Άγκυρα σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο. Έχει αποδειχθεί επανειλημμένα ότι οι επιθετικές διαθέσεις της Τουρκίας δεν κάμπτονται με ένδειξη καλής θέλησης και με υποχωρήσεις από μέρους του Ελληνισμού. Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.
Η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου σε Ελλάδα και Κύπρο φαίνεται ότι γνωρίζει πολύ καλά αυτή την πραγματικότητα. Πέρα από ιδεολογίες και κομματικές επιλογές, ο απανταχού Ελληνισμός δεν έχει αυταπάτες για την Τουρκία. Για δεκαετίες, ζητά να υπάρξει εθνική ομοψυχία και να χαραχθεί μια συγκροτημένη εθνική στρατηγική. Μόνο έτσι θα δοθεί προοπτική για να διαμορφωθούν ευνοϊκότερες συνθήκες σε διεθνές και περιφερειακό επίπεδο ώστε να είναι πολύ πιο δύσκολο να υλοποιηθούν οι τουρκικοί επεκτατικοί σχεδιασμοί.
Μέσα από τα ιστορικά βιώματα και τη διαχρονική συμπεριφορά της τουρκικής ηγεσίας, οι περισσότεροι πολίτες δείχνουν ότι αντιλαμβάνονται το μέγεθος του προβλήματος με τις ηγεμονικές επιδιώξεις της Τουρκίας, που αποσκοπούν στη συρρίκνωση της ελληνικής κυριαρχίας.
Σίγουρα, τι πιο λογικό επιχείρημα θα μπορούσε να επικαλεστεί η Ελλάδα και η Κύπρος για να μπορέσουν να υπερασπιστούν τα κυριαρχικά δικαιώματά τους. Αυτό το επιχείρημα όμως μπορεί να προβληθεί από ανθρώπους που δεν έχουν γνώση και βιώματα για το τι έχει προηγηθεί όλα αυτά τα χρόνια, που δεν έχουν εμπειρία για την τουρκική πολιτική και δεν ξέρουν το πως συμπεριφέρονται οι συμμαχικές χώρες μέσα από συμβιβαστικές διαδικασίες.
Δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις στο ερώτημα τι πρέπει να γίνει για να αντιμετωπιστεί ο τουρκικός επεκτατισμός. Οι λεγόμενες όμως υπεύθυνες ηγεσίες του Ελληνισμού έχουν ευθύνη και καθήκον να έχουν μάθει από τα παθήματα του παρελθόντος και να μην επανέρχονται σε δοκιμασμένες αποτυχημένες συνταγές που έχουν οδηγήσει σε περαιτέρω αποθράσυνση της Τουρκίας.
Εκτός και αν η θέση «δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα» κρύβει μια «ρεαλιστική διάθεση» για προσφορές, συνεκμεταλλεύσεις και εκπτώσεις στα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα. Ακόμη όμως και στην περίπτωση που ισχύει κάτι τέτοιο, μέσα από μία αποκρυσταλλωμένη πολιτική βούληση για να υπάρξει επιτέλους ηρεμία και μόνιμη ειρήνη και να μη χρειάζεται να δαπανώνται δισεκατομμύρια ευρώ για την άμυνα της Ελλάδας, τίθεται ένα απλό ερώτημα:
Οι περισσότεροι πολίτες φαίνεται ότι είναι σε θέση να δώσουν μία καθαρή και στοιχειοθετημένη απάντηση. Αντιθέτως, αρκετοί που κυβέρνησαν και κυβερνούν σε Αθήνα και Λευκωσία εμφανίζονται με περίεργες και ακατανόητες απόψεις.
Η αλήθεια πονά: Μήπως χρειάζεται ένας Μενέντεζ στο Μέγαρο Μαξίμου και το Προεδρικό της Κύπρου;