Eνθερμος υποστηρικτής του δυτικού προσανατολισμού της Ελλάδας και σκληρός αντίπαλος του ανατολικού συνασπισμού κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, o ΕυάγγελοςΑβέρωφ-Τοσίτσας, πρώην υπουργός των Εξωτερικών, είχε ήδη καθιερωθεί στο πολιτικό σκηνικό ως ένας από τους σημαντικότερους ηγέτες της Κεντροδεξιάς.
Η αντιπαλότητα που μια τέτοια προσωπικότητα έδειξε απέναντι στη χούντα ενοχλούσε ιδιαίτερα το καθεστώς, καθώς του στερούσε αυτόματα τις προσβάσεις στην συντηρητική κοινή γνώμη.
Οι διαπιστώσεις του, όπως διαφαίνονται από τις επιστολές του αυτής της περιόδου, ιδίως προς τον Κων. Καραμανλή στο Παρίσι, ήταν εξαιρετικά απαισιόδοξες. Ο Αβέρωφ έδινε μεγάλη έμφαση στον αγώνα εξουσίας μεταξύ του Γ. Παπαδόπουλου και των περισσότερο ακραίων στοιχείων του καθεστώτος: υποψιαζόταν ότι ειδικά τα τελευταία, με τις τριτοκοσμικές τάσεις τους, δεν θα δίσταζαν να διακυβεύσουν τη θέση της Ελλάδας στον δυτικό κόσμο.
«Με την εξέλιξιν και των πραγμάτων μας εκτός της Κοινής Αγοράς δεν ξέρω πού θα βρεθούμε αν, όπως φαίνεται, τούτη η δουλειά διαρκέση. Κυριολεκτικά φοβούμαι». Ακόμη, ανησυχούσε ιδιαίτερα για την αδυναμία του καθεστώτος να αντιληφθεί τις διεθνείς σχέσεις, η οποία πάντως επέτρεπε στους χουντικούς, με έναν περίεργο τρόπο, να αγνοούν την πραγματικότητα: «Τον παχυδερμισμόν, στοιχείον απαίσιον διά το έθνος, θεωρώ μεγάλον στοιχείον δυνάμεως για την διάρκειάν τους».
Τρία ήταν, συνεπώς, τα στοιχεία που χαρακτήρισαν την οπτική του Ευ. Αβέρωφ για τη χούντα: η ανάγκη για άμεση επάνοδο στον κοινοβουλευτισμό· ο φόβος ότι, χωρίς τούτο, θα επερχόταν μία εθνική καταστροφή· και ο πρωταγωνιστικός ρόλος που διέβλεπε για τον Κ. Καραμανλή.
Δύο απαραίτητες προϋποθέσεις
Φοβούμενος, όπως έγραψε στον Καραμανλή, ότι η χώρα πορευόταν προς έναν «κακόν σαλαζαρισμόν» –αναφορά στην πορτογαλική δικτατορία με τη μακρά διάρκειά της– ο Αβέρωφ πρόβαλε αρχικά, το δεύτερο εξάμηνο του 1968, την ιδέα για ίδρυση ενός «κόμματος αντιπολίτευσης» προς το καθεστώς, ώστε να αποφευχθεί αυτό που αποκάλεσε «δημοκρατικώς “μασκέ” ολοκληρωτισμό». Αλλά ο Καραμανλής διαφώνησε: τόνισε ότι η χούντα έπρεπε ή να ανατραπεί ή να παραδώσει οικειοθελώς την εξουσία. Και τον συμβούλευσε να μην ανοίξει διάλογο με το καθεστώς: «Ούτε στο κύρος σου στέκει ούτε και γενικώτερα ωφελεί». Οι επιφυλάξεις του Καραμανλή έστρεψαν τον Αβέρωφ στην αναζήτηση μιας λύσης με την οποία θα παρέδιδαν οι δικτάτορες την εξουσία.
Το επόμενο στάδιο των προσπαθειών του αφορούσε την ιδέα της «γέφυρας», που προβλήθηκε με τον σκοπό να απομακρυνθεί η χούντα από την εξουσία, και όχι να συμπηχθεί κάποια συνεργασία μαζί της. Οι όροι για τη «γέφυρα» –ανόθευτη δημοκρατία, σύντομη μετάβαση– δεν ήταν τυχαίοι· συμφωνούσαν με τις προϋποθέσεις που είχε θέσει ο Καραμανλής στην αλληλογραφία τους το 1968, και είχαν σε γενικές γραμμές προβληθεί από τον Αβέρωφ και νωρίτερα, σε άρθρα του, ορισμένα από τα οποία δεν δημοσιεύθηκαν έπειτα από απαγόρευση της λογοκρισίας ή δημοσιεύθηκαν στον διεθνή Τύπο (όπως το άρθρο του στους Sunday Times της 17ης Αυγούστου 1969).
Κατά τη διάρκεια κάποιων πρώτων διαβουλεύσεων, το 1970, με πρωτοβουλία παραγόντων του καθεστώτος (που δεν κατονομάζονται στη σχετική επιστολή του προς τον Καραμανλή), ο Αβέρωφ διαπίστωσε ότι αυτή η προϋπόθεση δεν συνέτρεχε και άρα η ομαλοποίηση δεν μπορούσε, τη στιγμή εκείνη, να ξεκινήσει. Ωστόσο, επέμεινε.
Οπως σημείωνε στον πρέσβη Λ. Παπάγο, συνεργάτη του εξόριστου βασιλιά Κωνσταντίνου, δεν έβλεπε άλλη λύση, «εκτός αν μεσολαβήσει εθνική καταστροφή ή αλληλοεξόντωση».
Η θέση των ΗΠΑ και το ναυάγιο του εγχειρήματος
Την άνοιξη του 1971, σε μια εποχή κατά την οποία ο Παπαδόπουλος διενήργησε επαφές με πολιτικά πρόσωπα, ο Αβέρωφ προώθησε πλέον έντονα την ιδέα της «γέφυρας». Επέμεινε, όμως, και πάλι ότι προϋπόθεση ήταν η ειλικρίνεια των προθέσεων των δικτατόρων για παράδοση της εξουσίας και για δημιουργία αληθινά δημοκρατικού καθεστώτος. Εξακολουθούσε να μην έχει μεγάλες ελπίδες.
Εξάλλου, ο Αβέρωφ είχε πλέον συζητήσει για την ιδέα της «γέφυρας» και με τους Αμερικανούς, και συγκεκριμένα με τον πρέσβη στην Αθήνα, Χένρι Τάσκα. Αρχικά φάνηκε ότι ίσως υπήρχε κάποιο ενδεχόμενο να ενστερνιστούν οι ΗΠΑ την πολιτική του. Αλλά οι Αμερικανοί θεωρούσαν ότι οι πιθανότητες επιτυχίας της «γέφυρας» μειώνονταν δραματικά, ακριβώς επειδή ουσιώδης όρος της ήταν η επάνοδος του Κ. Καραμανλή, τον οποίο εχθρευόταν κατά τρόπο απόλυτο η χούντα. Τον Σεπτέμβριο του 1971, ο Χένρι Κίσινγκερ, σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του προέδρου Νίξον, επέβαλε και έναντι του State Department τη θέση του ότι πιέσεις προς το καθεστώς δεν συμβιβάζονταν με τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ. Τον Νοέμβριο, ο Κίσινγκερ απέτρεψε πρόσκληση του Ευ. Αβέρωφ στις ΗΠΑ ώστε να συζητηθεί η πολιτική της «γέφυρας», και έτσι της κατάφερε ένα μείζον πλήγμα.
Η πρόταση της «γέφυρας» κόστισε στον Ευ. Αβέρωφ σημαντικά στα επόμενα χρόνια, καθώς έγινε η αφορμή να παρουσιαστεί ως υπερσυντηρητικός πολιτικός, ακόμη και «ύποπτος». Ο ίδιος ενέμεινε στην ορθότητα της επιλογής του και παρουσίασε την πρωτοβουλία του ως αποτέλεσμα ρεαλιστικής αποτίμησης των πραγμάτων.
Για τις προθέσεις του δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία, όπως και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι τελικά ο φόβος του για εθνική καταστροφή επαληθεύθηκε. Ωστόσο, στην πολιτική πράξη –και τούτο το γνώριζε καλά ο ίδιος– το μέτρο του ρεαλισμού μιας ιδέας εξαρτάται από την επιτυχία της. Συνεπώς, και εάν ακόμη η σύλληψη της ιδέας της «γέφυρας» υπήρξε, κατ’ αρχάς, απόρροια μιας ρεαλιστικής εκτίμησης των πραγμάτων, η αποτυχία της καταδεικνύει ότι δεν είχε, στην πράξη, ιδιαίτερα ρεαλιστικές προοπτικές.
* Ο κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου είναι καθηγητής στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Κοιτάξτε ποιος μιλά: Ο “υπερασπιστής των καταπιεσμένων” Ερντογάν είναι το νέο ανέκδοτο…