ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΚΑΦΙΔΑ
Παραδοσιακά, τουλάχιστον από το 1975 και μετά, Ρώσοι και Αμερικανοί, Αμερικανοί και Ρώσοι, επιλέγουν ως χώρο διεξαγωγής των μεταξύ τους συναντήσεων, ειδικά όταν πρόκειται για συναντήσεις Κορυφής μεταξύ ηγετών, την πρωτεύουσα της γεωπολιτικά ουδέτερης Φινλανδίας (που ανήκει μεν στην ΕΕ αλλά όχι και στο ΝΑΤΟ).
Και παραδοσιακά, από το 1975 και μετά, οι εν λόγω συναντήσεις τείνουν να λειτουργούν ως κομβικοί σταθμοί σηματοδοτώντας τη μετάβαση από μια εποχή σε μια άλλη:
Οι Τζέραλντ Φορντ και Λεονίντ Μπρέζνιεφ συναντήθηκαν στο Ελσίνκι το καλοκαίρι του 1975, για να παραδώσουν στον κόσμο την καλούμενη «Τελική Πράξη του Ελσίνκι» (Helsinki Accords), κηρύσσοντας έτσι την έναρξη μιας νέας εποχής βελτιωμένης αμερικανοσοβιετικής κατανόησης εν μέσω Ψυχρού Πολέμου.
Οι Τζορτζ Μπους και Μιχαήλ Γκορμπατσόφ πήραν τη σκυτάλη το Σεπτέμβριο του 1990 από την πρωτεύουσα της Φινλανδίας, προετοιμάζοντας (μέσω Ιράκ και Κουβέιτ) το έδαφος για τις κοσμοϊστορικές ανατροπές που θα ακολουθούσαν λίγους μήνες αργότερα, με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και το επίσημο τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Το Μάρτιο του 1997, ήταν η σειρά των Μπιλ Κλίντον και Μπόρις Γέλτσιν να βρεθούν στο Ελσίνκι της Φινλανδίας, με τα αποτελέσματα εκείνης της συνάντησης (την αποδοχή επέκτασης του ΝΑΤΟ στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες) να ερμηνεύονται ως μια γεωπολιτική ήττα για τον Γέλτσιν η οποία όμως θα έδινε στον τότε επιτελάρχη Βλάντιμιρ Πούτιν την ευκαιρία να ανέλθει στην προεδρία δύο χρόνια αργότερα, υποσχόμενος την αποκατάσταση της ρωσικής αξιοπρέπειας στη διεθνή σκηνή.
Πίσω στο παρόν, περίπου δύο δεκαετίες μετά, ήταν πια η ώρα των Ντόναλντ Τραμπ και Βλάντιμιρ Πούτιν να συναντηθούν στην πρωτεύουσα της Φινλανδίας, με το γεωπολιτικό περιβάλλον διεθνώς να έχει εν τω μεταξύ μεταβληθεί ριζικά σε σύγκριση με το 1997, χωρίς όμως να έχει ακόμη καταλήξει σε κάποιο σαφώς καθορισμένο «νέο κανονικό» όσων αφορά στους διεθνείς συσχετισμούς δυνάμεων, τις συμμαχίες και τις σφαίρες επιρροής.
Ο Ρώσος πρόεδρος εμφανίστηκε επικοινωνιακά να πρωταγωνιστεί ορίζοντας το κλίμα της ιστορικής συνάντησης, με τον Τραμπ να ακολουθεί αμήχανα… ως άλλος Αμερικανός Γέλτσιν.
Όσοι περίμεναν μια μεγάλη είδηση χθες από το Ελσίνκι επηρεασμένοι από φημολογίες σχετικές και με την πρόσφατη επίσκεψη του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου στη Μόσχα, μια είδηση τύπου για παράδειγμα ότι η Ουάσιγκτον πρόκειται να αναγνωρίσει την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία με αντάλλαγμα τον περιορισμό του Ιράν στη Μέση Ανατολή, θα πρέπει να απογοητεύτηκαν.
Από την άλλη ωστόσο, δεν είναι και μικρό πράγμα για έναν Αμερικανό πρόεδρο να δηλώνει ευθαρσώς ενώπιον της διεθνούς κοινότητας, όπως έκανε ο Τραμπ από το Ελσίνκι, ότι εμπιστεύεται πιο πολύ τον Πούτιν (όταν του λέει ότι δεν αναμείχθηκε στην αμερικανική προεκλογική εκστρατεία του 2016) από όσο την ίδια την αμερικανική Δικαιοσύνη ή την προηγούμενη κυβέρνηση Ομπάμα.
Ο Τράμπ έκλεισε το μάτι στον Πούτιν; Το περιστατικό που διχάζει τους δημοσιογράφους
Από εκεί πέρα ωστόσο, ιδωμένη υπό ένα ευρύτερο πρίσμα, η συνάντηση Τραμπ-Πούτιν έρχεται όντως να σηματοδοτήσει τη μετάβαση σε μια νέα υπό διαμόρφωση εποχή, μακριά από τις ευρωατλαντικές βεβαιότητες του παρελθόντος.
Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει δηλώσει πολλά τους τελευταίους 18 μήνες που βρίσκεται στην προεδρία.
Έχει υποστηρίξει, για παράδειγμα, ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να αποχωρήσουν από τη Μέση Ανατολή/Συρία, να επαναδιαπραγματευτούν τους δεσμούς τους με την Ευρώπη/ΝΑΤΟ, και να προχωρήσουν σε μια επανεκκίνηση στις σχέσεις τους με τη Ρωσία.
Το χοντροκομμένο ύφος του Αμερικανού προέδρου μπορεί να «οξύνει» το μήνυμα, πλην όμως όλα όσα αναφέρει ο Τραμπ δεν αποτελούν δικές του καινοφανείς ιδέες. Αντιθέτως, συζητούνται σε επίπεδο κορυφής παλαιόθεν στην Ουάσιγκτον.
Ήταν 1997, κατά σύμπτωση και πάλι από το Ελσίνκι, όταν ο Μπιλ Κλίντον δεσμεύτηκε να προσκαλέσει τη Ρωσία στην ομάδα των G7… όπερ και εγένετο το 1998. Και ήταν 2009 όταν η πρώτη κυβέρνηση Ομπάμα (με υπουργό Εξωτερικών τότε την Χίλαρι Κλίντον) άρχισε να προετοιμάζει εκείνο το στρατηγικό «πίβοτ» προς την Ασία, ένα «πίβοτ» σταδιακής απαγκίστρωσης των ΗΠΑ από την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή, καθώς και εκείνον τον επίσης πολυδιαφημισμένο στόχο της επανεκκίνησης (reset) στις σχέσεις με τη Ρωσία του Βλάντιμιρ Πούτιν. Το εάν όλα εκείνα επέτυχαν ή όχι είναι άλλη υπόθεση. Το ότι διατυπώθηκαν όμως ως στόχοι είναι γεγονός.
Ακόμη και από ιστορική σκοπιά άλλωστε να το δει κανείς, οι Αμερικανοί τείνουν να θέλουν να απαγκιστρωθούν από τη Γηραιά Ήπειρο. Εισήλθαν «με το ζόρι» στους δύο Παγκοσμίους Πολέμους, διστακτικά στον Πρώτο και επειδή δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά στον Δεύτερο. Και κάθε φορά, έπειτα από κάθε Παγκόσμιο Πόλεμο, πίσω στις ΗΠΑ, ακολουθούσαν διαφωνίες για το εάν η χώρα θα έπρεπε να μείνει ή να αποσυρθεί από την Ευρώπη. Υπενθυμίζεται για παράδειγμα ότι οι Αμερικανοί είχαν αρνηθεί να επικυρώσουν τη Συνθήκη των Βερσαλλιών το 1919, όπως άλλωστε και να ενταχθούν στην Κοινωνία των Εθνών. Μόνο ολίγες δεκαετίες αργότερα, στον απόηχο του Β Παγκοσμίου, ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός θα αποκτούσε «πλήρες» λόγο ύπαρξης, με το ΝΑΤΟ να παίρνει θέση μάχης ενάντια στη σοβιετική «απειλή» και την Ουάσιγκτον να ηγείται της Δύσης εισάγοντας ως παγκόσμιο πρότυπο το δικό της καπιταλιστικό μοντέλο.
Μέσα σε όλα αυτά, έρχεται και ο Τραμπ να υπερασπιστεί ανοιχτά τον Πούτιν ως «καλύτερο» από τον Μπαράκ Ομπάμα ή τον (ειρήσθω εν παρόδω Ρεπουμπλικάνο) ειδικό ανακριτή Ρόμπερτ Μίλερ, ζητώντας παράλληλα να γίνει δεκτή ξανά η Ρωσία στην ομάδα των G7 από την οποία αποκλείστηκε λόγω Κριμαίας. Παράλληλα, ο Αμερικανός πρόεδρος έρχεται να αμφισβητήσει ανοιχτά και την αξία ορισμένων δυτικών συμμαχιών, κατηγορώντας για παράδειγμα χώρες όπως είναι η Γερμανία ότι εκμεταλλευόμενες την αμερικανική στρατιωτική κάλυψη τις προηγούμενες δεκαετίες, κατάφεραν να γιγαντώσουν το εμπορικό τους πλεόνασμα απέναντι στις ΗΠΑ… Το άξεστο ή ακατέργαστο ύφος του μπορεί να προκαλεί, πολλοί είναι όμως εκείνοι που συμφωνούν μαζί του πίσω από κάμερες ή κλειστές πόρτες.
Τα πρόσωπα έρχονται και παρέρχονται. Οι πολιτικές κατευθύνσεις, ωστόσο, σπανίως είναι απλά και μόνο προσωποπαγείς. Ο Τραμπ κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα, θα βγει από το κάδρο, όμως οι σχέσεις των ΗΠΑ δεν γίνεται να είναι πια ίδιες ούτε με το ΝΑΤΟ αλλά ούτε και με την Ρωσία μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον που αλλάζει.
Αντεπίθεση από τον Νο1 των μυστικών υπηρεσιών: Θα κάνουμε την δουλειά μας κ. Τραμπ