Η αδικαιολόγητη κρίση για το Ενωτικό Δημοψήφισμα και η επίθεση στην ελληνική Ιστορία




Γράφει η Mελάνθη Λουκαϊδου

Το δημοψήφισμα του 1950 στην Κύπρο αποτέλεσε γεγονός-σταθμό για τη σύγχρονη κυπριακή ιστορία. Στην παραγματικότητα σηματοδότησε την πρώτη ουσιαστική προσπάθεια της Λευκωσίας για διεθνοποίηση του ενωτικού αιτήματος ως συνέχεια προηγούμενων προσπαθειών (π.χ. Οκτωβριανά, 1931).

Μέσα από μια διαδικασία συγκέντρωσης υπογραφών στις 15 και 22 Ιανουαρίου του 1950, το σύνολο σχεδόν των Ελλήνων της Κύπρου υπέγραψε υπέρ της ένωσης της ιδιαίτερης του πατρίδας με τον εθνικό κορμό.

Επί συνόλου 224,757 ατόμων που είχαν δικαίωμα ψήφου, συγκεντρώθηκαν 215,108 υπέρ της πρότασης για ένωση, με το ποσοστό να αντιπροσωπεύει το 95,7% του εκλογικού σώματος. Υπέρ της ένωσης είχαν ταχθεί και Τουρκοκύπριοι ενώ σε μια μικρή μειονότητα δημοσίων υπαλλήλων το Στέμμα επέβαλε να απόσχουν.

Η γένεση του κυπριακού ενωτικού κινήματος

Στην νεοελληνική πολιτική ιστορία η λέξη «ένωσις» χρησιμοποιήθηκε αρχικώς στα Επτάνησα και ακολούθησε σε Κρήτη, Κύπρο και Δωδεκάνησα.[1] Ωστόσο, μετά και την ένωση των Δωδεκανήσων στο ελληνικό κράτος το 1948, η λέξη «ένωσις» ως πολιτικό αίτημα –το οποίο αφορά την αξίωση προσάρτησης στην ελληνική επικράτεια νησιών ή αυτόνομων περιοχών- συναντιόταν μονάχα στην Κύπρο, την μόνη ελληνική εθνική διεκδίκηση μετά το 1950.

Τα διάφορα μέσα τα οποία χρησιμοποιήθηκαν κατά τον ενωτικό αγώνα των Κυπρίων, από τη σύσταση του ελληνικού κράτους και έπειτα, περιελάμβαναν εκκλήσεις και αιτήσεις, ειρηνικά διαβήματα και διπλωματικές αποστολές σε ξένες πρωτεύουσες με πρωταγωνιστικό ρόλο να έχουν η Αθήνα, το Λονδίνο και η Νέα Υόρκη, προσφυγές στα Ηνωμένα Έθνη, δημοψήφισμα, παναπεργίες, μαχητικές διαδηλώσεις και έναν τετραετούς διάρκειας ένοπλο αγώνα. Η παραδοσιακή πρακτική του ενωτικού κινήματος δεν ήταν άλλη από την εθελοντική προσφορά «αίματος και χρήματος» στις ελληνικές πολεμικές επιχειρήσεις.[2] Κύριοι σταθμοί η συμμετοχή 1000 Κυπρίων εθελοντών στον ελληνοτουρκικό πόλεμου του 1897, 1500-1800 στους Βαλκανικούς πολέμους ενώ χαρακτηριστικός της συμμετοχής των Κυπρίων στους εθνικούς αγώνες ήταν και ο θάνατος του πολιτευτή και δημάρχου Λεμεσού, Χριστόδουλου Σώζου, στο Μπιζάνι το Δεκέμβριο του 1912.

Η έλευση των Βρετανών στο νησί (1878) βρίσκει τα πληθυσμιακά δεδομένα ξεκάθαρα: από τους 186,173 κατοίκους της πρώτης βρετανικής απογραφής του 1881, το 24,4% ήταν μουσουλμάνοι/Τούρκοι, το 73,9% ορθόδοξοι/Έλληνες και το 1,6% άλλου θρησκεύματος, ενώ κατά τις επόμενες δεκαετίες τα ποσοστά σταθεροποιήθηκαν στην αναλογία 18%-80% αντίστοιχα. Η κυπριακή διεκδίκηση έγινε ιδιαίτερα εμφανής στις αρχές του 20ού αιώνα όταν εντάθηκε ο πολιτικός αγώνας μέσω συλλαλητηρίων, υπομνημάτων και αποστολών πρεσβειών στο εξωτερικό. Άλλος ένας σημαντικός ιστορικός σταθμός ήταν τα Οκτωβριανά του 1931 όπου, με αφορμή νέους φορολογικούς δασμούς του Στέμματος, πραγματοποιήθηκε ο εμπρησμός του κυβερνείου. Όσοι θεωρήθηκε ότι είχαν εμπλοκή στην ανοργάνωτη, ουσιαστικά, εξέγερση εξορίστηκαν χωρίς δίκη επ’ αόριστον, άλλοι φυλακίστηκαν, το Νομοθετικό Συμβούλιο καταργήθηκε και δεν επαναλειτούργησε ποτέ ενώ θεσμοθετήθηκε ωμή επέμβαση στα της Εκκλησίας και παιδείας. Επιβλήθηκε, επιπλέον, λογοκρισία και απαγόρευση των εθνικών συμβόλων και εγκαθιδρύθηκε, εν τέλει, καθεστώς αστυνομοκρατίας.

Στις αρχές της δεκετίας του 1950 ούτε η ίδια η διενέργεια του δημοψηφίσματος, ούτε η μέχρι στιγμής διεθνοποίηση του κυπριακού με την προσφυγή στα Ηνωμένα Έθνη, απέδωσαν τα αναμενόμενα για τον πληθυσμό αποτελέσματα. Άλλωστε, το νησί αποτελούσε σημαντικότατη κτήση για το Στέμμα μέσα στο νέο καθεστώς απο-αποικιοποίησης, μετά και την απώλεια άλλων βρετανικών αποικιών ανά τον κόσμο. Παρά το γεγονός λοιπόν της μη εκπλήρωσης του στόχου εκκλησίας και πληθυσμού, το κυπριακό ενωτικό κίνημα αποτελεί μέχρι και σήμερα ένα αξιοσημείωτο κομμάτι της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας του νησιού. Το κυπριακό ενωτικό αίτημα αποδείχθηκε το μακροβιότερο και μαζικότερο αλυτρωτικό κίνημα της νεότερης ελληνικής ιστορίας.[3]

Η τροπολογία της Βουλής των Αντιπροσώπων και ο κατοχικός ηγέτης

Εξ αφορμής της επετείου του ενωτικού δημοψηφίσματος η κυπριακή βουλή επικύρωσε, προ ολίγων ημερών, τροπολογία βάσει της οποίας αποφασίστηκε κατά την επέτειο της 15ης Ιανουαρίου να διαβάζεται στα σχολεία της Κύπρου σχετική εγκύκλιος του Υπουργείου Παιδείας. Οι απόψεις μεταξύ των κομμάτων και των πολιτικών προσωπικοτήτων υπήρξαν συγκεχυμένες. Από τη μια πλευρά, βουλευτές επικρότησαν και τάχθηκαν υπέρ της τροπολογίας, ενώ από την άλλη πλευρά, ορισμένοι αισθανόμενοι ότι το εν λόγω θέμα αγγίζει ευαίσθητες χορδές σε μια περίοδο έντονων ζυμώσεων για το κυπριακό πρόβλημα, θεώρησαν απαράδεκτη την πρόταση.

Το πρόσωπο, ωστόσο, που φάνηκε να ενοχλείται περισσότερο από την τροπολογία της Βουλής των Αντιπροσώπων ήταν ο κατοχικός ηγέτης και εγκάθετος –οφείλεται να υπενθυμίζεται- της Άγκυρας στο νησί, Μουσταφά Ακιντζί. Ο κ. Ακιντζί με αφορμή την τροπολογία ακύρωσε, σε πρώτο στάδιο, την συνάντηση των δυο διαπραγματευτών, Μαυρογιάννη και Ναμί, και έπειτα «πάγωσε» τη διαδικασία των συνομιλιών με τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκο Αναστασιάδη, αρνούμενος να συναντήσει τον δεύτερο. Σε τηλεφωνική του επικοινωνία μάλιστα με τον Ειδικό Απεσταλμένο του Γ.Γ. των Ηνωμένων Εθνών για το κυπριακό, Έσπεν Μπαρθ Άιντα, ο εκπρόσωπος των Τουρκοκυπρίων υποστήριξε ότι ο εορτασμός της Ένωσης στα σχολεία αντιτίθεται με την προσπάθεια συμφωνίας στο κυπριακό. Από τα κατεχόμενα, οι φωνές αντίθεσης στην τροπολογία ήταν επίσης έντονες, με δημοσιεύματα στον τουρκοκυπριακό τύπο να κάνουν λόγο περί ασέβειας στη φιλοσοφία της Τ/Κ πλευράς που επηρεάζει αρνητικά το αίσθημα ασφάλειάς τους.[4]

Τα ερωτήματα που προκύπτουν από τις εξελίξεις είναι ιδιαιτέρως ανησυχητικά πρωτίστως εάν αναλογιστεί κανείς την ευκολία με την οποία ο κατοχικός ηγέτης αποχώρησε από τη διαδικασία των συνομιλιών, επεμβαίνοντας ταυτοχρόνως σε ζητήματα που αφορούν την κατά τ’ άλλα «εκλιπούσα» Κυπριακή Δημοκρατία. Επιπλέον, προκαλεί ιδιαίτερο προβληματισμό η στάση ορισμένων Ελληνοκυπρίων, οι οποίοι χωρίς δεύτερη σκέψη έδωσαν «100% δίκαιο» στον κ. Ακιντζί και δικαιολόγησαν την επιλογή του τελευταίου να αποχωρήσει από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων, δίνοντας λαβή και στην Άγκυρα, μέσω του τουρκικού ΥΠΕΞ, να κατηγορήσει την «αδιάλλακτη» Λευκωσία.

Το σημαντικότερο ερώτημα, ωστόσο, που δικαιολογείται να αναρωτηθεί κανείς είναι, άραγε εάν η Τ/Κ πλευρά ενοχλείται σε τέτοιο βαθμό από μια αναφορά στα σχολεία για τον εορτασμό ενός ιστορικού γεγονότος, η πλειονότητα των κατοίκων της Κύπρου πώς πρέπει να αισθάνεται όταν κάθε Ιούλιο εορτάζεται πανηγυρικώς η επέτειος της τουρκικής εισβολής; Πώς συμβαδίζουν τα λεγόμενα των Τ/Κ για πρόθεση επίλυσης του προβλήματος όταν κάθε Νοέμβριο λαμβάνουν χώρα τελετές για τον εορτασμό της παράνομης ανακήρυξης του ψευδοκράτους, η οποία παρεμπιπτόντως αποτελεί επιδίωξη απόσχισης ή διχοτόμησης; Με ποιο τρόπο εγγυάται το δικαίωμα των Ε/Κ και ιδίως των νέων, μαθητών και φοιτητών, ότι στο νέο κρατικό μόρφωμα οι έννοιες δεν θα αλλάξουν χαρακτήρα και σημασία; Μετά την ωμή παρέμβαση του κατοχικού ηγέτη σε ζητήματα παιδείας που αφορούν μάλιστα ιστορικά γεγονότα, σημαντικά για ολόκληρη την κυπριακή ιστορία, θα συνεχίσει η τουρκική εισβολή να λέγεται εισβολή; Ή, επιβάλλεται στο βωμό του κλίματος καλής θέλησης και κατευνασμού των Τ/Κ και κατ’ επέκταση της Τουρκίας, να γίνεται λόγος για «ειρηνική επέμβαση προς προστασία ομοθρήσκων και ομοεθνών»; Εν τέλει, η συνεχιζόμενη κατοχή του 37% της Κύπρου, κράτους-μέλους της Ε.Ε., θα εξακολουθήσει να λέγεται κατοχή;

Τα ομολογουμένως «λεπτά» ζητήματα ιστορίας χρίζουν εξέχουσας προσοχής. Δεν θα έπρεπε να καταχράζονται ούτε προς ιδιωτικό όφελος ούτε προς προσωπικό συμφέρον. Το ενδεχόμενο σενάριο ότι η Τ/Κ πλευρά και παραλλήλως η Άγκυρα επιθυμούν χρόνο στο κυπριακό, μέχρι το δημοψήφισμα του Απριλίου για την συνταγματική αναθεώρηση, δεν θα έπρεπε να σηματοδοτήσει την εμπλοκή των πιο πάνω δρώντων σε ζητήματα που αφορούν το ίδιο το κράτος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Άλλωστε, η εκάστοτε κυπριακή πολιτική ηγεσία των τελευταίων σαράντα ετών, έδειξε ότι παραμένει πεισματικά προσηλωμένη στην εξεύρεση λύσης στο πλαίσιο της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας. Σε ένα πλαίσιο λύσης, ουσιαστικά, που αποτελεί τουρκικής έμπνευσης πρόταση.

  • Η Μελάνθη Λουκαΐδου είναι πτυχιούχος του ΕΚΠΑ «Γεωπολιτική & Ασφάλεια σε Τουρκία και Μέση Ανατολή» και δόκιμη ερευνήτρια στον Τομέα Ρωσίας, Ευρασίας και Νοτιοανατολικής Ευρώπης(ΤΟ.ΡΕ.ΝΕ) του ΙΔΙΣ.

[1] Παπαπολυβίου, Π., «Το κυπριακό ενωτικό κίνημα, 1830-1955», 26.1.2014, http://bit.ly/2n2mAJc

[2] Ό.π.

[3] Ό.π.

[4] Ο Φιλελεύθερος, «Επικοινωνία Ακιντζί-Άιντα για το ενωτικό δημοψήφισμα», 13.2.2017, http://bit.ly/2miM1I9

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: