Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης απαντά σε ερώτηση του αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης και πρόεδρου του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα στην κοινοβουλευτική διαδικασία της Ώρας του Πρωθυπουργού, Αθήνα Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2019. ΑΠΕ-ΜΠΕ, ΟΡΕΣΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ
Το παρόν κείμενο αποσκοπεί στο να εστιάσει ιδιαιτέρως σε ένα «κρίσιμο σημείο» που αφορά παθογένεια του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα. Με τούτο ως προδιάθεση, υπ’ όψιν τα εξής:
Η πολιτική δε συμπεριφορά δεν μπορεί και δεν πρέπει να αφορά αποκλειστικώς στα άτομα –στους πολίτες, και ειδικότερα στο εκάστοτε εκλογικό σώμα, αλλά πρέπει προδήλως να αφορά και στο πολιτικό προσωπικό που οργανώνεται στο πλαίσιο του πολιτικού φορέα, του πολιτικού υποκειμένου. Με τούτη την εισαγωγή (ίσως) είναι χρήσιμα τα εξής:
Το «πολιτικό σύστημα» θα πρέπει να επικεντρωθεί στις αλήθειες που προσδιορίζουν τα πολιτικά δεδομένα. Και τούτο γιατί η χώρα, για πρώτη φορά βρίσκεται σε τόσο κρίσιμο σταυροδρόμι πολιτικών και εθνικών «καταστάσεων». Συνεπώς υπ’ αυτές τις συνθήκες το «παρόν πολιτικό σύστημα» προκειμένου να υπηρετήσει τις ανάγκες διακυβέρνησης αλλά και αντιπολίτευσης, επιβάλλεται να αποβάλει λαϊκισμούς και να προσχωρήσει στην ανάγκη ανανεωμένου (σύγχρονου) πολιτικού λόγου, με τεκμηρίωση και χαρτογράφηση των συνεπειών των όποιων πολιτικών προτάσεων. Παραλλήλως οφείλει να δημιουργήσει όλες εκείνες τις συνθήκες ώστε αλγεινά φαινόμενα παθογένειας αφενός να μην επαναληφθούν και αφετέρου να καταργηθούν.
Ας εστιάσουμε αρχικώς στην ανάγκη του πολιτικού λόγου, με τα εξής:
Σε επίπεδο πολιτικής επιστήμης, αλλά και νομικής επιστήμης, κυριαρχούν κυρίως δύο όροι: ο όρος «κοινωνικό συμβόλαιο» και ο όρος «μανιφέστο». Δια του «μανιφέστου» δε, υπ’ όψιν ότι επιδιώκεται να ιδρυθεί νέα έννομη τάξη. Και τούτο γιατί, από άποψη πολιτικής και νομικής επιστήμης οι επαναστάσεις ιδρύουν δίκαιο.
Ωστόσο, στη σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη τάξη πραγμάτων τόσο ο όρος «κοινωνικό συμβόλαιο» όσο και ο όρος «μανιφέστο», φαίνεται να έχουν «καταργηθεί» και να αντικαθίστανται με το γενικό όρο «αφήγημα». Ο όρος όμως «αφήγημα» αφορά και περιγράφει μια συγκυριακή τοποθέτηση, αφορά προχειρότητα πολιτικών και κυρίως χαρακτηρίζεται από πολιτική σκοπιμότητα. Και για να ακριβολογούμε, αφορά «κομματική σκοπιμότητα», δηλαδή τη σκοπιμότητα της κοινοβουλευτικής επιβίωσης και το χειρότερο για την πολιτική, τον «επαγγελματισμό της πολιτικής».
Στο σύγχρονο πολιτικό λόγο καθιερώνεται το νέο δόγμα που αφορά δύο όρους. Ο ένας όρος εξαντλείται στο «αφήγημα» που προαναφέραμε και ο άλλος όρος στον «ορισμό της πολιτικής». Ως προς το «αφήγημα» ήδη, με το παρόν κείμενο δίδονται επιγραμματικώς οι εξηγήσεις της «αποστολής του».
Ως προς τον «ορισμό» όμως «της πολιτικής», επιδιώκεται να επικρατήσει η άποψη ότι: «πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού». Ωστόσο, θα πρέπει τα άτομα και οι κοινωνίες να αντιληφθούν ότι: πολιτική δεν είναι η τέχνη του εφικτού, αλλά ότι η πολιτική αφορά στη δημιουργία συνθηκών ώστε το ανέφικτο να καταστεί εφικτό. Αυτό τον όρο υποστηρίζει αδιστάκτως ο γράφων.
Σε σχέση δε με τον όρο που υποστηρίζει ο γράφων ως «ορισμό της πολιτικής», και εφόσον ο τίτλος του παρόντος κειμένου είναι «η παθογένεια του πολιτικού μας συστήματος», επιβάλλεται να καταγραφούν τα παρακάτω επ’ ευκαιρία της πρόσφατης διαδικασίας που αφορά στην «κρίση» για τη σύνθεση της «οικείας Επιτροπής της Βουλής», με επίκεντρο την εξαίρεση των κ.κ. Δημήτρη Τζανακόπουλου και Παύλου Πολάκη ως ανακριτών και ως μαρτύρων.
Ας εστιάσουμε όμως στην πρόσφατη «κρίση» που δημιουργήθηκε για τη συμμετοχή ή όχι των προαναφερομένων δύο εκπροσώπων του ΣΥΡΙΖΑ στην «οικεία Επιτροπή της Βουλής». Το σχιζοφρενικό της υπόθεσης είναι ότι και οι δύο πλευρές έχουν κατ’ αρχήν δίκιο: Η ΝΔ ορθώς υποστηρίζει ότι εφόσον τα συγκεκριμένη μέλη της Επιτροπής θα είναι και μάρτυρες, κατ’ αναλογία της Ποινικής Δικονομίας δεν πρέπει να μετέχουν, και από την άλλη ο ΣΥΡΙΖΑ ορθώς υποστηρίζει ότι το κόμμα υποδεικνύει τους εκπροσώπους του. Αμφότερα δηλαδή τα επιχειρήματα έχουν τη «λογική τους».
Ωστόσο, η σύνθεση της οικείας Επιτροπής αφενός στηρίζεται σε εσφαλμένη και αντισυνταγματική προϋπόθεση που καταργεί τη διάκριση των λειτουργιών και αφετέρου προσβάλει την υποχρέωση για την επιβαλλόμενη αυτοεξαίρεση όλων των μελών της ως Προανακριτικής Επιτροπής! Και τούτο διότι:
Εάν υποτεθεί ότι ο υποστηρίζων την κατηγορία ή ο αμυνόμενος της κατηγορίας σχετίζεται με τον Ανακριτή της τακτικής Δικαιοσύνης, το φυσικό Δικαστή ή τον Εισαγγελέα, επιβάλλεται εάν δεν υπάρξει αυτοεξαίρεση, να ζητηθεί η εξαίρεσή του συγκεκριμένου λειτουργού, Εισαγγελικού ή Δικαστικού, λόγω «έχθρας» ή «συμπάθειας».
Η παθογένεια αυτή δεν πρέπει να διαιωνίζεται. Και για να είμαστε έντιμοι η ευθεία αντίρρηση του ΜέΡΑ25 περί μη συμμετοχής του καν στην Επιτροπή, είναι μια αχτίδα φωτός ότι στο πολιτικό σύστημα πρέπει να υπάρξει αντίσταση μη διαιώνισης μιας ανεπίτρεπτης παθογένειας.
* Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ανώτατα Ακυρωτικά Δικαστήρια της Ελλάδας και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου (ECHR και GC- EU).
Η επίσκεψη του Σι Τζινπινγκ και ο «Νέος Δρόμος του Μεταξιού»: Μέχρι που θα το πάει η Κίνα;