«Να έχω έτσι καλόν αρφόν τζιαί να μεν το ξέρω;»: Ιδού ποιος ήταν πραγματικά ο Μακάριος! Η συγκλονιστική μαρτυρία της Μαρίας Χατζηκλεάνθους

Ο πρώτος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Φωτογραφία ΓΤΠ, PIO




ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΗΛΙΑΔΗ

Τον τελευταίο καιρό παρατηρείται μια χωρίς προηγούμενο έξαρση αντιμακαριακής προπαγάνδας.

Ό,τι πραγματικό, φανταστικό, εξωφρενικό και σουρεαλιστικό έχει ποτέ καταλογιστεί στον Μακάριο, εμφανίστηκε ξαφνικά σε τηλεοπτικές και διαδικτυακές σελίδες, σε μια προσπάθεια να τον δυσφημίσουν, να προσβάλουν τη μνήμη του.

Έχουν περάσει σχεδόν 50 χρόνια από το θάνατό του και οι περισσότεροι από τους κατήγορούς του, παρόλο που δεν τον γνώρισαν, για να έχουν προσωπική αντικειμενική γνώση, εντούτοις διατηρούν ισχυρή άποψη για το ποιος ήταν ο Μακάριος, άποψη την οποία αναπαράγουν φανατικά και εμμονικά.

Όχι εξαιτίας, αλλά με αφορμή σειρά εκπομπών του “Omega”, όπου επιχειρείται η δαιμονοποίηση του αείμνηστου Aρχιεπισκόπου και Προέδρου, αποφάσισα να δώσω τη μαρτυρία μου, για το ‘‘ποιος ήταν πραγματικά ο Μακάριος’’.

Έχω προσωπική γνώση και εμπειρία, και θα μπορούσα να γράψω ολόκληρους τόμους για να περιγράψω την ποιότητα του ανθρώπου και το μεγαλείο του.

Αλλ’ επειδή είμαι εξ εκείνων, που πιστεύουν ότι ο χαρακτήρας και η ψυχή ενός ανθρώπου κτίζονται και δημιουργούνται στα πρώτα χρόνια της ζωής του, θα περιοριστώ σε δυο αποσπάσματα από αφήγηση της αδελφής του Μακαρίου, σε συνέντευξη που μου παραχώρησε το 1991, που δείχνουν εξ απαλών ονύχων ποιος ήταν ο Μακάριος.

Τι είπε η Μαρία Χατζηκλεάνθους

Αφηγείται η Μαρία Χατζηκλεάνθους: «Τον Μακάριο τον εγνώρισα όταν ήμουν εφτά χρόνων. Εκείνος ήταν δεκαεφτά. Ήταν μια μέρα που επρόσεχα τες αίγες στες μάντρες. Μαζί μου ήταν και ο αδερφός μου ο Γιακουμής. Ξαφνικά βλέπω μπροστά μου έναν καλοΐριν με τη βράκα. Με επλησίαζε λέγοντάς μου:

“-Έλα πουλάκι μου, έλα· κι εγώ είναι για ’σένα που ήρθα”.

Έμεινα και τον έβλεπα, χωρίς να λέω τίποτε. Πετάσσεται τότε ο Γιακουμής και μου λέει: “-Κόρη, εν τζιαι τούτος αρφός μας…”.

Εν τω μεταξύ, το καλοΐριν με επλησίαζε όλον και πιο πολύ. Εκρατούσε στο ένα χέρι ένα καλάθι με μανταρίνια και πορτοκάλια.

“-Είμαι αδερφός σου!…” μου λέει.

“-Όχι…”, του λέω εγώ, “…αδερφός μου έν ο Γιακουμής”.

Ήμουν πολύ ταραγμένη. Ώσπου να καλμάρω, χωρίς να το καταλάβω, εμπήκαμε μέσα στη μάντρα κι εκάτσαμε. Εκάτσαμε σε κάποια απόσταση και ο Μακάριος ερχόταν σιγά σιγά κοντά μου. Εμένα το βλέμμα μου ήταν μέσα στο καλάθι. Πρώτη φορά έβλεπα μανταρίνια και πορτοκάλια. Τα έβλεπα και κοκκίνιζα. Ο Μακάριος έβαλε το καλάθι μπροστά μου και μου είπε: “-Έλα πουλάκι μου, έλα…” κι έπιασε το χέρι μου και το χάιδευε, τρυφερά, πολύ τρυφερά.

Ένιωσα να πιάνεται το στομάχι μου… Έλεγα μέσα μου:

“-Πράγματι έν αρφός μου τούτος;”.

Ο Μακάριος εσυνέχιζε να μου χαιδεύει το χέρι και να μου λέει διάφορες ιστορίες, για τον Κύκκο, για την εκκλησία, για τους πολυελαίους, για το τι γίνεται εκεί το Δεκαπενταύγουστο, για το παναΰρι…

“-Το Δεκαπενταύγουστο θα έρθω να σε πάρω, να δεις την εκκλησία, τους ασημένιους πολυελαίους, να δεις τι ωραία πράγματα έχει το μοναστήρι…”.

Μου εμιλούσε και μου εκρατούσε συνέχεια το χέρι. Μου το εκρατούσε με τόση αγάπη και τρυφερότητα, που …εγώ έτσι πράμαν, δεν εξανάνιωσα! Ούτε από τους δικούς μου, ούτε από ξένους. Το στομάχι μου ήταν σαν το κουβάρι και τον εκοίταζα, τον εκοίταζα συνέχεια. Όμως ο νους μου ήταν στα πορτοκάλια. Ο Μακάριος το κατάλαβε από τα βλέμματα που έριχνα στο καλάθι. Άρχισε τότε να τα βγάζει από το καλάθι και να λέει: “-Δυο μανταρίνια στη Μαρία, ένα στο Γιακουμή… Δυο πορτοκάλια στη Μαρία, ένα στο Γιακουμή…”.

Εκείνη την ώρα εσυγκινήθηκα. Λέω μέσα μου:

-Να έχω έτσι καλόν αρφόν τζιαί να μεν το ξέρω; Να τον βλέπω για πρώτη φορά;…”.

Τότε εθύμωσα. Εθύμωσα με το Γιακουμή, που δεν μου είχεν πει τίποτε. Εκοντοσυνάχτηκα δίπλα του κι ο Μακάριος μου έλεγε διάφορες ιστορίες.

Εν τω μεταξύ, έπρεπε να πούμε από την αρχή, ότι ο Μακάριος ήρθε εκεί με τον Χρυσόστομο. Επήγαιναν με τες μούλες στη Χρυσορογιάτισσα και τον άφησεν εκεί να μας δει. Εκάθησε μαζί μας δυο τρεις ώρες, ώσπου να πάει ο Χρυσόστομος στη Χρυσορογιάτισσα και να επιστρέψει. Σαν εμιλούσαμεν, λοιπόν, ακούσαμε ένα σφύριγμα. Ήταν ο Χρυσόστομος, που τον ειδοποιούσε για να φύγουν. Το κλάμα που έκαμα δεν περιγράφεται. Όταν με είδε να κλαίω, μου είπε: “-Μην κλαίς πουλάκι μου και θα ξανάρθω”. Εγώ …τίποτε· κλάμα!…

Ο Μακάριος άρχισε να προχωρά σιγά σιγά και εκοίταζε συνέχεια πίσω του και με έβλεπε που έκλαια. Έκλαια με λυγμούς. Τι να σας πω;… Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι ένιωθα. Ένιωθα την αγάπη του, την ώρα που μου εκρατούσε το χέρι και με εκοίταζε στα μάτια… Κι έκλαια. Απόκτησα έναν αδερφό μέσα σε δυο ώρες, που μου έδειξε τόση αγάπη και τόση τρυφερότητα. Δεν ημπορούσα να σταματήσω το κλάμα, ούτε κι όταν εξαφανίστηκε με τον Χρυσόστομο. Από τότε, μέχρι που τον ξαναείδα, όποτε τον θυμόμουν, έκλαια…

Τον ξαναείδα μετά από έξι μήνες.

Ο Μακάριος ήταν τότε δεκαεφτά χρονών κι εγώ εφτά».

Η δεύτερη αφήγηση της Μαρίας

«Όταν επέθανεν η μάνα μας, εγώ ήμουν έξι μηνών και ο Μακάριος δέκα χρονών. Από τότε με αγαπούσε πάρα πολύ. Την ημέρα που επέθανεν η μάνα μας, ο Μακάριος με πήρε στην αγκαλιά του και περπατώντας προς τα αλώνια προσπαθούσε να με κοιμίσει, διότι στο σπίτι μας οι γυναίκες του χωριού μοιρολογούσαν τη μάνα μου.

Εγώ όμως δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Επεινούσα κι ήθελα γάλα. Ο Μακάριος με πήρε μέχρι τα αλώνια και μετά από πολλές ώρες κουράστηκα κι αποκοιμήθηκα.

Όταν, λοιπόν, αποκοιμήθηκα με πήρε πίσω στο σπίτι. Μόλις μπήκε μέσα και τον είδαν οι γυναίκες κι εμένα κοιμισμένη στην αγκαλιά του, άρχισαν τα μοιρολόγια και με ξύπνησαν. Τότε λέει μια από τις γυναίκες:

  • “-Αφήστε την πάνω στο κρεβάτι να δούμε αν καταλαβαίνει πως η μάνα της έν πεθαμένη…”. Με άφησαν πάνω στο κρεβάτι κι εγώ αμέσως άρχισα να ψάχνω το στήθος της για να θηλάσω. Όταν με είδαν οι γυναίκες άρχισαν να κλαίνε πιο δυνατά. Τότε ο Μακάριος, δέκα χρονών όλος κι όλος, με άρπαξε και κρατώντας με αγκαλιά έτρεξε προς το δρόμο των αλωνιών.

Βρήκε μια γνωστή του γυναίκα, που είχε μια κόρη συνομήλικη μου και της ζήτησε να με θηλάσει. Εκείνη αρνήθηκε. Ξαναβγήκε στο δρόμο, βρήκε άλλη γυναίκα και της ζήτησε να με θηλάσει.

Εκείνη του είπε: “-Φέρ’ το, γιε μου, το μωρό να το βυζάσω γιατί πεινά…”. Με θήλασε κι εγώ αποκοιμήθηκα αμέσως. Με έβαλε τότε εκείνη η γυναίκα σ’ ένα κρεβάτι κι ο Μακάριος έκατσε και με επρόσεχε μέχρι να ξυπνήσω.

Αυτά μου τα διηγήθηκε αργότερα ο ίδιος».

  • Τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν απαραίτητα τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΕΔΩ, ΟΙ ΓΝΩΜΕΣ ΕΔΩ, ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ ΕΔΩ

ΟΛΑ ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΕΔΩ – ΓΙΑ ΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΑΜΥΝΑΣ ΕΔΩ

 

Vox Populi, Vox Dei! Φωνή λαού, φωνή Θεού! Μέγα πρόβλημα η αλλαγή Καταστατικού της Εκκλησίας της Κύπρου (video)

Ακολουθήστε τη HELLAS JOURNAL στη NEWS GOOGLE

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: