Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Φωτογραφία από την ιστοσελίδα του Δικαστηρίου, via INTERNATIONAL COURT OF JUSTICE
Του ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΑΤΣΟΥΦΡΟΥ, Huffington Post
Αμέσως μετά την επανεκλογή του, ο Πρόεδρος Tayyip Erdoğan επιβεβαιώνει με νέες δηλώσεις του -παρά τις αλλαγές προσώπων στα νευραλγικά υπουργεία Εξωτερικών και Άμυνας- την συνέχιση της ίδιας πολιτικής στις εξωτερικές σχέσεις της Τουρκίας με την Ελλάδα, αναφερόμενος και πάλι προκλητικά στην Γαλάζια Πατρίδα.
Ως εκ τούτου, οι τελευταίες «παραινέσεις» του Τούρκου τ. ΥΠΕΞ Mevlüt Çavuşoğlu προς την Ελλάδα, πριν παραδώσει την σκυτάλη στον διάδοχό του, διατηρούν στο ακέραιο την σημασία τους.
Ο πρώην Τούρκος ΥΠΕΞ επαναλαμβάνει για πολλοστή φορά την πρόταση-παγίδα για συζήτηση του συνόλου των εγειρόμενων από την Άγκυρα ζητημάτων σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο, χωρίς να αποκλείει την από κοινού με την Αθήνα προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο (ΔΔ). Η «φιλική» αυτή πρόταση ενέχει τον εμφανή κίνδυνο της αναγνώρισης, διά της αποδοχής της από την Ελλάδα, των ζητημάτων αυτών ως υπαρκτών.
Όπως μας διδάσκει η ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων, η τελική επίλυση των εκκρεμών αυτών ζητημάτων από το ΔΔ θα παραπεμφθεί μετά βεβαιότητος εις τας καλένδας. Οι πολυπαθείς αυτές σχέσεις συνίστανται σε συνεχείς πιέσεις και υπαναχωρήσεις της γείτονος από την (επ)αναλαμβανόμενη κάθε φορά αόριστη δέσμευσή της για προσφυγή στην Χάγη. Παράλληλα διευρύνεται ολοένα και περισσότερο ο κατάλογος του τουρκικού «μενού».
Το υπενθυμίζει σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Παραπολιτικά της 14ης Απριλίου 2023 ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος επισημαίνει ότι το βασικό ζήτημα εδώ και πολλές δεκαετίες δεν είναι άλλο από την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, προσθέτοντας με νόημα ότι προϋπόθεση για να συζητηθεί επί της ουσίας η διαφορά αυτή είναι να μην προστίθενται στο τραπέζι από την πίσω πόρτα ή ενδεχομένως και από την κυρία είσοδο θέματα τα οποία «καμία Ελληνική κυβέρνηση δεν θα μπορούσε ποτέ να διανοηθεί να συζητήσει με την Τουρκία».
Γεγονός είναι ότι, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των επερχόμενων εθνικών εκλογών, η Ελλάδα τηρεί διαχρονικά και διακομματικά την ίδια στάση στις σχέσεις της με την Τουρκία. Έχει ως πυξίδα της το διεθνές δίκαιο και ως σταθερά της ότι η μόνη μεταξύ τους διαφορά συνίσταται στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ (για εκτενέστερη ανάλυση παραπέμπω στο προηγούμενο σημείωμά μου της 3ης Μαΐου 2023).
Είναι πλέον καιρός ορισμένοι ειδήμονες να αντιληφθούν και να διακρίνουν δύο αλληλεπιδρώμενα αυτονόητα. Το ποιες διαφορές συζητούμε με τους Τούρκους αφορά την ουσία, ενώ το πώς τις επιλύουμε αφορά την διαδικασία. Το καθένα έχει το δικό του ειδικό βάρος.
Σε μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις του ως ΥΠΕΞ στην εφημερίδα Το Βήμα της 23ης Απριλίου 2023, ο Νίκος Δένδιας υπαινίσσεταιτην ανάγκη επανεξέτασης της διαδικασίας των διερευνητικών επαφών η οποία συνεχίζεται επί μακρόν άνευ ουσιαστικού αποτελέσματος.
Χωρίς αυτό να σημαίνει αλλαγή των πάγιων ελληνικών θέσεων, οφείλουμε, κατά τον Έλληνα ΥΠΕΞ, για την επίτευξη ειρηνικών λύσεων στην βάση του διεθνούς δικαίου, να αξιοποιήσουμε «κάθε παράθυρο ευκαιρίας προς αυτή την κατεύθυνση».
Ερχόμενος στην Συνθήκη του 1930 και στα έννομα αποτελέσματά της σε σχέση με το ανακοινωθέν, ο δικαστής Tarazi υπενθυμίζει κατ’ αρχάς ότι το άρθρο 21 της Συνθήκης του 1930 προβλέπει ότι, σε περίπτωση μη ευόδωσης της διαδικασίας συνδιαλλαγής, τα μέρη έχουν την δυνατότητα να στραφούν στο Διαρκές Δικαστήριο Διεθνούς Δικαιοσύνης (ΔΔΔΔ, σημερινό ΔΔ).
Εν κατακλείδι, συνάγει τα ακόλουθα συμπεράσματα:
πρώτον, το κοινό ανακοινωθέν επιβάλλει στα δύο μέρη την νομική υποχρέωση να διαπραγματευθούν το αναγκαίο για την υποβολή της διαφοράς τους στο ΔΔ συνυποσχετικό
δεύτερον, μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας ανέκυψε νομική διαφορά λόγω του ότι η δεύτερη αρνήθηκε να αναγνωρίσει οποιαδήποτε έννομο αποτέλεσμα στο ανακοινωθέν, και
τρίτον, η επίμαχη Συνθήκη του 1930 προβλέπει αρχικά την από κοινού ή μονομερή προσφυγή στην συνδιαλλαγή (άρθρα 7 έως 19) και, σε περίπτωση μη ευόδωσής της, την δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στο ΔΔΔΔ/ΔΔ, εφόσον πρόκειται για νομική διαφορά, οπότε εφαρμόζεται υποχρεωτικά το διεθνές δίκαιο (άρθρο 21, σε συνδυασμό με το άρθρο 23 της Συνθήκης του 1930).
Επειδή, με βάση τα προεκτεθέντα, η ελληνοτουρκική διαφορά έχει εξαρχής και πρωτίστως επί της ουσίας μεν ως αποκλειστικό αντικείμενο την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ στο Αιγαίο με βάση το διεθνές δίκαιο, διέπεται δε επί της διαδικασίας από το κοινό ανακοινωθέν του 1975 και από την Συνθήκη του 1930, η Ελλάδα οφείλει να καλέσει αμελλητί δια της διπλωματικής οδού την Τουρκία να συμφωνήσουν, λόγω της αμοιβαίας και απορρέουσας από το κοινό ανακοινωθέν του 1975 δέσμευσής τους, στην σύναψη του συνυποσχετικού το οποίο απαιτείται για την υποβολή στην κρίση του ΔΔ της μοναδικής αυτής διαφοράς τους.
Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης εκ μέρους της γείτονος, επιβάλλεται η άμεση ενεργοποίηση από την Ελλάδα των πάντοτε εν ισχύι συναφών διατάξεων της Συνθήκης του 1930, αρχικά μεν για την σύσταση της ειδικής επιτροπής συνδιαλλαγής, την τήρηση της σχετικής διαδικασίας και, σε περίπτωση διαφωνίας, την άσκηση μονομερούς προσφυγής της Ελλάδας στο ΔΔ, όπως προανέφερα.
Η αποτυχία του έργου της επιτροπής συνδιαλλαγής προδικάζεται ως δεδομένη λόγω της αδιάλλακτης τουρκικής στάσης αλλά και επειδή ο ρόλος της επιτροπής είναι στην πραγματικότητα ενδιάμεσος και μεταβατικός λόγω της προβλεπόμενης δυνατότητας των μερών να αμφισβητήσουν κατά το δοκούν και ελευθέρως το αποτέλεσμα της συνδιαλλαγής.
Κατόπιν τούτου, ο μόνος ασφαλής λιμένας είναι η δικανική κρίση του ΔΔ, το οποίο καθίσταται αυτομάτως πλέον αρμόδιο να επιληφθεί της διαφοράς, χωρίς να απαιτείται καν η συναίνεση της Τουρκίας για την σύναψη συνυποσχετικού.
Το γεγονός ότι η Αθήνα δεν εκμεταλλεύθηκε την μοναδική αυτή ευκαιρία επί σχεδόν μία πεντηκονταετία -λόγω της δαιμονοποίησης και της περιέλευσης στην απόλυτη λήθη της απόφασης του ΔΔ της 19ης Δεκεμβρίου 1978, χωρίς οποιαδήποτε σοβαρή ανάλυση των πολλών θετικών σημείων της- δεν αναιρεί την σπουδαιότητα του εγχειρήματος, έστω και όψιμα. Με την ενεργοποίηση της σχετικής διαδικασίας, πίπτει στο κενό η απόπειρα παγίδευσης της Ελλάδας στην νομιμοφανή τουρκική πρόταση για δήθεν παραπομπή στο ΔΔ όλου του φάσματος των κατά την τουρκική άποψη ελληνοτουρκικών διαφορών.
Η αναμενόμενη τουρκική κωλυσιεργία σχετικά με την δικαστική επίλυσή τους, θα οδηγούσε στα γνωστά αδιέξοδα ενός φαύλου κύκλου, αλλά και κυρίως στην πανηγυρική αναγνώριση από την Ελλάδα του συνόλου των προτεινόμενων από την γείτονα εκκρεμών νομικών ζητημάτων. Πρόκειται για τον ευσεβή τουρκικό πόθο με αποκλειστικό σκοπό να συρθεί η Ελλάδα στην διμερή επίλυσή τους σε πολιτικό επίπεδο με βάση τα εθνικά και ζωτικά συμφέροντα της γείτονος και όχι σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο της θάλασσας, όπως επιβάλλει ο νομικός χαρακτήρας της διαφοράς.
Ολοταχώς λοιπόν προς την κινητοποίηση του Ελληνικού ΥΠΕΞ για την ενεργοποίηση του μηχανισμού «κοινό ανακοινωθέν του 1975 + Σύμφωνο του 1930» με στόχο τον απεγκλωβισμό του νομικού ζητήματος της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ στο Αιγαίο διά της υποβολής του στο ΔΔ και την διά της κρίσης του αυτόματη κατάρρευση των τουρκικών μυθευμάτων.