Στο Μουσείο Noguchi της ρευστής ύλης: Φαίνεται ξεκάθαρα ότι οι βασαλτικοί όγκοι έχουν μάτια και σε κοιτάζουν!

Φωτογραφία Νάντια Φώσκολου




Της ΝΑΝΤΙΑΣ ΦΩΣΚΟΛΟΥ, ΤΑ ΝΕΑ

Εισερχόμενη στον χώρο του Noguchi, γρήγορα συνειδητοποιώ ότι το μουσείο έχει συλληφθεί ως ένα εύρυθμο, ρέον «σπίτι» όπου υπάρχουν τα έργα. Γλιστρώντας μέσα στις ελάχιστα διαχωριζόμενες αίθουσες, έχεις την εντύπωση ότι βρίσκεσαι στον ιδιωτικό χώρο των γλυπτών, εκεί όπου ζουν κι αναπνέουν.

Ταυτόχρονα όμως νιώθεις απόλυτα ευπρόσδεκτος –νομίζεις ότι τα γεωμετρικά πλάσματα έχουν βάλει τα καλά τους, έχουν γυαλίσει τα πατώματα κι έχουν ανάψει τους πιο εξαίσιους φωτισμούς για να υποδεχτούν με θέρμη τον επισκέπτη. Αν και είσαι σπίτι τους, ανήκεις κι εσύ εκεί!

«Αφανής» οικοδεσπότης είναι ο Αμερικανοϊάπωνας Isamu Noguchi (1904-1988), ένας από τους κορυφαίους γλύπτες του 20ου αιώνα. Μετέτρεψε ο ίδιος το πρώην εργοστάσιο του Κουίνς (ενός εκ των πέντε διαμερισμάτων της Νέας Υόρκης) σε μουσείο-κήπο.

Το Μουσείο Noguchi, όπου όλα μοιάζουν τόσο απλά και φυσικά, τόσο αρμονικά, εγκαινιάστηκε το 1985. Και βέβαια δεν υπάρχει τίποτα πιο δύσκολο από το «απλό και φυσικό»: ο διεθνιστής καλλιτέχνης, με την πλούσια δραστηριότητα που καλύπτει ευρεία γκάμα τεχνοτροπιών και αισθητικών γραμμών, και που, πέραν της γλυπτικής, εκτείνεται στην αρχιτεκτονική και το ντιζάιν, χρειάστηκε έντεκα χρόνια για να ανοίξει τις πόρτες του «σπιτιού» του στο κοινό.

Ένα ισχυρό ρεύμα σε οδηγεί ανάλαφρα αλλά αποφασιστικά ανάμεσα στα έργα, από το ένα επίπεδο στο άλλο, σαν αόρατα νήματα να κρατάνε το σώμα σου σε κίνηση, τις αισθήσεις σου σε εγρήγορση και την ψυχή σου σε ανάταση. Μη θαρρείς όμως ότι ο κόσμος εδώ είναι πάντα μαλακός. Στον ίδιο πολιτισμό ανήκουν οι εύθραυστες τέχνες Ικεμπάνα και Μπονσάι –ύμνος στην ποίηση της φύσης και στη μικρογραφία-, αλλά και το Χαρακίρι, όπου πρέπει, με αντίστοιχη επιδεξιότητα, να χώσεις στεγνά το μαχαίρι βαθιά στα σωθικά σου.

Μόλις μπεις στο μουσείο, βρίσκεσαι σ’ένα ψηλοτάβανο ημι-υπαίθριο τσιμεντένιο ισόγειο που θυμίζει κάτι μεταξύ πιλοτής ελληνικής πολυκατοικίας και οικοδομής. Βράχινοι καφέ-γκρι όγκοι ακαθόριστων σχημάτων, φέροντας κάποιες «παρεμβολές» (τομές, οπές, κούρμπες, νεροφαγώματα, μεταλλικές «εισβολές»), στέκονται διάσπαρτοι, ενίοτε ζευγαρωμένοι με τοξωτά αυτόφωτα αντικείμενα, ενώ από τα ανοίγματα ψηλά στους τοίχους βλέπεις μια λωρίδα ουρανού.

Τα πουλιά έξω φτερουγίζουν και τιτιβίζουν τόσο δυνατά που αναρωτιέμαι αν πρόκειται για αληθινά πουλιά ή για ηχητική εγκατάσταση. Η μυρωδιά των τσιμεντόλιθων και η δροσιά του βράχου διεγείρουν τις αισθήσεις και τη μνήμη, δημιουργώντας έναν καθαρτήριο προθάλαμο για τον επισκέπτη. Αν έχεις δε καταγωγή και από Κυκλάδες, νομίζεις ότι είσαι κάπου ανάμεσα σε λατομείο και σε αρχαίο ιερό.

Βέβαια ο καθαρμός και οι αιγαιοπελαγίτικοι συνειρμοί είχαν ξεκινήσει λίγο νωρίτερα, αφού επέλεξα να έρθω στο Κουίνς με το φέρι από το Μανχάτταν. Μπορεί η διαδρομή να είναι ούτε δέκα λεπτά, όμως το κύμα και η θαλασσινή αύρα (ναι, τα νερά του Ηστ Ρίβερ είναι αλμυρά!) αρκούν για να δώσουν στην εξόρμησή σου τη γεύση αληθινής εκδρομής –και να σε προθερμάνουν για έκσταση.

  • ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΤΟΥΝΤΙΟ

Μαθαίνουμε ότι οι σωλήνες φωτός που «συνοδεύουν» τα έργα από βασάλτη στην είσοδο, καθώς και άλλα αντικείμενα σπαρμένα στο μουσείο, είναι παρεμβάσεις του στούντιο ντιζάιν Objects of Common Interest των Ελένης Πεταλωτή και Λεωνίδα Τραμπούκη,  το οποίο δραστηριοποιείται μεταξύ Νέας Υόρκης και Ελλάδας. Σημειωτέον ότι ο Noguchi διατηρούσε όλη του τη ζωή δεσμούς με την Ελλάδα, τον πολιτισμό της και τους ανθρώπους της.

Στις επόμενες αίθουσες, οι σπουδές πάνω σε υλικά, σχήματα, οπτικές, συνθέσεις και αντιπαραθέσεις είναι αμέτρητες, κι όμως, σε όποιο έργο κι αν αφιερώσεις την προσοχή σου, συναντάς τη δύναμη της γεωμετρίας και της υφής. Kαι μια παράξενη σοφία. Και συχνά χιούμορ.

Ξεχωρίζουν οι λαχταριστά λείες επιφάνειες που μόλις κρατιέσαι να μην αγγίξεις, όπως το «Μαγικό Δαχτυλίδι» (1970), μια «τεμαχισμένη» καμπύλη από περσικό μάρμαρο με κοκκινωπά και κρεμ νερά, κουλουριασμένη στο δάπεδο. Παραδίπλα, ο «Ήλιος τα Μεσάνυχτα» (1973), ένας όρθιος κύκλος από μαύρο γρανίτη, μαγνητίζει τον επισκέπτη. Το ύψους δύο μέτρων πλαίσιο, που θα περιέγραφα ως «φιδίσιο παράθυρο», τιτλοφορείται τελικά «Το Κενό» (1970) και είναι καμωμένο από πορτογαλικό μάρμαρο Rose Aurora (οι ονομασίες των υλικών είναι ένα παράλληλο ποίημα).

Σπάνια έχω νιώσει τόσο άνετα «εγκατεστημένη» όσο στο ξύλινο παγκάκι του κήπου, όπου έφτασα χωρίς καν να συνειδητοποιώ πώς. Στο κέντρο δεσπόζει ένα μεγαλοπρεπές, αγέρωχο δέντρο, που κρατάει ακόμη κάποια από τα φύλλα του (είναι Νοέμβριος). Το χοντρό χαλίκι κάτω από τα πόδια μου, ανακατεμένο με τα πεσμένα φύλλα, με συνδέει με τις διογκωμένες ρίζες του δέντρου αλλά και με τα πέτρινα «πλάσματα» τριγύρω.

Ένα σύμπλεγμα από τέσσερις γκρίζους στρογγυλωπούς «αγκαλιασμένους» βράχους γεννά μια αίσθηση ασφάλειας και μου θυμίζει και πάλι τα πατρογονικά εδάφη. (Βέβαια τα βράχια εδώ είναι μικρότερα από εκείνα στο σεληνιακό τοπίο του Βώλακα της Τήνου.) Εγείρεται το αιώνιο ερώτημα: «Τα κυκλαδίτικα βράχια είναι που μοιάζουν με γλυπτά ή τα γλυπτά είναι που μιμούνται τα κυκλαδίτικα βράχια;»

Κατευθυνόμενη προς την έξοδο, επιστρέφω στον τσιμεντένιο προθάλαμο. Είναι πλέον η μαγική ώρα του σούρουπου και τα πουλιά χαλάνε τον κόσμο.

Το φως έχει αλλάξει (και ίσως κι εγώ), και τώρα μου φαίνεται ξεκάθαρα ότι οι βασαλτικοί όγκοι έχουν μάτια και σε κοιτάζουν! Σαν τους «Σκλάβους» του Μιχαήλ-Αγγέλου, μοιάζουν έτοιμοι να αναδυθούν από την πέτρα, να πάρουν την πλήρη μορφή τους. Αν και στήλες, περικλείουν κίνηση –όπως ολόκληρο ετούτο το σπίτι των ρευστών ορίων.

Νάντια Φώσκολου (www.nadiafoskolou.nyc) είναι θεατρική σκηνοθέτρια με έδρα τη Νέα Υόρκη.

Άγαλμα γυναικός σε φυσικό μέγεθος με ποδήρη χιτώνα βρέθηκε στην αρχαία Επίδαυρο

Ακολουθήστε τη HELLAS JOURNAL στη NEWS GOOGLE

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: