File Photo: Ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκος Μητσοτάκης ασκεί το εκλογικό του δικαίωμα. ΑΠΕ-ΜΠΕ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΒΛΑΧΟΣ
Τα µηνύµατα που εκπέµπουν άµεσα ή έµµεσα ορισµένοι από τους πολιτικούς (ουκ ολίγοι, δυστυχώς) των µεγάλων κοµµάτων στον δρόµο προς τις κάλπες της 7ης Ιουλίου ηχούν, αν µη τι άλλο, προβληµατικά όχι τόσο για τους ιδίους, ψυχαναλυτικά µιλώντας, αλλά πολύ περισσότερο για το πολιτικό µέλλον της χώρας, την οποία εκείνοι κυβέρνησαν ή ορέγονται να κυβερνήσουν.
Η άρνηση (της πραγµατικότητας), η έπαρση και η (εκτός πραγµατικότητας) αλαζονεία, ο ρεβανσισµός και η κακία θα έπρεπε να µας προβληµατίζουν… από όπου και αν προέρχονται.
Εκεί, στο πρώην ΠΑΣΟΚ, από την άλλη, κάποιοι προφανώς θεωρούν ότι έγιναν ξανά το κέντρο του κόσµου, πολιτικά µιλώντας. Πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς το γεγονός ότι συµπεριφέρονται σαν να κέρδισαν τις εκλογές, λες και όλα ξαφνικά εξαρτώνται και πάλι από εκείνους και τις εσωτερικές διεργασίες τους.
Αλλά και στη Νέα ∆ηµοκρατία, εν όψει της επερχόµενης εκλογικής επικράτησης, πολλοί πια δεν κρατιούνται… Εχουν βγάλει τις µασέλες µε τους κυνόδοντες και ετοιµάζονται να «φάνε» οτιδήποτε αν τρώγεται: αξιώµατα, ανταγωνιστές, κοµµατικούς εχθρούς, οικονοµικά οφέλη, αποφάσεις παρελθουσών κυβερνήσεων κ.ά., παίρνοντας παράλληλα εκδίκηση για όσα προηγήθηκαν.
Για τους νικητές, ωστόσο, η ευκαιρία έφτασε. Η ελληνική (Κεντρο) ∆εξιά καλείται πλέον να αναλάβει τα βάρη της διακυβέρνησης (ενδεχοµένως ακόµη και σε συνθήκες αυτοδυναµίας) σε µια µεταµνηµονιακή περίοδο έµπλεη εθνικών προκλήσεων, «µιλώντας» πια όχι µε λόγια, αλλά µε πράξεις.
Το τι έκανε ή δεν έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ τα περασµένα χρόνια πρακτικά µικρή σηµασία θα έχει από τις αρχές Ιουλίου και µετά. «Ο γέγονε, γέγονε», όπως έχουν δηλώσει άλλωστε και διάφορα στελέχη της ευρύτερης εν Ελλάδι ∆εξιάς σε άλλες περιστάσεις στο όχι και τόσο µακρινό παρελθόν.
Ηρθε η ώρα, µε άλλα λόγια, εκείνοι να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Ευθύνες που σε συνθήκες αυτοδυναµίας θα είναι προφανώς ακόµη µεγαλύτερες, τουλάχιστον επικοινωνιακά.
“Όποιος στη μάχη πάει για να πεθάνει… A, στρατιώτη μου, για πόλεμο δεν κάνει”…»*