Ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Ιωνάς Νικολάου στο Προεδρικό Μέγαρο. Φωτογραφία Σταύρος Ιωαννίδης
Πέρασαν τρεις εβδομάδες για να υπάρξει μια κίνηση, που κάποιοι τη θεωρούν αίσθημα ευθύνης, ευθιξίας! Το γεγονός ότι παραιτήθηκε ο υπουργός Δικαιοσύνης, αυτό έγινε υπό το βάρος της κατακραυγής της κοινωνίας για τους χειρισμούς που έγιναν αναφορικά με τις εξαφανισθείσες γυναίκες και τα δυο παιδιά, που αποδείχθηκε πως ήταν θύματα δολοφονίας.
Για την ακρίβεια, λοιπόν, δεν ήταν παραίτηση ευθιξίας αλλά εξαναγκασμός. Και έγινε όταν οι αντιδράσεις της κοινής γνώμης εξελίσσονταν σε οργή, ως αποτέλεσμα της διαχείρισης που έγινε από την Αστυνομία στις κατά συρροή δολοφονίες. Την ίδια ώρα, το γεγονός ότι η Αστυνομία αναζητούσε άλλοθι και… επιχειρήματα για να κρύψει τις αδυναμίες της είναι ένα ζήτημα που δεν μπορεί κανείς να το προσπεράσει. Αποτελούν κινήσεις παραδοχής.
Ο παραιτηθέντας υπουργός, ο οποίος αποποιήθηκε την όποια ευθύνη, έστρεψε τα πυρά του κατά της Αστυνομίας. Αλλά, επιχείρησε να διευρύνει τις ευθύνες, να τις καταστήσει συλλογικές, της κοινωνίας.
Κοντολογίς, αυτό που προσπάθησε να μας πει, είναι πως υφίσταται μια ευρύτερη, συλλογική ευθύνη της κοινωνίας για συμπεριφορές, που ενδεχομένως να υπάρχουν σε μια μερίδα πληθυσμού. Είναι σαφές γιατί το κάνει. Η διασπορά ευθυνών, μειώνει το κόστος. Κανείς δεν νομιμοποιείται να φορτώνει ευθύνες σε όλους. Υπάρχουν συγκεκριμένες υποθέσεις, δολοφονίες, τις οποίες χειρίστηκαν στην Αστυνομία, πολιτικός προϊστάμενος της οποίας ήταν ο ίδιος. Δεν είναι της παρούσης οι κοινωνιολογικές αναλύσεις.
Υπάρχουν μια σειρά από ζητήματα, τα οποία θα πρέπει να απασχολήσουν πέραν από την πολιτική δεοντολογία και την πραγματική έννοια της ευθιξίας. Οι πραγματικότητες επιβεβαιώνουν πως το κράτος δυσλειτουργεί. Κι αυτό γιατί πρόκειται για μια δομή, η οποία από την αρχή της δημιουργίας του κράτους, στήριξε τη στελέχωσή του, σε μεγάλο βαθμό στο κομματικό ρουσφέτι. Στο κράτος, στον ημιδημόσιο τομέα, στον Συνεργατισμό, τα κόμματα ξεπλήρωναν γραμμάτια ( ψήφους) με διορισμούς. Και αναπτύχθηκε μια κουλτούρα ατιμωρησίας. Διορίσθηκε και απέκτησε μια ασπίδα προστασίας. Αυτό διαμορφώνει και ένα κλίμα ωχαδελφισμού αλλά και αδιαφορίας.
«Τούτες», ήταν γυναίκες, ήταν ξένες. Εάν, όμως, το 2016, στην πρώτη καταγγελία, ενεργοποιούνταν μηχανισμοί, εγκαταλειπόταν η βαριεστιμάρα, η απαξίωση των ξένων, ενδεχομένως να μην υπήρχαν οι κατά συρροή δολοφονίες που ακολούθησαν. Αυτή η συμπεριφορά, που δεν περιορίζεται ασφαλώς, σε δυο- τρεις αστυνομικούς, πρέπει να αντιμετωπιστεί δραστικά. Και όσοι είχαν την αρμοδιότητα της διαχείρισης των υποθέσεων σε σχέση με τις καταγγελίες να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Ή να έχουν το κόστος για τον τρόπο που αντιμετώπισαν τις υποθέσεις.
Αυτή η μερίδα δεν μπορεί να μας τη φορτώνει κανένας για να αποποιηθεί τις δικές του ευθύνες. Οι κυβερνώντες με χαμηλά αντανακλαστικά, αντέδρασαν όταν είδαν κατάματα, όχι την πραγματικότητα, αλλά τις μετρήσεις των δημοσκοπήσεων.
Το Μπαρμπαρός κοντά στη Λεμεσό αλλά ο ΟΗΕ περιορίζεται σε γενικές και αόριστες εκκλήσεις