Το Twin Falls είναι μια πόλη του Αϊντάχο που ήρθε στην επιφάνεια τον Ιούνιο του 2016. Δύο παιδιά 7 και 10 ετών είχαν κακοποιήσει ένα πεντάχρονο κορίτσι σε ένα συγκρότημα κατοικιών και είχαν μαγνητοσκοπήσει την πράξη τους. Το θύμα ήταν λευκή. Οι δράστες, πρόσφυγες από την Ερυθραία και το Ιράκ.
Ένας τοπικός δημοσιογράφος εντόπισε δύο ομάδες του Facebook όπου χιλιάδες χρήστες έγραφαν διάφορες κατασκευασμένες λεπτομέρειες για την επίθεση. Μιλούσαν για βιασμό με τη βοήθεια σουγιά και υποστήριζαν ότι οι δράστες ήταν από τη Συρία και λίγες ώρες μετά την πράξη τους το είχαν γιορτάσει με τους γονείς τους.
Όλη αυτή η αναταραχή αναδεικνύει μερικά από τα δεινά της δημόσιας σφαίρας των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου απομονωμένες κοινότητες πέφτουν θύματα παραπληροφόρησης και συγχέουν τις προκαταλήψεις τους με την πραγματικότητα. Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι αίτιο αλλά σύμπτωμα αυτού του φαινομένου, το οποίο γιγαντώθηκε επί δεκαετίες από ανθρώπους όπως ο Ρας Λίμποου και κανάλια όπως το Fox News.
Όπως εξηγεί η Κλερ Γουορντλ, ειδικός για την παραπληροφόρηση από το πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, πολλές ανυπόστατες φήμες ακολουθούν σήμερα μια ανάλογη διαδρομή: κατασκευάζονται σε ανώνυμα φόρουμ όπως το 4chan, προκαλούν στη συνέχεια συζητήσεις σε κλειστές ομάδες του Facebook ή του WhatsApp και φτάνουν στο Reddit και στοYouTube, απ’όπου μεταπηδούν στο Twitter, το Facebook και το Instagram.
Η διάδοση όμως μιας φήμης πέρα από τα πιο ριζοσπαστικά γκέτο δεν εξαρτάται τόσο από αυτή την εμβρυακή φάση όσο από αυτά που συμβαίνουν στη συνέχεια. Για να γίνει αληθοφανής, πρέπει να αναπαραχθεί από εμάς τους δημοσιογράφους στα μέσα ενημέρωσης.
Η στάση αυτή έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία στην περίπτωση των δημοσιογράφων.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν εκδημοκρατίσει την πρόσβαση στη δημόσια σφαίρα, αλλά τα μεγάλα μέσα εξακολουθούν να έχουν ένα τεράστιο βάρος στον καθορισμό των ζητημάτων όπου οι πολίτες στρέφουν την προσοχή τους. Η αναπαραγωγή λοιπόν μη επιβεβαιωμένων πληροφοριών είναι αντιπαραγωγική. Αλλά και η διάψευσή τους όταν δεν έχουν φτάσει στο ευρύ κοινό δεν είναι μια καλή τακτική. Το έργο των δημοσιογράφων είναι ακόμη πιο δύσκολο όταν έχουν να κάνουν με πολιτικούς που ψεύδονται ή υπερβάλλουν συστηματικά.
Στο βιβλίο τους «Network Propaganda», ο Γιοσάι Μπένκλερ, ο Ρόμπερτ Φάρις και ο Χαλ Ρόμπερτς επισημαίνουν ότι μπορεί τα fake news να ευδοκιμούν περισσότερο στο Facebook απ’ό,τι σε άλλους χώρους, αλλά ο αποφασιστικός παράγων για την εκλογή του Τραμπ δεν ήταν αυτό το μέσο. Ηταν η ριζοσπαστικοποίηση ευρέων στρωμάτων της Δεξιάς, που ξεκίνησε πριν από την εποχή του Διαδικτύου. Πλατφόρμες όπως το Facebook μπορούν να είναι ευλογία ή κατάρα. Αυτό που καθορίζει αν κυριαρχεί η καλή ή η κακή του πλευρά είναι η πολιτική κουλτούρα μιας χώρας, με τα μέσα ενημέρωσης και τους θεσμούς της.
Ένα καλό παράδειγμα είναι αυτό που συνέβη στο Twin Falls.
Εν μέσω της μεταναστευτικής κρίσης, ένας λογαριασμός του Facebook με πάνω από 140.000 φίλους – που στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι είχε στηθεί από το Κρεμλίνο – οργάνωσε μια διαδήλωση υπέρ του Τραμπ. Μόλις τέσσερα άτομα εκδήλωσαν την πρόθεσή τους να λάβουν μέρος.
Δύο χρόνια αργότερα, αυτό που συνέβη είναι ελπιδοφόρο.
Ο δήμαρχος επανεξελέγη, οι σύμβουλοί του υιοθέτησαν ένα ψήφισμα υπέρ της συνέχισης του προγράμματος για το άσυλο και οι κάτοικοι αύξησαν τις δωρεές τους στο κέντρο προσφύγων της πόλης.
(*) Ο Εδουάρδο Σουάρεθ είναι ισπανός δημοσιογράφος – Πηγή: El Pais via ΑΠΕ-ΜΠΕ
Η µετάβαση από τον Μπαράκ Οµπάµα στον Τραµπ έµοιαζε τουλάχιστον οριακά σχιζοφρενική