Άρθρο του ΝΙΚΟΥ ΚΟΤΖΙΑ
στο Έθνος της Κυριακής
Η Συμφωνία των Πρεσπών εντάσσεται σε µια συνολική στρατηγική για την εξωτερική µας πολιτική και ειδικότερα για τα Βαλκάνια. Η διαµόρφωσή της αλλά και η επικύρωσή της αποτέλεσε µια διαδικασία πολλών αγώνων και µαχών. Οπως έχω υπογραµµίσει εξαρχής, ανάλογη προσοχή και µαχητικότητα απαιτούνται για την εφαρµογή της.
Η υλοποίηση της Συµφωνίας απαιτεί πριν από όλα άµεσα οργανωτικά µέτρα.
Η στρατηγική αυτή µπορεί να στηριχθεί στα Μέτρα Οικοδόµησης Εµπιστοσύνης που τόσο πετυχηµένα προωθήσαµε τα τελευταία χρόνια και τα οποία διευκόλυναν τη Συµφωνία.
Υπάρχουν ζητήµατα που απαιτούν επιτόπια και διασυνοριακή εποπτεία, όπως είναι οι κωδικοί των αυτοκινήτων, οι αλλαγές στην ονοµασία των δηµόσιων θεσµών (όπως µουσεία, στρατός, υπουργεία, ακαδηµίες κ.ο.κ.).
Έλεγχος χρειάζεται και ως προς τα «αλυτρωτικά» αγάλµατα και άλλα σύµβολα, και ιδιαίτερα τους χάρτες που θα πρέπει ή να καταργηθούν ή να αλλάξουν χρήση. Ακόµα θα απαιτηθεί µέριµνα για την άµεση ενηµέρωση από την ίδια τη Βόρεια Μακεδονία διεθνών οργανισµών και σειράς κρατών για την αλλαγή του ονόµατος και της προσαρµογής της ονοµασίας που χρησιµοποιούν.
Η Ελλάδα πρέπει να ασκήσει συστηµατικό έλεγχο στην εφαρµογή από τη Βόρεια Μακεδονία του ενωσιακού κεκτηµένου. Σε αυτήν την κατεύθυνση µπορεί να προσφέρει εξειδικευµένη βοήθεια. Στις υποψήφιες προς ένταξη στην ΕΕ χώρες συνηθίζεται από υπουργεία Εξωτερικών της ΕΕ η παροχή βοήθειας µε την αποστολή στελεχών τους που διαθέτουν πείρα από την ευρωπαϊκή ενοποίηση και διευρύνσεις.
Η ελληνική διπλωµατία πρέπει να δηλώσει και εκείνη παρούσα.
Η Συµφωνία των Πρεσπών προβλέπει κάτι που αγνοήθηκε παντελώς µέχρι σήµερα και πρέπει να υλοποιηθεί- ειδικά µέτρα για την ανάπτυξη των σχέσεων της κοινωνίας των πολιτών, τις επαφές των συνδικάτων και οργανώσεων του αγροτικού κόσµου, καθώς και κοινωνικών οργανώσεων, όπως και επιχειρηµατιών. Αµεσα χρειάζεται να ετοιµαστεί η πρώτη συνάντηση του Ανώτατου Συµβουλίου Συνεργασίας, στο οποίο µπορούν να συζητηθούν όλα τα θέµατα προς υλοποίηση αλλά και θέµατα συνεργασίας που προβλέπονται στη Συµφωνία.
Αµέσως µετά χρειάζεται να συγκροτηθεί η προβλεπόµενη Μεικτή ∆ιυπουργική Επιτροπή, µε κύριο περιεχόµενο τη συνεργασία στην οικονοµία και την ενέργεια.
Έχω κατά νου δύο ειδικές περιοχές. Αφενός εκείνη της διασυνοριακής συνεργασίας που προωθούµε εδώ και τέσσερα χρόνια µε τη συµβολή, πέραν ηµών, της Αλβανίας, της Βουλγαρίας και της Βόρειας Μακεδονίας. Αφετέρου εκείνη των ∆υτικών Βαλκανίων. Περιοχή στην οποία µε την ενεργητική δηµοκρατική εξωτερική µας πολιτική µπορούµε να συµβάλουµε στη λύση σειράς προβληµάτων, χάρη στις γνώσεις που αποκτήσαµε τα τελευταία χρόνια και στην εµπιστοσύνη που κατακτήσαµε µε την πολιτική µας.
Τέλος, η περιοχή της ΝΑ Ευρώπης πέρασε τα τελευταία τριάντα χρόνια από δύο φάσεις: (α) Στη δεκαετία 1992-2002 αναπτύχθηκαν οι σχέσεις ανάµεσα στα κράτη της περιοχής και δηµιουργήθηκαν κοινωνικά και οικονοµικά δίκτυα. Αυτές οι δοµές σε έναν βαθµό δεν προωθήθηκαν επαρκώς στη δεκαετία 2004-2014, διότι όλα τα κράτη της περιοχής, εκτός της Ελλάδας, έτρεχαν σε έναν ιδιόµορφο ατοµικό διαγωνισµό να συνάψουν πρώτες σχέσεις µε το ΝΑΤΟ και ιδιαίτερα µε την ΕΕ.
Όπως έχω εξηγήσει πολλές φορές σε όλους στην περιοχή, σε µια µελλοντική ΕΕ των 35 και άνω κρατών-µελών, ένα µέλος µε µερικές εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες ή και λίγα εκατοµµύρια, µε ΑΕΠ διψήφιο αριθµό δισεκατοµµυρίων δεν θα µπορεί να επηρεάζει µια ΕΕ, όπου τον πρώτο λόγο θα έχουν οι ισχυρές οικονοµίες και οι ισχυρές συνεργασίες, όπως Μπενελούξ και Βίσεγκραντ.
Θα χρειαστεί να πραγµατοποιήσουµε τη δική µας οµάδα συνεργασίας.
Και προκειµένου να υπάρξει αυτή, πρέπει να ξεπεράσουµε τα προβλήµατα που µας χωρίζουν σήµερα και να µάθουµε να συνεργαζόµαστε από τώρα, ώστε στο µελλοντικό αύριο να έχουµε ήδη µάθει.
(*) Ο Νίκος Κοτζιάς είναι πρώην υπουργός Εξωτερικών – Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής
Το παιχνίδι ισχύος αφορά τοπικούς και διεθνείς παίκτες: Η Μέση Ανατολή και η Τουρκία