Κάθε ανθρώπινη κοινότητα στο διάβα του χρόνου, είτε τα μέλη της συνδέονταν με δεσμούς εθνικούς, φυλετικούς, γλωσσικούς, θρησκευτικούς είτε απλώς τοπικούς, θεωρούσαν την παρτίδα ως μία υπεριστορική έννοια που μεταφέρει μέχρι τις μέρες μας τον ιστορικό ή ακόμη και τον προϊστορικό απόηχο της στενής και αδιάλειπτης σύνδεσης του ανθρώπου με τη γη.
Συνεπώς η πατρίδα για να νοηθεί χρειάζεται την ιστορική εμπειρία και τον χώρο. Ενίοτε, όμως, η ταύτιση ή διεκδίκηση της γης νομιμοποιείτο είτε με μύθους είτε με στρεβλώσεις που προέρχονταν από πολιτικές ή ιδεολογικές σκοπιμότητες.
Οι Βρετανοί εφηύραν τον ιδεολογικό ρόλο της αρχαιολογίας και τους τρόπους με τους οποίους τόσο οι πραγματικές όσο και οι εικονικές ανακαλύψεις αλληλοενισχύοντο και αλληλοτροφοδοτούντο, κατά τον ίδιο τρόπο που οι συμβολικές και οι κυριολεκτικές ερμηνείες στήριζαν το έργο της συγκρότησης κυπριακού έθνους. Για τους Βρετανούς ο κυπριωτισμός θα μπορούσε στην ουσία να συλληφθεί και να επιτευχθεί εν πρώτοις στην ερμηνεία της ιστορίας και της αρχαιολογίας και ακολούθως στην πολιτική ως πρακτική αποτροπής της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα.
Η προσπάθεια της βρετανικής αποικιοκρατίας άφησε τους σπόρους της
Στην περίπτωση της κοσμοπολιτικής – νεοφιλελεύθερης Δεξιάς ο κυπριωτισμός, αν και αρχικώς ανιχνεύεται στην προσπάθεια της βρετανικής αποικιοκρατίας να δημιουργήσει μία μεταπρατική τάξη με κυπριώτικους προσανατολισμούς, σήμερα γίνεται πιο αντιληπτός μέσα από τη μετάβαση του νεωτερικού πολιτισμού από τον μοντερνισμό στον μεταμοντερνισμό.
Αν όμως η Δεξιά θεωρεί ως περιέχουσα ολότητα σήμερα το άτομο, η Αριστερά από τη συγκρότησή της στα χρόνια της αποικιοκρατίας θεωρούσε ως περιέχουσα ολότητα την εθνική κοινωνία του μέλλοντος αιώνος.
Γι’ αυτό η Αριστερά είχε πρόβλημα συνεπούς και σταθερής θέσης το κυπριακό ζήτημα στα χρόνια της Αγγλοκρατίας, αρχικώς υπέρ της αυτοκυβέρνησης (ένωση ακόμη και με την Τουρκία αν αυτό σήμαινε Βαλκανική Σοβιετική Ένωση), αργότερα υπέρ της Ένωσης με την Ελλάδα (κομμουνιστική Ελλάδα) και τανάπαλιν. Έτσι στην προσπάθειά της να αντιταχθεί αρχικώς προς το ενωτικό κίνημα, το οποίο θεωρούσε έκφραση του καπιταλισμού (sic) στην Κύπρο, ασπάστηκε τον βρετανικής έμπνευσης υποβολιμαίο κυπριώτικο εθνικισμό.
Με άλλα λόγια εν ονόματι μίας αντι-εθνικιστικής πολιτικής ασπάστηκε ένα εθνικιστικό ιδεολόγημα. Τα πράγματα έγιναν πιο ξεκάθαρα για την Αριστερά, μετά το 1974, όταν θεώρησε ότι η ιστορία την είχε δικαιώσει και ότι ήταν η κατάλληλη ιστορική ευκαιρία να προωθήσει ένα διζωνικό κράτος στη βάση μίας νέας εθνικής ταυτότητας, όσο και αν επισήμως δεν το ομολογεί. Για την αριστερά ο κυπριωτισμός είναι σχήμα απλό και βολικό γιατί της επιτρέπει να αναζητήσει και να βρει συμμάχους ανάμεσα σε κυπριωτιστές της τουρκικής κοινότητας προκειμένου να λύσει το πρόβλημα της πολιτικής ηγεμονίας μετά τη λύση.
Παρά το ότι αμφότερες, Δεξιά και Αριστερά, αναπτύσσουν την πολιτική έκφραση του κυπριωτισμού ως προέκταση της ανεξαρτησιακής ιδεολογίας όταν θα πρέπει να εξηγήσουν την ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας από το 1960, ανατρέπουν το θεσμικό υπόβαθρο του ιδεολογήματός τους όταν θα πρέπει να προβάλουν την ανάγκη δημιουργίας ενός νέου κρατικού μορφώματος, ήτοι του διζωνικού κράτους. Έτσι ο κυπριωτισμός γίνεται εκ των πραγμάτων η ιδεολογική έκφραση της διζωνικής λύσης.
ΑΠΑΞΙΩΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΚΕΝΤΡΙΣΜΟΥ
Στην ουσία όμως η προοπτική του κυπριωτισμού για εθνική ενότητα μέσα από μία πολιτική λύση του Κυπριακού στη βάση της διζωνικότητας υπονομεύεται από ένα χαρτογραφικό άγχος σχετικά με την πιθανότητα του αντιθέτου μέσα από τις δύο ζώνες: της διάσπασης και της σύγκρουσης.
Ως εκ τούτου είναι αναγκαία η διαρκής επίθεση και η προσπάθεια απαξίωσης του ελληνοκεντρισμού, γιατί μια τέτοια στάση εξυπηρετεί τόσο την ψυχολογική ανάγκη ύπαρξής του αλλά και της πολιτικής νομιμοποίησης της επιδιωκόμενης λύσης του Κυπριακού.
Νέα εθνική ταυτότητα- ασπόνδυλη κοινωνία
Το αληθινό ζητούμενο του κυπριωτισμού είναι η μετάβαση σ’ έναν άλλο πολιτισμό. Η εξεύρεση ενός μετανεωτερικού πολιτισμού προϋποθέτει μία αντίστοιχη μεταφυσική επανάσταση στα μυαλά των ανθρώπων ικανή να στοιχειώσει μία ελληνική ιστορία χιλιάδων ετών.
Η διανόηση του κυπριωτισμού στέκει βεβαίως αμήχανη εδώ, μπρος στην πίστη ότι το παλιό, δηλαδή το ελληνικό, ξόφλησε μετά το 1974, αλλά το καινούργιο, δηλαδή το κυπριώτικο δεν φαίνεται ακόμη, γιατί κριτήριο του κυπριωτισμού δεν είναι η ιστορική αλήθεια αλλά πολιτικοί καιροσκοπικοί υπολογισμοί του συρμού.
Συνεπώς όσο άρτιο και αν παρουσιάζεται το ιδεολόγημα του κυπριωτισμού δεν παύει να είναι ένα εγκεφαλικό κατασκεύασμα που συντηρεί σήμερα η εθνικιστική φαντασία των κυπριωτιστών, οι οποίοι πιστεύουν ότι μπορεί να λειτουργήσει μία δίκαιη και βιώσιμη λύση στο Κυπριακό στην ιδεολογική βάση μίας νέας εθνικής ταυτότητας και μίας ασπόνδυλης κοινωνίας.
Η όρεξη των λύκων που άνοιξε στην, υπό εισβολή και κατοχή, περιοχή: Πάει και η Αμμόχωστος;