Του ΣΕΝΕΡ ΛΕΒΕΝΤ
Συνεργασία με τις ΑΠΟΨΕΙΣ και την HELLAS JOURNAL
Η πατρίδα μας, η οποία μυρίζει γιασεμί και λεμόνι που σμίγουν με όλους τους πολιτισμούς τους οποίους γνώρισε η ιστορία, είχε δυστυχώς το μερίδιό της και από όλες της βαρβαρότητες. Βάφτηκαν με αίμα οι λευκοί αφροί της θάλασσας, οι μενεξέδες των βουνών και το κίτρινο χρώμα της πεδιάδας.
Στα σοκάκια αυτά κινήθηκαν τανκ που δεν έπρεπε να είχαν κινηθεί. Γεμίσαμε με μπαρούτι τα βαρέλια μας, τα οποία έπρεπε να είχαμε γεμίσει με κρασί. Όλοι, μικροί και μεγάλοι, μάθαμε να χρησιμοποιούμε όπλα και όχι να φυτεύουμε λουλούδια. Αντί να καυχηθούμε για τις χειροτεχνίες μας καυχηθήκαμε για τις επιτυχίες μας στο στρατόπεδο εκπαίδευσης. Δεν καταφέραμε να βρούμε βάλσαμο στις καρδιές των μανάδων, οι οποίες ακόμα αναζητούν τους αγνοούμενους τους κρατώντας τις φωτογραφίες τους και τα πρόσωπά τους έχουν γεμίσει με πόνο.
Πάντα μας τρόμαζε το παρελθόν μας, ενώ το μέλλον μας πάντα το κοιτάζαμε με ανησυχία και αμφιβολία. Αναλώσαμε την ζωή μας με ιδανικά, όρκους, ορκωμοσίες, όμως το ουσιαστικό ήταν να γίνουμε οι μοναδικοί ιδιοκτήτες των εδαφών στα οποία γεννηθήκαμε. Πάντα θεωρούσαν τα μέρη αυτά ως πανδοχείο εκείνοι που ήρθαν εδώ από μέρη μακρινά, πέρα από τη θάλασσα. Εκείνοι ήταν ξένοι ιππότες που πότιζαν τα άλογά τους. Νομίσαμε ότι ήταν περαστικοί ταξιδιώτες.
Τόσος πόνος μήπως δεν θα έπρεπε να μας είχε κάνει ανθρώπους πλέον; Αλλά να που όταν έρχονται οι θλιβερές ημερομηνίες, ακόμα συγκεντρωνόμαστε πάνω από τάφους με σταυρό και ημισέληνο και εκφωνούμε λόγους που μυρίζουν αίμα. Αντί να ζητήσουμε χιλιάδες φορές από τους αγαπημένους μας νεκρούς να μας συγχωρέσουν, αντί να μεταφέρουμε τις αμαρτίες μας στην πλάτη σαν σταυρό, ορκιζόμαστε ξανά τη διάπραξη νέων αμαρτημάτων.
Ουσιαστικά, εμείς δεν είμαστε έτσι. Ούτε η έχθρα, ούτε το μίσος ούτε η εκδίκηση έχουν θέση στα στήθια μας που μυρίζουν γιασεμί και φούλι. Εμείς που καιγόμαστε από επιθυμία να ενώσουμε ελληνικά και τουρκικά τις αγάπες μας σε μια δροσερή βεράντα τις μέρες του καλοκαιριού. Εμείς οι γείτονες που σωθήκαμε από το θάνατο προειδοποιώντας ο ένας τον άλλο ακόμα και κατά τη διάρκεια της πιο θερμής στιγμής του πολέμου. Εκείνοι που άπλωναν την μπουγάδα τους στο ίδιο σχοινί, που μετέφεραν νερό με τενεκέδες από την ίδια βρύση του δρόμου. Δεν μπορούμε να δεχτούμε μια μισή πατρίδα.
Αν δεν καθαρίσουμε τώρα τον χάρτη μας που τρέχει αίμα από την γραμμή η οποία τον χωρίζει στη μέση, ποια δροσερά νερά θα μας εξαγνίσουν; Όλες οι γενιές που πέρασαν έριξαν σφαίρες και βόμβες η μια κατά της άλλης. Όλες εκτός από τη γενιά του 1974. Αλλά τα ορθόδοξα παιδιά που γεννήθηκαν το 1974 μεγάλωσαν με τα νανουρίσματα της κατοχής και τα παιδιά των μουσουλμάνων με ύμνους για τη «λεηλασία».
Στο τέλος βάλαμε την εθνική καταπίεση δίπλα στην κοινωνική καταπίεση. Και είπαμε ότι «αυτή η χώρα είναι δική μας»! Δική μας είναι φίλοι! Όλων μας! Όλων των Κυπρίων! Ούτε ένωση, ούτε διχοτόμηση! Μέχρι να φύγει απ’ εδώ και ο τελευταίος ξένος στρατιώτης!
Το έγκλημα του μπάνιου: Τα τρία δολοφονημένα μωρά, η μητέρα τους και τα πολλά ψέματα