Πρέπει δυστυχώς να παραδεχθούμε ότι από την ημέρα που καθιερώθηκε το κοινό νόμισμα, το ευρώ, έως σήμερα η πορεία του υπήρξε, επιεικώς, ανεπιτυχής, με διάφορα, όχι και τόσο ανεξήγητα, σκαμπανεβάσματα προς μια συνεχή ολίσθηση. Η πρακτική της καθημερινότητας δε είναι και ο καλύτερος «μάρτυρας» αυτής της, για τα περισσότερα νοικοκυριά, κακής «χρηματικής» έκβασης.
Με τον καιρό, έναν χρόνο μετά τον άλλο, όλο και πιο βαριά το νόμισμα, που στις αρχικές εκτιμήσεις και επιδιώξεις θα μπορούσε να γίνει το βασικό εργαλείο εργασίας στις παγκόσμιες οικονομικές σχέσεις, κατάντησε να είναι (σχεδόν) τελείως αναξιόπιστο μέσα σε μια χρόνια διαδικασία αμαρτίας και απάτης στα χέρια (και την ευχέρεια) μιας και μοναδικής χώρας εις βάρος της πλειοψηφίας των άλλων κοινοτικών χωρών.
Το πώς και προπαντός το γιατί συνέβη αυτό οι πολίτες της Ένωσης μάλλον το αγνοούν παντελώς αν και υπομένουν καρτερικά τις συνέπειες του.
Για τους πλείστους εξ αυτών, και για εκείνους που ακόμη δεν εννοούν να το ομολογήσουν, είναι φανερό πια πως το ευρώ καταρρακώθηκε, και αυτοί είναι τα θύματα.
Οι θύτες; Πολύ απλά οι φίλοι και σύμμαχοί μας της Γερμανίας για τους και με οποίους το ευρώ θριάμβευσε διότι τους επέτρεψε, και συνεχίζει ακόμη να τους επιτρέπει, να διαπράττουν ατιμωρητί αυτό το μέγα είδος ληστείας που πλουτίζει τους ίδιους και φτωχοποιεί ανεπιστρεπτί όλους τους άλλους.
Ας κάνουμε λοιπόν, με την ευκαιρία, μια μικρή κατατοπιστική περιήγηση σε ορισμένα «οικονομικά άδυτα» που τελικά είναι και η αιτία των ατελείωτων οικονομικών ταλαιπωριών μας, αντιλαμβανόμενοι επιπλέον πως δεν φαίνεται στον άμεσο ορίζοντα κάποιος που να θέλει ή να μπορεί να αντιστρέψει την σημερινή κατάσταση;
Όπως ίσως ξέρουμε, ο Euro Currency Index αντανακλά την σχέση του ευρώ με τα τέσσερα κυριότερα παγκόσμια νομίσματα: το αμερικανικό δολάριο, την αγγλική στερλίνα, το ελβετικό φράγκο και το ιαπωνικό γεν. Επομένως αντιπροσωπεύει, θεωρητικά αλλά κυρίως πραγματικά, και αναπαριστά την σχετική ισχύ του κοινοτικού νομίσματος μέσα στον χρόνο γενικά και μέσα στα κατά τόπους οικονομικά τεκταινόμενα.
Η μέγιστη αξία και δύναμη του ευρώ (112,50 εν σχέση με το δολάριο) συναντάται στο κορύφωμα της κρίσης του 2008-2009 μετά την χρεοκοπία της Lehman Brothers με την αμερικανική οικονομία να έχει αγγίξει σχεδόν τον πάτο. Εκείνα τα χρόνια το ευρώ εμφανιζόταν ωσάν ένα είδος «οικονομικής όασης» στην οποία όλοι μπορούσαν να βασιστούν και να καταφύγουν, ένα ασφαλές και ισχυρό νόμισμα-βάση χρηματοπιστωτικών και εμπορικών συναλλαγών.
Η πτώση του Euro Currency Index
Δυστυχώς όμως από το 2010 και μετά τα πράγματα και η ουσία τους άρχισε να αλλάζει όλο και προς το χειρότερο χωρίς καν οι εντεταλμένοι υπερασπιστές του ευρώ να προσπαθούν κάποια σοβαρή αμυντική αντίδραση. Έτσι, το 2018, δέκα χρόνια μετά, η κατάσταση βρίσκεται τελείως αντεστραμμένη: σε σύγκριση με εκείνο το ελπιδοφόρο και θαυμάσιο 112,50 ο Euro Currency Index κατρακύλησε στο σημερινό απογοητευτικότατο περίπου 93, όπερ σημαίνει απλά αλλά και δραματικά και ανησυχητικά μια συνολική υποτίμηση της τάξης του 20%, τεράστια, έχοντας υπόψη την αρχική αξία και το σχετικά μικρό χρονικό διάστημα των 10 ετών που μεσολάβησε.
Προ πάντων όμως, και σε υπερθετικό βαθμό, πάει να πει ότι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, οι οποίοι θα πρέπει μεταξύ τους να αλληλοβοηθούνται για να κρατήσουν στην υψηλότερη θέση το όλο κοινοτικό συγκρότημα, στάθηκαν ολουσδιόλου ανίκανοι να ασκήσουν μια πολιτική υποστήριξης και – γιατί όχι – περεταίρω ισχυροποίησης του μοναδικού νομίσματος στο οποίο ανέθεσαν τις τύχες τους σχεδόν 500 εκατομμύρια άνθρωποι.
Διότι δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο το γεγονός ότι η βαριά απώλεια αξίας του ευρώ δημιουργήθηκε – είναι αλήθεια, μέσα στα πλαίσια μιας δύσκολα διαχειρίσιμης θεμελιακής πτωτικής τάσης – παρά μια πολύ χλιαρή (και ανεπιτυχή ως φαίνεται) προσπάθεια των Ευρωπαίων διατήρησης κάποιας σταθεροποιημένης σχέσης ευρώ με το δολάριο ΗΠΑ μετά το ταρακούνημά της από την πολιτική της κυβέρνησης Τραμπ υπέρ ενός είδους «ανταγωνιστικής υποτίμησης» του εθνικού της νομίσματος.
Είναι ευνόητο πως η αντίληψη της δυναμικής που εξασθένισε, αν όχι καταβαράθρωσε το ευρώ, μπορεί κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί για να καταλάβουμε επίσης και την βασική, σχεδόν ανυπέρβλητη, κρίση αξιοπιστίας που βολοδέρνει όλους τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, συμπεριλαμβανομένης και της ΕΚΤ.
Η μη επίτευξη αυτής της αλλαγής/αντικατάστασης είναι πολύ πιθανόν να επιφέρει την ανάγκη/υποχρέωση εναλλακτικών σχεδίων (τα περιβόητα πλαν Β) τα οποία από ενδεχόμενα που είναι τώρα θα χρειαστεί να λάβουν προσδιοριστική θέση σε αρκετά κράτη της Κοινότητας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η αξία του ευρώ είναι αυτή τη στιγμή πολύ «καταπιεσμένη», και είναι καταπιεσμένη γιατί, έτσι όπως επιβάλλουν η παραδοσιακή λογική και διδασκαλία, η αμοιβή των δραστηριοτήτων που από το ευρώ αντιπροσωπεύονται είναι αρκετά κατώτερη σε σχέση με εκείνες άλλων νομισματικών περιοχών.
Βεβαίως αυτό είναι ένα φαινόμενο το οποίο δεν μπορεί να εξηγηθεί και να δικαιολογηθεί μόνο με βάση τα ποσοστά ανάπτυξης των διαφόρων οικονομιών, όταν λ.χ. το ΑΕΠ των ΗΠΑ έως πέρσι κατέγραψε αξίες μεταξύ 1,5% και 2,5%, παραπλήσιες και συγκρίσιμες με εκείνες της Ευρωζώνης, ούτε και με βάση τα επιτόκια τα οποία η ΕΚΤ διατήρησε για μια ικανή περίοδο οριακά θετικά απέναντι στον μηδενισμό τους από την Federal Reserve κιόλας από το επίμαχο 2009.
Επί του θέματος η αναφορά σχετίζεται με τις πάρα πολύ μεγάλες οικονομικές συναθροίσεις, όπως εκείνη που προήλθε από την αύξηση του πλεονάσματος του προϋπολογισμού τρεχουσών πληρωμών το ύψος των οποίων, βάση μελετών από το 2001 και μετά, υπερέβη το ποσό των 3.450 δισεκατομμυρίων, σε γενικές γραμμές όσο περίπου ολόκληρο το ΑΕΠ της χώρας και όπως εκείνη που δημιουργήθηκε σαν συνέπεια των μεταθέσεων χρημάτων intra-market μέσω των οποίων η Γερμανία βρέθηκε να κατέχει ένα χρηματοοικονομικό υπόλοιπο περίπου 900 δισεκατομμυρίων ευρώ, τρεις φορές μεγαλύτερο από εκείνο ο που είχε το 2007.
Βεβαίως η ερώτηση που τίθεται είναι πρωτίστως μια: γιατί η Γερμανία δεν κάνει χρήση αυτών των ενεργητικών; Πολλές οι απαντήσεις, που παράγουν ερμηνείες απ΄ τη μια πλευρά αληθοφανείς κι απ΄ την άλλη αμφισβητήσιμες, τόσο όσο χρειάζεται για να μην είναι δυνατή καμία ασφαλής και καθοριστική απάντηση ή εξήγηση.
Πολύ απλά το γερμανικό κράτος φαίνεται να περιορίζεται προφανώς σε μια, κατά κάποιο τρόπο, συμφέρουσα παθητική κατάσταση συσσώρευσης χρηματοοικονομικών πόρων. Στην πραγματικότητα το Βερολίνο από χρόνια τώρα δεν ευνοεί κάποια οικονομική διαδικασία κεντρίσματος της εσωτερικής ζήτησης και συνάμα ούτε ενδιαφέρεται να επεκτείνει τις δημόσιες επενδύσεις οι οποίες βασικά δεν υπερέβησαν ποτέ το 20% του ΑΕΠ, ποσοστό κατώτερο από τον μέσο όρο των ευρωπαϊκών πάρτνερ.
Εξάλλου, απ΄ την άλλη μεριά, η στασιμότητα της εσωτερικής ζήτησης είναι στενά συνδεδεμένη, και εξαρτάται, και από το περιορισμένο ποσοστό αύξησης των πραγματικών μισθών. Έτσι, στους οικονομικούς πόρους που δεν προσφέρουν κανενός είδους αποδόσεων το μόνο που συμβαίνει είναι η υποτίμησή τους, ακριβώς όπως γίνεται όταν κάποιος ιδιώτης αφήνει τα λεφτά του στον τραπεζικό λογαριασμό του ανεκμετάλλευτα: πολύ απλά παθαίνουν υποτίμηση.
Το «θέμα» λοιπόν αφορά κυρίως όλους τους άλλους, και σίγουρα εκείνους με πολύ λιγότερους πόρους, παρά τη Γερμανία, εξ ού και η αρνητική επιρροή στη διατίμηση του ευρώ, το οποίο ανεπανόρθωτα εξασθενίζει «χάρη» στη Γερμανία. Είναι γνωστό πως η υποτίμηση ενός νομίσματος μπορεί και να υποβοηθήσει εκείνον που την χρησιμοποιεί, αυξάνοντας τις εξαγορές των αγαθών και υπηρεσιών του.
Όσο κι αν φαίνεται παράλογο ή εξωφρενικό, είναι ακριβώς αυτό που η Γερμανία μπόρεσε να πραγματοποιήσει με το «κοινό» νόμισμα τα τελευταία 10 χρόνια, χρησιμοποιώντας το σαν να είναι αποκλειστικά και μόνο δικό της, με αποτέλεσμα να δημιουργήσει μια τεράστια ενεργητική (θετική) οικονομική θέση εν σχέση με το εξωτερικό, άσχετο αν κι άλλες χώρες καλυτέρευσαν επίσης σχετικά τη θέση τους.
Αυτή η ωφέλεια όμως θα πρέπει υποχρεωτικά να συσχετιστεί με την συνολική και γενική κατάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τώρα, ο αρχικός σκοπός της ΕΕ υπήρξε, όπως γνωρίζουμε, εκείνος ενός συνεταιρισμού κρατών τα οποία έπρεπε να επιδιώξουν την αμοιβαία ανάπτυξή τους μέσα σε ένα πεδίο όμως ελεύθερου ανταγωνισμού που δεν θα κατέληγε εις βάρος κάποιος μέλους.
Η πραγματικότητα ωστόσο ή, καλύτερα, η εξέλιξη, υπήρξε κατά πολύ διαφορετική, διότι αυτός ο συνεταιρισμός κατέληξε να είναι αδιόρθωτα μια οργάνωση βασισμένη σε μια ατελείωτη σειρά προγραμματισμών και δεσμών/υποχρεώσεων στους προϋπολογισμούς που τραυματικά αλλοιώνουν την «ευρωπαϊκή οικονομική ουσία» και αφαιρούν μεγάλες οικονομικές ελευθερίες από τα μέλη, κυρίως από εκείνα με πιο αδύναμες δομές.
Κατά κάποιο τρόπο πρόκειται για ένα οικονομικό «μοντέλο» σοβιετικής έμπνευσης.
Είναι φανερό ότι το ευρώ αντιπροσωπεύει ένα σύστημα «σταθερού συναλλάγματος» μεταξύ των 19 χωρών που το επέλεξαν σαν κοινό νόμισμά τους. Με αυτόν τον τρόπο ο μερισμός των σχετικών μεριδίων αγοράς στο εσωτερικό του συστήματος τείνει προς μια ανυπέρβλητη ακαμψία μιας και λείπει ένας νομισματικός μοχλός που να παρέχει τη δυνατότητα σε μια χώρα να αυξήσει την ανταγωνιστικότητά της αναφορικά με τις άλλες χώρες.
Αυτό τί σημαίνει; Πολύ απλά σημαίνει ότι κάθε κράτος είναι υποχρεωμένο να ενεργεί πάνω στη συνιστώσα του «κόστους εργασίας» με άμεση, δυστυχώς, συνέπεια την καταπίεση της εσωτερικής δυναμικής των μισθών και κατ ΄ επέκταση την καταπίεση των εργασιακών δικαιωμάτων των εργαζομένων. Και τότε το άσχημο είναι πως μόνο με αυτόν τον τρόπο το κράτος μπορεί να τροφοδοτήσει το ποσοστό του δικού της export, το οποίο έτσι αυτομάτως γίνεται και ο κυριότερος θετικός συντελεστής της οικονομίας του!
Είναι ετούτος, συνεπώς, και ο κυρίαρχος λόγος του υφέρποντα αποπληθωρισμού των τελευταίων ετών στην κοινοτική Ευρώπη, έρμαια λανθασμένων, αντιπαραγωγικών προσανατολισμών.Και επίσης είναι αυτό που μας δίνει την τραγική εικόνα της υποτίμησης του νομίσματος, έχοντας υπόψη πως αποπληθωρισμός σημαίνει υποτίμηση η οποία καταλήγει σε άλλο αποπληθωρισμό και ούτω καθ΄ εξής.
Μέσα σε ένα πλαίσιο ενεργειών αυτού του είδους που διέπει τις σχέσεις των κρατών της Ευρωζώνης και της ΕΕ, είναι πασιφανές πως οποιαδήποτε «εποχιακή» πτώση, σε παγκόσμιο επίπεδο, της ζήτησης κινδυνεύει να προκαλέσει μια θανατηφόρα έκρηξη σε όποιες απέμειναν ισορροπίες, κι αυτές ήδη επισφαλείς.
Πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς όταν οι ίδιες οι νομισματικές πολιτικές της ΕΚΤ δεν μπόρεσαν να προσφέρουν ικανά εργαλεία ώστε όλες οι χώρες της Ευρωζώνης να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν ενδεχόμενες χρηματοοικονομικές εντάσεις και οικονομικές παγκοσμιοποιημένες δυσπραγίες;! Τα «μηδενικά επιτόκια» κατά συνέπεια υπήρξαν ανίκανα να δημιουργήσουν κάποια άξια λόγου και διάρκειας μορφή επανάκτησης/επανάκαμψης της οικονομίας.
Από τη μια μεριά η συνολική εσωτερική ζήτηση διατηρείται δραματικά ισχνή ενώ, από την άλλη, ανεπαρκώς τροφοδοτείται από τα δημόσια έξοδα στα οποία οι κοινοτικοί θεσμοί ασκούν μια εμμονική έως και παράλογη εποπτεία. Το αποτέλεσμα αυτής της, θα λέγαμε, παρανοϊκής εποπτείας; Δυστυχώς καμία αξιόλογη μείωση του χρέους των κρατών σε απόλυτους αριθμούς, δηλαδή ένα σκέτο φιάσκο.
Πρόκειται, όπως οι πάντες αντιλαμβάνονται, για μια κατάσταση στην οποία το ευρώ γιγαντώνει τις διαφορές μεταξύ πλουσίων και φτωχών και οι βασικές σχέσεις μεταξύ των κρατών είναι εκείνες μεταξύ πιστωτών και χρεωστών όπου οι πιστωτές υπαγορεύουν τους όρους που οι χρεώστες πρέπει να εφαρμόσουν! Με λίγα λόγια, δημιουργήθηκε μέσα στην ΕΕ μια αφόρητη κατάσταση λεόντειων συναλλαγών/ενεργειών στην οποία οι χρεώστες κατάντησαν να είναι τόσο υποταγμένοι όσο ποτέ άλλοτε κάτι παρόμοιο να έχει συμβεί στη παγκόσμια ιστορία.
Με τέτοιες προϋποθέσεις για την πλειονότητα των κοινοτικών χωρών, το ευρώ είναι καταδικασμένο σε ένα άδοξο τέλος, σε μια εξοντωτική ανωνυμία στη παγκόσμια αγορά, όταν επιπλέον έρχονται τελευταία οι τραπεζικοί «ειδήμονες» της ΕΚΤ και μας λένε πως «η αδυναμία στην ανάπτυξη της οικονομίας στην ευρωζώνη δεν είναι αρκετά σημαντική(!) για να αλλάξει πορεία η τραπεζική πολιτική» και ούτε λίγο ούτε πολύ η ΕΚΤ «σχεδιάζει να προχωρήσει σε περιστολή των μέτρων στήριξης της (κοινοτικής) οικονομίας»!
Τώρα ποια μέτρα είχαν έως τώρα παρθεί από αυτή την Τράπεζα που έφεραν σε τόση μεγάλη ανάπτυξη την κοινοτική οικονομία έτσι που να μη χρειάζεται πλέον να συνεχιστούν, είναι ο γρίφος που αναζητά λύση.
Ίσως οι ευρωεκλογές του 2019 να δημιουργήσουν τις απαραίτητες νέες ευνοϊκές θεσμικές συνεργασίες, μετατροπές και ωθήσεις ώστε το κοινό νόμισμα, και η οικονομία που του αναλογεί, να τεθεί και πάλι σε ικανή τροχιά ανάτασης και αξιοποίησης μαζί με άλλες δυναμικές και επιβλητικές χρηματοπιστωτικές και οικονομικές πολιτικές όπου όλα τα κοινοτικά μέλη θα βρουν δίκαια το όφελός τους χωρίς τους σημερινούς κανιβαλισμούς και αλαζονείες.
Αλλιώς η κάθοδος προς την ανυπαρξία θα είναι μονόδρομος, δυστυχώς, για τους λαούς γενικά, στους οποίους κανείς δεν δίνει τον λόγο, και ακόμη περισσότερο και ειδικά για τον εργαζόμενο (οι μοντέρνοι σκλάβοι) και τον συνταξιοδοτημένο κόσμο (οι μοντέρνοι morituri, που όμως δεν salutant!).
Κρεσέντσιο Σαντζίλιο
Ελληνιστής, συγγραφέας
“Το χρυσάφι” της ΑΟΖ: Για να μεταφέρουν τους υπουργούς στο γεωτρύπανο κάτι καλό γίνεται…