O Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει να πάρει μερικές σημαντικές αποφάσεις. Το τι θα κάνει τις επόμενες εβδομάδες θα καθορίσει το πού θα τοποθετηθεί γεωπολιτικά η Τουρκία σε μια στιγμή που κινδυνεύουν τόσο η οικονομική της σταθερότητα όσο και η ασφάλειά της.
Η νομισματική της κρίση, που έχει οδηγήσει φέτος σε πτώση κατά 40% της λίρας έναντι του δολαρίου και σε επικίνδυνη αύξηση του εξωτερικού της χρέους, έχει προς στιγμήν παγώσει. Οι Ηνωμένες Πολιτείες όμως έχουν επιβάλει κυρώσεις εναντίον τούρκων υπουργών και εναντίον των τουρκικών εξαγωγών λόγω της συμμαχίας της Τουρκίας με τη Ρωσία, της παραβίασης των μέτρων κατά του Ιράν και της κράτησης ενός αμερικανού πάστορα με τις κατηγορίες της κατασκοπείας και της τρομοκρατίας.
Ανοίγοντας αυτή την εβδομάδα τις εργασίες του ανίσχυρου κοινοβουλίου του, ο τούρκος πρόεδρος υιοθέτησε πολεμοχαρείς τόνους. Κατηγόρησε τις ΗΠΑ ότι χρησιμοποιούν τους συμμάχους του ΡΚΚ (τους Κούρδους δηλαδή) εναντίον των τζιχαντιστών του ISIS και κατήγγειλε τη χρησιμοποίηση του πάστορα ως προσχήματος για την επιβολή κυρώσεων.
Οι εκρήξεις του Ερντογάν στο παρελθόν έδωσαν κατά κανόνα τη θέση τους στη διπλωματική ηρεμία. Αυτή τη φορά όμως η οργή της Ουάσινγκτον για τη στάση της Άγκυρας συνοδεύεται από τη δυσαρέσκεια της Τουρκίας για την αμερικανική στάση απέναντι στη Συρία και τους γκιουλενιστές. Οι σύμμαχοι του Ερντογάν μιλούν για μια παγκόσμια αντιαμερικανική συμμαχία με τη Ρωσία, την Κίνα, ακόμη και την ΕΕ. «Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι η ομάδα που κυβερνά την Αμερική νοσταλγεί την παλιά Τουρκία που κυβερνιόταν με τηλεκοντρόλ», λέει ένας από αυτούς.
Μόνο με τις ευλογίες του Πούτιν έχει καταφέρει ο Ερντογάν να εγκαθιδρύσει από ο 2016 ένα τουρκικό προτεκτοράτο στη βορειοδυτική Συρία. Ο βασικός του στόχος είναι να περιορίσει την επιρροή των στηριζόμενων από τις ΗΠΑ κουρδικών δυνάμεων που ελέγχουν το ένα τέταρτο της συριακής επικράτειας.
Τώρα, η Ρωσία έχει σταματήσει την επίθεση του Ασαντ εναντίον του Ιντλίμπ, του τελευταίου οχυρού των σουνιτών ανταρτών. Σε αντάλλαγμα, περιμένει από την Άγκυρα να χωρίσει τους αντάρτες στους «καλούς» (που υποστηρίζονται από την Τουρκία) και στους «κακούς» (τους τζιχαντιστές). Μέχρι τις 15 Οκτωβρίου, η Τουρκία θα πρέπει να «ξεγράψει» 20.000 τζιχαντιστές και να αφαιρέσει τα βαρέα όπλα από τους δικούς της.
Κάτι τέτοιο δεν είναι πολύ πιθανό. Η αιματοχυσία που πολλοί φοβήθηκαν στο Ιντλίμπ θα δώσει μάλλον τη θέση της σε μια πιο στοχευμένη, αλλά επίσης αιματηρή επίθεση. Η Τουρκία θα θεωρηθεί συνένοχη από τους τζιχαντιστές και θα υποστεί αντίποινα ανάλογα μ’ εκείνα της περιόδου 2015-16.
Την ώρα όμως που ο Ερντογάν ζυγίζει τις γεωπολιτικές και οικονομικές του επιλογές, η διακυβέρνησή του αποδεικνύεται ασταθής, καθώς έχουν απομακρυνθεί όλοι όσοι θα μπορούσε να τον συμβουλέψουν ποιο δρόμο να ακολουθήσει: τα φιλελεύθερα και κοσμικά στελέχη των πρώτων κυβερνήσεών του, οι συνιδρυτές του κόμματός του, οι γκιουλενιστές και η αφρόκρεμα της δημόσιας διοίκησης.
«Η Τουρκία πρέπει να λάβει μερικές κρίσιμες αποφάσεις, όπως το αν θα συνεχίσει αυτό το σύστημα ή θα το τροποποιήσει», λέει ένα στέλεχος του ΑΚΡ. «Ο λαός της Τουρκίας πρέπει να ενωθεί ξανά. Δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτός ο διχασμός».
(*) Ο Ντέιβιντ Γκάρντνερ είναι αρθρογράφος των Financial Times – (Πηγή: Financial Times via ΑΠΕ-ΜΠΕ)
Η Ρωσο-Τουρκική συμφωνία για τη Συρία και η Κύπρος: Γιατί ο Βλ. Πούτιν εξυπηρετεί τον Ταγίπ;