Σε μια εποχή που ο όρος «φασίστας» χρησιμοποιείται σαν κοινόχρηστο όπλο το οποίο ο καθένας μπορεί να ανασύρει για να «εκτελέσει» κάθε διαφωνούντα σε κάθε συζήτηση και για οποιοδήποτε θέμα –και ω τι ειρωνεία, αυτή είναι μια καθ’ όλα φασιστική προσέγγιση της διαφωνίας– βλέπουμε να έχει εξαπλωθεί παντού. Κι έτσι σε αντίφαση με την ασχήμια του, ο όρος, έχει μετατραπεί σε ένα πράσινο και φρεσκότατο ματσάκι μαϊντανού.
Στην περίπτωση της κρίσης στην παιδεία, όμως, δεν υπάρχει άλλος καταλληλότερος τρόπος για να περιγράψεις τον χειρισμό της κυβέρνησης και του κομματικού μηχανισμού που την στηρίζει.
Η ρητορική που χρησιμοποιείται είναι καθαρά φασιστική και τον τρόπο που προσεγγίζουν ακροδεξιά και φασιστικά κόμματα το προσφυγικό: στοχοποιούν τους πρόσφυγες, στρέφοντας την κοινή γνώμη εναντίον τους, αποσείοντας τις ευθύνες από τους πραγματικούς ενόχους για την προσφυγοποίηση που είναι οι πολιτικές των ίδιων τους των κυβερνήσεων και των συμμάχων τους στη Δύση και στη Μέση Ανατολή.
Η φασιστική ρητορική αναμοχλεύει τα πιο χαμηλά ένστικτα, παίζει το απλουστευτικό παιχνίδι του κακού και του καλού, του μαύρου και του άσπρου και λειτουργεί ως ο τέλειος αντιπερισπασμός από τα πραγματικά προβλήματα, ρίχνοντας και ψήφους στο καλάθι.
Αυτοί που διαχειρίζονται τα κονδύλια κι έχουν τον θεσμικό έλεγχο για να φέρουν τομές στον εκπαιδευτικό σύστημα απεγκλωβίζοντας το από το βαρύ φορτίο πολύχρονων λαθών, κατευθύνουν την οργή προς τους εργαζόμενους που είναι ο τελευταίος κρίκος. Και με ένα σμπάρο πετυχαίνουν δύο τρυγόνια: ο Συνεργατισμός φαγώθηκε αμάσητος και τάφηκε άκλαυτος.
Η αναβάθμιση της Λευκωσίας έφερε την έξοδο στις αγορές: Θα γινόταν όμως χωρίς βαρύ τίμημα;