“Κίνηση Κοτζιάς”: Η νέα στρατηγική της εξωτερικής πολιτικής που αποδυναμώνει τον αντίπαλο




Του Ιωάννη Ζέρβα *

Έχω σε προηγούμενο άρθρο μου στηρίξει απερίφραστα τον Υπουργό Εξωτερικών της εν λόγω κυβέρνησης. Υπάρχει λόγος για αυτό. Αντίθετα από το σύνολο σχεδόν των μελών της τελευταίας, φαίνεται να είναι ο μόνος που ξέρει τι πραγματικά κάνει. Όπως αναφέρει και ο κύριος Ιγνατίου στην παρούσα ιστοσελίδα, «αν ο Νίκος Κοτζιάς δεν υπήρχε θα έπρεπε να τον εφεύρουμε».
Αυτό στο οποίο αξίζει, θαρρώ, να σταθούμε και να συζητήσουμε είναι το ότι ουσιαστικά ο Κοτζιάς μοιάζει να εγκαινίασε ένα καινοφανές και για την ώρα εξαιρετικά και αναπάντεχα αποτελεσματικό ελληνικό εργαλείο διπλωματικής πίεσης. Κατ’ εμέ η Ελλάδα έχει εισέλθει σε μια τελείως νέα φάση πραγμάτωσης εξωτερικής πολιτικής. Πως όμως λειτουργεί η νέα εξωτερική πολιτική του ΥΠΕΞ;

Συνοπτικά, όλα δείχνουν ότι η νέα εξωτερική πολιτική της χώρας μας επί Κοτζιά είναι να ξεμπροστιάζουμε τους στρατηγικούς αντιπάλους μας (Τουρκία, Σκόπια) στα διεθνή fora με παγιωμένο τρόπο, με νομικά τετελεσμένα, επαναφέροντας δηλαδή το Διεθνές Δίκαιο και τα ισχυρά δυτικά κράτη που κυρίως το εκπροσωπούν με το μέρος μας και αφαιρώντας το οποιοδήποτε έρεισμα που θα μπορούσαν να έχουν σε αυτό οι στρατηγικοί μας αντίπαλοι.

Τελικός στόχος; Η καταστροφή της διπλωματικής στρατηγικής του αντιπάλου, δηλαδή της αφαίρεσης του βασικού στρατηγικού σκοπού του από το τραπέζι των συζητήσεων, μέσω της μεταφοράς του σκοπού αυτού στην αρχή και το κέντρο της συζήτησης ώστε να αποκαλυφθεί σε όλους. Όσο παράδοξο και αν φαίνεται, λειτουργεί.

  • Ο Νίκος Κοτζιάς «δολοφονεί» τη διπλωματική επιλογή για λύση, όχι την Ελλάδα, αλλά για τον αντίπαλο, αν η λύση αυτή πραγματικά είναι αδύνατον να βρεθεί με τρόπο ώστε να μην πληρώνει η χώρα μας τεράστιο εθνικό κόστος κάθε φορά.

Τι κάνει ο ΥΠΕΞ με απλά λόγια; Αναγκάζει τον αντίπαλό του να δείξει το πραγματικό του πρόσωπο και προθέσεις στους διεθνείς οργανισμούς και στα διεθνή fora. Στην αρχή των συζητήσεων του δίνει την ευκαιρία να αποδείξει ότι όντως θέλει επίλυση στο πρόβλημα που έχει με τη χώρα μας. Αντί όμως να τον αφήσει να παίξει το δικό του παιγνίδι (Τουρκία- «οι Τουρκοκύπριοι είναι τα θύματα μιας αδίστακτης ελληνοκυπριακής καταπίεσης», Σκόπια- «το κράτος μας είναι θύμα και αιχμάλωτος της Ελλάδας για ένα απλό όνομα») τον βάζει μπροστά στην επιθυμία του και το τι είναι αυτός πρόθυμος να κάνει για να την εκπληρώσει.

Κατόπιν τον ξεμπροστιάζει και αποκαλύπτει τον πραγματικό του στόχο (Τουρκία- Πλήρης κατοχή της νήσου, Σκόπια- Επέκταση των συνόρων ως τη Θεσσαλονίκη) με τη δημιουργία νομικού τετελεσμένου που πιστοποιεί ότι αυτές είναι τελικά οι πραγματικές του προθέσεις.

Πως το πετυχαίνει αυτό το ξεμπρόστιασμα;
Δύο είναι οι άξονες που χαρακτηρίζουν τον τρόπο με τον οποίο ο ΥΠΕΞ προσεγγίζει τα μέχρι τώρα «καυτά» και ανοιχτά εθνικά μέτωπα στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής: Ο πρώτος φαίνεται να είναι, για να το πω περιφραστικά και αγγλιστί “reach the heart of the problem”- «φτάνω στην ουσία του προβλήματος». Αποτελείται από 3 χαρακτηριστικά βήματα:

Το πρώτο βήμα είναι μια συνήθως μετριοπαθέστατη (φαινομενικά), εύκολη στο να χαθεί στα ντόπια και διεθνή ΜΜΕ, αρχική δήλωση για τη βάση στην οποία δουλεύουν οι διπλωματικές ομάδες των δύο κρατών, η οποία δεν είναι τίποτα άλλο από το κυρίαρχο και βασικότατο πρόβλημα που η χώρα μας αντιμετωπίζει από τον εκάστοτε στρατηγικό της αντίπαλο, ένα πρόβλημα με σημαντικότατο έρεισμα και ορθολογισμό όσον αφορά το διεθνές δίκαιο. Για παράδειγμα στην περίπτωση της Κύπρου, η βάση αυτή ήταν:

  • «Κανένα φυσιολογικό κράτος δε μπορεί να υπάρξει με τη μπότα του κατακτητή παρούσα στο έδαφός του».

Δηλαδή εγκατάλειψη του συστήματος των εγγυήσεων, κάτι το τόσο απλό και λογικό για το σύνολο της υφηλίου, που de facto όμως, καταργεί τον εσαεί και βασικό μοχλό πίεσης της τουρκικής διπλωματίας στο ζήτημα. Και ποιος διεθνής οργανισμός ή κονκλάβιο Μεγάλων Δυνάμεων μπορεί να αρνηθεί ένα τόσο καταστατικό και ουσιώδες στοιχείο του Διεθνούς Δικαίου όπως το δικαίωμα στην, απερίσπαστη από κάθε ξένη δύναμη, αυτοδιάθεση ενός λαού, σε αυτή την περίπτωση του κυπριακού; Κανείς.

Στην περίπτωση των Σκοπίων είναι η αφαίρεση των αλυτρωτικών διαθέσεών τους ενάντια στη χώρα μας μέσω της αλλαγής του Συντάγματός τους. Ποιος διεθνής οργανισμός ή φόρουμ δε θα το δεχόταν αυτό ως ένα λογικότατο και εξαιρετικό πλαίσιο έναρξης των συζητήσεων; Η εξασφάλιση των συνόρων δύο γειτονικών κρατών και η εξάλειψη του εθνικισμού αποτελεί πλέον για τα πολιτικά πολιτισμένα κράτη της Δύσης ένα «εκ των ων ουκ άνευ» ζήτημα. Είναι κάτι το τόσο βασικό που η κυβέρνηση των Σκοπίων δε μπορεί να το αρνηθεί ως πρώτο θέμα των συζητήσεων αλλά ούτε και να το πραγματοποιήσει, γιατί ουσιαστικά καταργεί το στρατηγικό σκοπό της, την επέκταση των συνόρων της σε ελληνικά εδάφη με δικαιολογία την απελευθέρωση των απανταχού «Μακεδόνων».

Το επόμενο βήμα του ΥΠΕΞ, αφού ορίσει το πρόβλημα, φαίνεται να είναι μια «επίθεση αγάπης» προς τον αντίπαλο. Αυτό το δεύτερο βήμα έχει σαν στρατηγικό στόχο τη δημιουργία όχι απλά μιας εντύπωσης καλής θέλησης, αλλά τη δημιουργία νομικού προηγούμενου που αποδεικνύει εσαεί την ειλικρινή θετική στάση της χώρας μας στο να επιλύσει τα προβλήματα στην εξωτερική της πολιτική. Κάτι δηλαδή όχι για τα μάτια του κόσμου, αλλά για τα κατάστιχα των διεθνών οργανισμών και fora.

Η βάση των συζητήσεων τίθεται κάθε φορά από την Ελλάδα σε ένα κραυγαλέα ορθολογικό και βασικό επίπεδο, όσον αφορά τα υπόλοιπα κράτη του πλανήτη που παρακολουθούν τις διαπραγματεύσεις, και έτσι δεν είναι δυνατόν να γίνει αντικείμενο άρνησης από κανέναν, πέραν του αντιπάλου, σε αυτό το παράδειγμα, της Τουρκίας.

Πράγματι, οι Τούρκοι απέρριψαν σχεδόν άμεσα την πρόταση Κοτζιά για απομάκρυνση όλων των στρατευμάτων τους από τη νήσο, οδηγώντας τις συζητήσεις σε αδιέξοδο. Όμως έτσι αποκαλύφθηκε σε επίπεδο διεθνούς δικαίου η πραγματική φύση των τουρκικών επιδιώξεων στο νησί.

  • Όχι μια ειρηνική συνύπαρξη των δύο κοινοτήτων μέσα σε ένα ενιαίο και κυρίαρχο κράτος απαλλαγμένο από την κατοχή, αλλά η καταπίεση και τελική εξαφάνιση της ελληνοκυπριακής πλευράς μέσω της διαρκούς απειλής και παρουσίας τουρκικών κατοχικών στρατευμάτων εντός ενός κράτους-ανεκδότου.

Κανείς όμως στο διεθνές σκηνικό δε θα μπορούσε ποτέ να ισχυριστεί ότι στο έτος 2018 η Ελλάδα θα μπορούσε καν να διανοηθεί να καθυποτάξει με τα δικά της στρατεύματα στο νησί τους Τουρκοκύπριους, ενώ μάλιστα δήλωνε πρώτη και πρόθυμη ενώπιων όλων να τους αποσύρει κιόλας.

Ξαφνικά η τουρκική διπλωματική ομάδα έμεινε χωρίς επιχείρημα. Δυστυχώς για εκείνους, η Ελλάδα δεν είναι αιμοσταγής και γενοκτονική (κατ’ εκείνους) δικτατορία εδώ και σχεδόν 50 χρόνια. Οι Τουρκοκύπριοι δεν έχουν κυριολεκτικά τίποτα να φοβηθούν από τη σημερινή Ελλάδα. Άρα προς τι η επιμονή να παραμείνουν τα στρατεύματα κατοχής στο νησί; Από ποιον χρειάζονται πλέον προστασία οι Τουρκοκύπριοι; Αυτό ήταν το ερώτημα που έθεσε ο ΥΠΕΞ στον πλανήτη, όσον αφορά το κυπριακό.

  • Η Τουρκία ξαφνικά αποκαλύφθηκε ως ένας αδίστακτος τυχοδιώκτης που προσπαθεί με διπλωματικά μέσα να ολοκληρώσει μια μισοτελειωμένη επιχείρηση κατάκτησης ξένου εδάφους. Η μάσκα του «εκπολιτισμένου και κοσμικού Ισλάμ» είχε πέσει. Ο ΥΠΕΞ είχε εκθέσει την γειτονική χώρα ανεπανόρθωτα.

Αλλά και η κυβέρνηση των Σκοπίων, όντας ούτως ή άλλως σε χειρότερη θέση διπλωματικά από τη χώρα μας, αφού έκανε προσπάθεια να αφομοιώσει τη νέα αυτή ελληνική πρόταση (αποδεικνύοντας έτσι και τον ερασιτεχνισμό και τυχοδιωκτισμό της καθώς καμία σοβαρή κυβέρνηση δε θα δοκίμαζε καν να φέρει την πρόταση Κοτζιά για το Σύνταγμα στο εσωτερικό της), τελικά φαίνεται να καταρρέει υπό το βάρος της ίδιας της εθνικής φιλοδοξίας της.

Η «επίθεση αγάπης» έχει σαν παράλληλο στόχο να αποδειχθεί σε διπλωματικό επίπεδο, σε επίπεδο δημοσίου λόγου και πιο σημαντικά σε επίπεδο διεθνούς δικαίου, ότι η Ελλάδα, όχι μόνο είναι πρόθυμη να βρει λύση, αλλά και το ότι είναι πρόθυμη να κάνει σοβαρότατες υποχωρήσεις υψηλότατου εθνικού κόστους για να το πετύχει αυτό, ενώ οι αντίπαλοί της ουσιαστικά προσπαθούν να την εκμεταλλευτούν, καθοδηγούμενοι από σκοτεινές ιδεολογίες, όπως ο πανοθωμανισμός (Τουρκία) και ο ακραίος εθνικισμός (κυβέρνηση Σκοπίων). Αυτά τα δύο τελευταία δεν αρέσουν διόλου στα πολιτικά πολιτισμένα κράτη της Δύσης.

Το τρίτο και τελευταίο βήμα είναι, αφού καταρρεύσουν οι συνομιλίες, η επιβεβαίωση της ελληνικής θετικής στάσης στο ζήτημα, δίχως εθνικιστικές κορώνες σε κυβερνητικό επίπεδο (τουλάχιστον όχι από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ), παρά μόνο η απλή ανάδειξη του βασικού προβλήματος και η απαίτηση μετατροπής του σε νομικό τετελεσμένο.

  • Να φανεί δηλαδή, για την Ιστορία, ότι η Ελλάδα πραγματικά προσπάθησε και έφτασε ως τις απόλυτες κόκκινες γραμμές της. Ότι όταν όλα κατέρρευσαν, ήταν η Ελλάδα που έκανε το παν, που ρίσκαρε, που εξέτεινε την χείρα συμφιλίωσης και όχι ο στρατηγικός της αντίπαλος, ο οποίος ξεσκεπάζεται ως ο πραγματικός υπαίτιος του ναυαγίου.

Αυτό το εκάστοτε νομικό τετελεσμένο είναι ο καρπός των κόπων του ΥΠΕΞ και ο πραγματικός στρατηγικός του σκοπός. Γιατί αυτό είναι εξάλλου και το όλο νόημα της «Κίνησης-Κοτζιά»:

  • Όχι η επίλυση του προβλήματος, αλλά η τοποθέτησή του σε μια νέα βάση εκκίνησης που δίνει το μεγαλύτερο μερίδιο των κερδών στη χώρα μας και όχι στους στρατηγικούς της αντιπάλους. Μια χρυσή παρακαταθήκη για το μέλλον.

Δεν είναι τυχαίο επομένως που η Τουρκία πλέον έχει αλλάξει την Υψηλή της Στρατηγική στο κυπριακό ζήτημα και έχει απομακρυνθεί από την εξεύρεση διπλωματικής λύσης στη de facto διχοτόμηση του νησιού. Δε θέλει να ξεκινήσουν, ίσως και ποτέ ξανά, συνομιλίες για την επανένωση της νήσου. Ξέρει ότι αν ξεκινούσαν, οποιαδήποτε στιγμή στο μέλλον, για ακόμα μία φορά, γύροι διαπραγματεύσεων, αυτοί θα γινόντουσαν επί της αρχής να φύγουν καταρχάς τα κατοχικά στρατεύματά της από το νησί, κάτι που καταργεί τον στρατηγικό της σκοπό για την πλήρη κατοχή του.

  • Ουσιαστικά η Τουρκία έχασε την ευκαιρία της να κερδίσει την κατοχή του νησιού μέσω διπλωματίας και το χειρότερο για αυτή, αποκαλύφθηκε αυτός της ο σκοπός σε διπλωματικό και διεθνές επίπεδο. Επιβεβαίωσε στην υφήλιο ότι μετά από 44 χρόνια δεν έχει αλλάξει. Παραμένει ένας κατακτητής δίχως πολιτικό πολιτισμό να επιδείξει, μόνο βαρβαρότητα.

Η ζημιά στην εξωτερική της πολιτική σε αυτό το ζήτημα είναι τεράστια σε αυτή τη φάση και δικαιολογημένα έχει αποσυρθεί από την οποιαδήποτε θέληση για επανέναρξη των συνομιλιών.

Δεν είναι επίσης τυχαίο που και η κυβέρνηση των Σκοπίων οδηγεί, κατά τα φαινόμενα, τις συζητήσεις για την ονομασία σε ναυάγιο. Με τη νέα στρατηγική του ΥΠΕΞ, με το ξεμπρόστιασμά τους δηλαδή στα διεθνή fora, δε μπορούν να κερδίσουν, μόνο να χάσουν, αφού ο βασικός τους σκοπός, η μελλοντική επέκταση των συνόρων τους ως τη Θεσσαλονίκη, μέσω μιας δικαιολογημένης προσάρτησής της ως «μακεδονική», είναι εκτός του τραπεζιού συζήτησης.

Η αποδόμηση της στρατηγικής του αντιπάλου 

Αυτή η τρίπτυχη στρατηγική είναι ολοκληρωμένη και επιτρέπει στη χώρα μας να αμύνεται διπλωματικά αλλά και να επιτίθεται από θέση ασφαλείας. Ποιος είναι ο στόχος της «Κίνησης-Κοτζιάς»; Η αποδόμηση και καταστροφή της στρατηγικής του αντιπάλου μέσω της αφαίρεσης του βασικού εργαλείου πίεσής του. Ποιος είναι ό τελικός σκοπός της; Η αδυναμία πραγμάτωσης του στρατηγικού της σκοπού με διπλωματικά μέσα.

Τόσο τα Σκόπια όσο και η Τουρκία, νομίζοντας ότι είχαν να κάνουν με μία ακόμα νωθρή ελληνική κυβέρνηση στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, βασίστηκαν για ακόμα μία φορά στους παραδοσιακούς μοχλούς πίεσής τους, τη διαστρέβλωση της Ιστορίας με στόχο να φαίνονται ως τα θύματα και όχι οι θύτες. Ο Νίκος Κοτζιάς έστρεψε αυτό το όπλο τους εναντίον τους. Εφόσον λοιπόν ήταν τα θύματα της Ιστορίας και δεν είχαν πλέον κακές βλέψεις ενάντια στη χώρα μας, τότε σίγουρα θα μπορούσαν να κάνουν κάτι το τόσο απλό που ζητούσε η Ελλάδα, ιδιαίτερα σε σημερινούς καιρούς ειρήνης, όπως το να αλλάξουν το Σύνταγμά τους ώστε να απαλείφει τα πλέον εθνικιστικά του στοιχεία, ή να αποσύρουν τα στρατεύματά κατοχής τους που δεν είχαν απλά κανένα λόγο παρουσίας σε ένα κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το κλείσιμο της παγίδας

Και ο δεύτερος άξονας της στρατηγικής του ΥΠΕΞ; Αυτός είναι το επιτυχές «κλείσιμο της παγίδας» γύρω από τον εκάστοτε στρατηγικό αντίπαλο. Όπως όλοι ξέρουμε, μετά την κατάρρευση διπλωματικών συνομιλιών, ξεκινά συνήθως ένα παιγνίδι κατηγοριών, ένα “blame game” που έχει σα στόχο καταρχήν να δικαιολογήσει την αποτυχία των συνομιλιών στον πληθυσμό στο εσωτερικό του κράτους, για αποφυγή πολιτικού κόστους, και δευτερευόντως τη δικαιολόγησή του ίδιου του κράτους στο διεθνές σύστημα. Ότι δηλαδή εκείνο κατέβαλε την κάθε δυνατή προσπάθεια για να βρεθεί λύση ενώ η άλλη πλευρά απεδείχθη μη συνεργάσιμη.

Η Ελλάδα ήταν πάντοτε δυστυχής και τραγικά αδικημένη στο εν λόγω ζήτημα. Τυγχάνει, εξαιτίας του πλήθους των κακών γειτόνων μας, του πλήθους των δειλών κυβερνήσεων μας και των πολλών και πραγματικών ερεισμάτων μας στο διεθνές δίκαιο από τα οποία είναι φύσει αδύνατο να υποχωρήσουμε, να είμαστε πάντα, στα μάτια των υπολοίπων κρατών, ο κοινός παρονομαστής του εκάστοτε προβλήματος της περιφέρειάς μας, να είμαστε πάντα “the bad guy”.

Όλοι όσοι είχαν πρόβλημα με την Ελλάδα πάντα σε διπλωματικό επίπεδο ενώνονταν κάτω από αυτή τη σημαία, δίνοντας την εντύπωση ότι η Ελλάδα ήταν το πρόβλημα όλων τους και όχι του καθενός ξεχωριστά. Το αποτέλεσμα ήταν να αποκομίζουν διαρκώς μικρά και μεγάλα κέρδη σε βάρος της χώρας μας στο διεθνές σύστημα. Το άλλο δυστυχές αποτέλεσμα στο εσωτερικό, ήταν το πάγωμα και η σταδιακή απαξίωση εξεύρεσης επωφελών λύσεων για την Ελλάδα στα βασικά εθνικά προβλήματα της εξωτερικής της πολιτικής, υπό το φόβο περαιτέρω πολιτικού και ακόμα χειρότερα, εθνικού κόστους.

Αυτή την εθνική κατρακύλα στην ελληνική διπλωματία φαίνεται να την τουλάχιστον παύει ο ΥΠΕΞ σήμερα, με μικρά αλλά σταθερά και πετυχημένα βήματα. Με τον πρώτο άξονα, ο ΥΠΕΞ κερδίζει για τη χώρα μια θέση ισχύος με παρακαταθήκη στο μέλλον για το εκάστοτε μείζον διπλωματικό ζήτημα. Με το δεύτερο παγιώνει αυτή τη θέση ισχύος, κοινοποιώντας τη στο διεθνές σύστημα κρατών, το οποίο με τη σειρά του την επιβεβαιώνει με νομικά τετελεσμένα, έχοντας δει μόνο καλή θέληση και προθυμία από τη μεριά της Ελλάδας και μόνο προβληματικούς συνομιλητές που έρχονται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με σκοπούς καθαρά επικίνδυνους, όχι μόνο ενάντια στην ίδια την Ελλάδα, αλλά κυριότερα για τα δεδομένα της εποχής μας. Και αυτό το τελευταίο στοιχείο είναι το πραγματικά κρίσιμο.

Με την Κίνηση-Κοτζιά, η χώρα μας σταματά να είναι το πρόβλημα για τα άλλα κράτη που παρακολουθούν τις διαπραγματεύσεις της και το πρόβλημα γίνεται ο εκάστοτε στρατηγικός αντίπαλός μας. Λίγο, λίγο, ο ΥΠΕΞ επαναφέρει τη χώρα στο διεθνές σκηνικό ως την ηθικά δικαιωμένη και ορθολογική στις όποιες απαιτήσεις της και υποχωρήσεις της. Χώρες όπως τα Σκόπια και η Τουρκία μετατρέπονται στα μάτια των διεθνών οργανισμών και fora σε κράτη-ταραξίες του διεθνούς δικαίου.

Μένει να αποδειχθεί αν η εν λόγω στρατηγική θα συνεχίσει να παράγει θετικά αποτελέσματα για τη χώρα μας. Η «Κίνηση-Κοτζιάς» είναι εξάλλου μια κίνηση-ματ για τα δεδομένα της διπλωματίας. Ένα από τα αρνητικά της στοιχεία είναι ότι η εξαιρετική της επιτυχία στριμώχνει τον αντίπαλο, αφαιρώντας του σχεδόν πλήρως την ευκαιρία για διπλωματική λύση που να τον συμφέρει έστω και στο ελάχιστο, ρεζιλεύοντάς τον σε διεθνές επίπεδο και αφήνοντάς του ελεύθερο μόνο το μονοπάτι της βίαιης εκπλήρωσης των στρατηγικών του σκοπών. Και αν τα στριμωγμένα Σκόπια είναι μια ουσιαστικά άκακη εξέλιξη (τι συνέβαινε εξάλλου τα τελευταία 20 χρόνια;) καθώς δεν είναι σε καμία απολύτως θέση να μας απειλήσουν, κανείς δε θέλει τη σήμερον ημέρα μια στρυμωγμένη Τουρκία….

 

*Ο  Ιωάννης Ζέρβας είναι υπάλληλος της Υπηρεσίας Ασύλου για τους πρόσφυγες του Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής και απόφοιτος ΠΜΣ των Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς.

  • Τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν απαραίτητα τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.

 

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: