Μια σταλιά τόπος. Ένας τόπος γεμάτος ιστορία. Γεμάτος πληγές και τραύματα. Δυο μέτρα γης που βρέθηκαν ν’ ανεμοδέρνουν ανάμεσα στα άγρια τα κύματα αυτού του κόσμου όπου ζούμε. Αυτή είναι η Κύπρος.
Μια μικρή πατρίδα, που πέρασε πολλά. Πάμπολλα. Μια γη που κατακτήθηκε τόσες φορές, που είδε τα μάτια του θεριού, που είδε τα νύχια του θανάτου από εκατό μεριές. Λαβώθηκε. Πληγώθηκε. Πέθανε σχεδόν. Και ξαναγεννήθηκε. Πριν από 44 περίπου χρόνια, μετά από ένα απρόσμενο, ελεεινό τραύμα, μόλις που γλίτωσε τον θάνατο. Έζησε. Αλλά μετά τις 20 Ιουλίου και τις 14 Αυγούστου του 1974, η Κύπρος δεν έχασε μόνο το ένα της το χέρι, δεν έχασε μόνο το ένα της πόδι, δεν έχασε μόνο τις μισές φλέβες της. Έχασε το μισό της σώμα.
Από τότε, οι γιατροί όπου γης, εντός και εκτός συνόρων της «εναπομείνασας» πατρίδας, οι “ειδικοί”, οι “αναλυτές” , οι “ειδήμονες”, πασκίζουν να βρουν τους τρόπους ώστε να επανακτήσει το χαμένο της σώμα. Με επιστημονικές μελέτες, με συγγράμματα, με ψηφίσματα, με προτάσεις… Όλοι πασκίζουν να βρουν τη γιατρειά. Όλοι γεννάνε ιδέες και απόψεις. Ποτέ όμως δεν συμφωνήσαμε όλοι μαζί για οτιδήποτε. Ποτέ! Πάντα ήμασταν πολλοί με πολλές ιδέες. Πάντα ήμασταν μοιρασμένοι. Ύστερα, οι ποιητές τής έγραψαν ποιήματα. Οι συνθέτες τής έγραψαν τραγούδια. Στην αρχή οι δρόμοι και οι πλατείες γέμισαν με διαδηλωτές και με συνθήματα. Οι κραυγές ακούστηκαν στα πέρατα του κόσμου. Η φωνή του άδικου έπιασε τόπο, για λίγο. Ο λόγος ήταν απλός: Το αίμα ήταν ακόμα νωπό. Γι’ αυτό μάς άκουσαν για δυο τρεις μήνες -μόνο- οι ξένοι και οι δυνατοί. Γιατί η πληγή ήταν πρόσφατη. Πολύ σύντομα μάς λησμόνησαν οι δυνατοί του πλανήτη.
Μείναμε μόνοι. Οι ρομαντικοί έκαναν προσευχές. Οι ρεαλιστές φώναξαν τις απόψεις τους. Φτιάξαμε ομάδες και κόμματα. Δημιουργήσαμε διχόνοιες και διαφορετικότητες. Έτσι, σιγά-σιγά, η πληγή δεν ξεχάστηκε μόνο απ’ τους ξένους, ξεχάστηκε κι από εμάς τους ίδιους. Φροντίσαμε τα κόμματά μας να έχουν πάθος και πείσμα. Γίναμε οι δεξιοί, οι αριστεροί, οι κεντρώοι, οι σοσιαλιστές και άλλοι πολλοί. Πολεμήσαμε να βγούμε στην εξουσία. Άλλοι “κερδίσαμε”, άλλοι αποτύχαμε. Από οποιοδήποτε πόστο όμως κι αν βρεθήκαμε, ποτέ δεν γίναμε μια γροθιά. Πάντα μοιρασμένοι. Μοιρασμένη η πατρίδα μας, μοιρασμένοι κι εμείς.
Κύριε Πρόεδρε, κύριε νέε Πρόεδρε της κουρασμένης τούτης πατρίδας, όταν σε λίγο βρεθείς στο γραφείο σου, άσε τους αυλικούς απ’ έξω για μια ώρα. Κλείσε την πόρτα, κλείσε τα παράθυρα και βάλε στο μυαλό σου να παίξει η ταινία της γης που σε γέννησε. Βάλε να παίξει στο μυαλό σου και στη μνήμη σου η Ιστορία. Βάλε στο μυαλό σου να προβληθούν οι αγώνες της Πατρίδας, της οποίας σου ‘μελλε να ηγηθείς αυτές τις δύσκολες ώρες.
Σε ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε.