Τα τραγικά Χριστούγεννα του 1974 και τα ήθη και έθιμα που επιβιώνουν και σήμερα στην Κύπρο




Τα Χριστούγεννα του 1974 και η Πρωτοχρονιά του 1975, βρήκαν τους Ελληνοκύπριους να βιώνουν ένα μαρτύριο. Περίπου 200.000 ήταν οι εκτοπισμένοι και η πλειοψηφία τους ζούσε μέσα σε αντίσκηνα.

Περίπου 2.000 οικογένειες αναζητούσαν αγαπημένα τους πρόσωπα, που ήταν αγνοούμενα. Πολλές οικογένειες θρηνούσαν για τους νεκρούς τους, ενώ στο κατεχόμενο τμήμα ζούσαν τότε χιλιάδες εγκλωβισμένοι. Τα παιδιά έκλαιγαν, γιατί οι γονείς τους δεν είχαν τη δυνατότητα να τους προσφέρουν το πιο ευτελές δώρο. Ακόμη και τα χριστουγεννιάτικα δέντρα στους προσφυγικούς καταυλισμούς ήταν φτωχά στο στόλισμά τους.

Ομάδα δημοσιογράφων της εφημερίδας «Φιλελεύθερος» βρέθηκε για ρεπορτάζ στον προσφυγικό καταυλισμό του Στροβόλου στην Λευκωσία. Όπως αναφέρει το ρεπορτάζ, τη στιγμή που οι δημοσιογράφοι έφευγαν από τον καταυλισμό άκουσαν μια αγορίστικη φωνή «Θείε, θείε…». Όταν κοίταξαν πίσω είδαν ένα πεντάχρονο να τρέχει λαχανιασμένο. Τον ρώτησαν τι θέλει και ο μικρός τους απάντησε με μια φωνή γεμάτη ζεστασιά και μια καθαρή ματιά: «Θείε να φέρεις και της αρφής (αδελφής) μου δώρο». Το 1974 ο Χριστός στην Κύπρο γεννήθηκε σε ένα παγωμένο αντίσκηνο. Να θυμίζει έτσι με κάποιο τρόπο και την γέννησή του 20 αιώνες προηγουμένως. Όπως εκείνος γεννήθηκε σε ένα στάβλο στην Βηθλεέμ έτσι και το 1974 στην Κύπρο τα παιδιά της προσφυγιάς στόλιζαν τα χριστουγεννιάτικα δέντρα τους έξω από τα αντίσκηνα.

Την χρονιά εκείνη το χριστουγεννιάτικο δέντρο του δήμου Λευκωσίας δεν στολίστηκε για να θυμίζει ότι η Κύπρος θρηνεί.

Η ανατολή του 1975 βρίσκει την Κύπρο απέραντο νεκροταφείο. Μια από τις πιο συγκινητικές φωτογραφίες της εποχής είναι αυτή που δείχνει ένα μικρό παιδί μπροστά από ένα τάφο. Η λεζάντα έγραφε: «Για το παιδάκι της φωτογραφίας δεν υπάρχουν χαρές γιορταστικές. Ούτε δώρα και παιχνίδια. Γι’ αυτό το παιδί δεν ήρθε ο Άγιος Βασίλης. Το 1975 το βρίσκει βουβό με ένα μάτσο λουλούδια πάνω από ένα τάφο».

ΘΥΜΙΣΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΡΙΖΟΚΑΡΠΑΣΟ

Η Νάσα Παταπίου, ερευνήτρια στο Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών Κύπρου, η οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε στο κατεχόμενο τμήμα του κατεχόμενου από το 1974 Ριζοκαρπάσου, στν χερσόνησο της Καρπασίας, αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ πως μονίμως της είναι αξέχαστα όλα τα Χριστούγεννα, που πέρασε στην παιδική και εφηβική της ηλικία, στη γενέτειρά της , την ακριτική κωμόπολη Ριζοκαρπάσου. «Τώρα, πλέον, οι μνήμες αυτές είναι ένα κρυστάλλινο όνειρο, που δυστυχώς είναι αδύνατο να ξαναζήσω, όχι μόνον γιατί πλέον δεν είμαι παιδί, ούτε έφηβη, αλλά και για όσα επακολούθησαν μετά την τουρκική εισβολή του 1974», λέει.

Τα Χριστούγεννα τότε στο ακριτικό Ριζοκάρπασο, σ’ εκείνη την ηλικία είναι και παραμένουν αξέχαστα για πολλούς λόγους, σημειώνει:

«Για παράδειγμα, το χριστουγεννιάτικο δένδρο ήταν φρεσκοκομμένο από το γειτονικό δάσος, γι’ αυτό μύριζε αειθαλές πεύκο ή κυπαρίσσι. Η φωτιά στο τζάκι είχε πραγματική θαλπωρή όχι μόνο για τη ζεστασιά που προσέφερε, όχι μόνο γιατί μοσχομύριζε ξύλο ελιάς ή αορατιάς, αλλά και γιατί κοντά στην εστία απολαμβάναμε τα μαγευτικά παραμύθια της μητέρας μας, ή τις ιστορίες των καλικαντζάρων και των εξαποδώ, που μας ταξίδευαν σε άλλους κόσμους μαγευτικούς, ακόμη και όταν οι δράκοι και τα τελώνια των διηγήσεων αυτών μάς προκαλούσαν απειλή και φόβο. Αλλά και η ευφυής ιδέα του πατέρα να μας διαβάζει διηγήματα του Παπαδιαμάντη, κοντά στο τζάκι, κατά τις γιορτές των Χριστουγέννων, ακόμη και όταν τότε παιδιά κάποιες λέξεις δεν τις κατανοούσαμε -και φυσικά με υπομονή μας τις εξηγούσε- αντιλαμβανόμασταν όμως το μεγαλείο της γραφής του, που μας δημιουργούσε φωταψίες παραστατικών εικόνων…».

«Αλήθεια», συνεχίζει με νοσταλγία η κ. Παταπίου, «ποιος θα μπορέσει να μας δώσει ή να μας προσφέρει τη γεύση και το άρωμα από τα χριστουγεννιάτικα “μιλλωμένα” ριζοκαρπασίτικα κουλούρια, τα καμωμένα με νόστιμο αλεύρι από ντόπιο σιτάρι, με μυζήθρα μοσχοβολιστή, βούτυρο και γάλα αιγινό, από ζώα που γεύονταν την πλούσια χλωρίδα της ευλογημένης ριζοκαρπασίτικης γης; Μαζί με τα άλλα αρώματα για την παρασκευή των “μιλλωμένων κουλουριών”, όπως κανέλα, γλυκάνισο, μέχλεπι, μαστίχα και τα πιο πάνω αγνά υλικά, ήταν και ο φούρνος που πύρωνε με ελιά, αορατιά ή σχινιά και το άρωμα και η γεύση των μιλλωμένων κουλουριών πολλαπλασιαζόταν σε ύψιστο βαθμό, και γι’ αυτό η γεύση και το άρωμά τους κατακλύζει τη μνήμη μας και παραμένει αενάως και άρρηκτα συνδεδεμένη με τη γιορτή των Χριστουγέννων. Το ίδιο και οι γεννόπιττές μας, οι στολισμένες με σταφίδες. Και τι ωραία λέξη γεννόπιττες, αντί χριστόψωμα, μια λέξη πιο ουσιαστική αφού παρασκευάζονται για τη γιορτή της γέννησης του Χριστού. Οι παραδοσιακές μας μιλλόπιττες με χοιρινό λίπος παρασκευάζονταν με ιδιαίτερη τέχνη και άνοιγαν φύλλα-φύλλα, τηγανητές, και συνοδεύονταν με ζάχαρη ή με μέλι… Ήταν το κατ’ εξοχήν γλύκισμα των Χριστουγέννων σε όλα τα νοικοκυριά του Ριζοκαρπάσου».

Και αφού η γεύση και η όσφρηση είναι μνήμη -ας θυμηθούμε εδώ τον Marcel Proust- ή τουλάχιστον είναι αισθήσεις που ενεργοποιούν αστραπιαία τη μνήμη και συνδέονται με το γαστριμαργικό μας ένστικτο, δεν θα ήταν, σημειώνει, «φαντάζομαι κολάσιμο αμάρτημα να πούμε πως και αυτά τα εύγευστα λουκάνικα της ριζοκαρπασίτικης συνταγής, από γουρούνι τροφαντό και οικόσιτο, είναι και αυτά επιπρόσθετα σπάραγμα ή μωσαϊκό γευστικής εικόνας από τα Χριστούγεννα, που ζήσαμε στο Ριζοκάρπασο. Απαραίτητη προϋπόθεση της ριζοκαρπασίτικης συνταγής για τα λουκάνικα είναι οι μυρωδάτοι σκίνοι» . Σύμφωνα με την κ. Νάσα Παταπίου «υπήρχαν όμως και άλλες εικόνες-μνήμες από το Ριζοκάρπασο, κατά τις γιορτές των Χριστουγέννων.

Αναφέρει σχετικά στο ΑΠΕ-ΜΠΕ:

«Κοντά στο τζάκι, εκτός από τα λουκάνικα και τα βάζα με το χοιρινό λίπος, ήταν και τα βάζα με τα γλυκά του κουταλιού της εποχής, όπως κυδώνι ή σύκο βαζανάτο με αμύγδαλο. Στον τοίχο της κουζίνας από τα κοτσάνια κρέμονταν ρόδια και γινωμένα κυδώνια. Στις αποθήκες υπήρχαν καρπούζια με κερωμένα τα κοτσάνια τους, για να διατηρηθούν και να προσφερθούν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι, ως σπάνιο φρούτο τότε στη χειμερινή περίοδο. Στα ανθοδοχεία μοσχοβολούσαν ήμερα ματσικόριδα από τους κήπους του κάθε σπιτιού. Στοιχηματίζω ότι από τους αγρούς του Ριζοκαρπάσου είχαν συλλεχθεί και έφυγαν για τη Γαλλία, στις αρχές του 18ου αιώνα, οι πεντακόσιοι βολβοί ματσικόριδα, για να εμπλουτίσουν ως μοναδικά και με εξαίσιο άρωμα τους εκεί βασιλικούς κήπους!».

Η Νάσα Παταπίου, πριν από τον εκτοπισμό της από το Ριζοκάρπασο, αξιώθηκε να δει και να κρατήσει την εικόνα της Μαρίας, με τα γαλάζια μάτια και το ροδαλό πρόσωπο, «της πιο γνήσιας Ριζοκαρπασίτισσας, που δεν αποχωρίστηκε ποτέ την εθνική παραδοσιακή ενδυμασία του Ριζοκαρπάσου, τη σαγιά. Κάθε Χριστούγεννα, αν και σε προχωρημένη ηλικία φορούσε την καλή της σαγιά την πλουμιστή, με το μεταξωτό βρατζί και το πουκάμισο και με το μαντήλι στη μέση και στο κεφάλι και περνούσε το κατώφλι της εκκλησίας της Αγίας Τριάδας για το Πάσκαν των γεννών… Υπήρξε, πράγματι, πιστή έως θανάτου φορέας της καρπασιακής παραδόσεως…».

Γι’ αυτό, λοιπόν η Νάσα Παταπίου, παραφράζοντας τον Κάλβο, λέει: «Χαιρέτωσαν τα ένδοξα Παρίσια/ Ωραίο και μοναδικό το Ριζοκάρπασο/ με κυριεύει…».

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ

Σήμερα Χριστούγεννα του 2016 πολλά έχουν αλλάξει, τόσο στις πόλεις, όσο και στην ύπαιθρο. Ωστόσο, σε πείσμα των καιρών και της τεχνολογικής προόδου, κάποιοι στα χωριά προσπαθούν να διατηρήσουν ζωντανά τα ήθη και έθιμα και γενικότερα την παράδοση του δωδεκαημέρου, που ορίζεται χρονικά από την παραμονή των Χριστουγέννων και λήγει ανήμερα των Φώτων.

Οι γυναίκες στα χωριά και ορισμένες στις πόλεις, που σε πείσμα των καιρών, μένουν πιστές στην παράδοση αρχίζουν τις προετοιμασίες με το καθάρισμα του σπιτιού. Καιρό πριν στολίζουν το χριστουγεννιάτικο δέντρο και όλο το σπίτι για να μπουν πιο εύκολα στο πνεύμα των εορτών. Τα παιδιά λένε τα κάλαντα από σπίτι σε σπίτι. Σήμερα η πλειοψηφία καταφεύγει στα ζαχαροπλαστεία για να προμηθευτεί γλυκά, όπως κουραμπιέδες, μελομακάρονα, το «Christmas cake» και τα σταυροκούλουρα. Η παράδοση λέει ότι κάθε νοικοκυρά πρέπει να φτιάξεις μόνη τα γλυκά για να μυρίσει το σπίτι Χριστούγεννα.

Την παραμονή της γιορτής οι νοικοκυρές ετοιμάζουν τη γέμιση της γαλοπούλας. Την επόμενη μέρα μετά τη Θεία Λειτουργία των Χριστουγέννων, σε οικογενειακή ατμόσφαιρα, γύρω από το τραπέζι απολαμβάνουν όλοι μαζί το ζεστό τραχανά ή τη σούπα αυγολέμονο με κοτόπουλο. Και μέχρι το μεσημέρι η σούβλα χοιρινό και αρνί θα ’ναι έτοιμη μαζί με πολλά άλλα παραδοσιακά φαγητά.

Όλοι περιμένουν τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά για να πάρουν δώρα και να συναντηθούν με αγαπημένα τους πρόσωπα, ανταλλάσσοντας ευχές.

Ακόμη και σήμερα στις πόλεις οικογένειες με μικρά παιδιά ετοιμάζουν το δείπνο του Άγιου Βασίλη και τον περιμένουν την Πρωτοχρονιά να έρθει και να τους επισκεφτεί, βάζοντας τα δώρα κάτω από το δέντρο και αφήνοντας πίσω του ψίχουλα από τα κουλουράκια.

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, οι νοικοκυρές παρασκευάζουν τη βασιλόπιτα και βάζουν μέσα νόμισμα για τον τυχερό της χρονιάς.

Την παραμονή των Φώτων οι νοικοκυρές φτιάχνουν «ξεροτίανα» λουκάνικα και λουκουμάδες. Σύμφωνα με το έθιμο ρίχνουν τα «ξεροτίανα» πάνω στη στέγη του σπιτιού για να φύγουν οι καλικάντζαροι, τα πνεύματα που κυκλοφορούν τις νύχτες για να κλέψουν, φωνάζοντας «τιτσίν τιτσίν λουκάνικο μασσαίρι μαυρομάνικο να φάτε τζιαι να φύετε».

Κατά την ημέρα των Φώτων διατηρείται το έθιμο της «πουλουστρίνας», τα παιδιά ζητούν από τους δικούς τους λεφτά για να τους ευχηθούν λέγοντας τους «Καλημέρα και τα Φώτα και την πουλουστρίνα πρώτα».

Ανήμερα των Θεοφανείων (Φώτων) στο τέλος της Θείας Λειτουργίας τελείται ο Μέγας Αγιασμός και στη συνέχεια στις παράλιες πόλεις γίνεται ο καθαγιασμός των υδάτων με τη ρίψη του Τιμίου Σταυρού στη θάλασσα ή στα ποτάμια και τις λίμνες. Πολλοί νέοι βουτάνε στα κρύα νερά για να βρουν τον Σταυρό και να λάβουν ξεχωριστή ευλογία. Αξέχαστα θα μείνουν τα Θεοφάνεια του 1974 στην κατεχόμενη σήμερα Αμμόχωστο, όπου της Θείας Λειτουργίας και του Αγιασμού προέστη ο τότε πρόεδρος της Κύπρου, αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ’.

ΤΟ ΕΔΕΣΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΟΥ

Τα εδέσματα του Δωδεκαημέρου στην Κύπρο είναι πολλά και ενδιαφέροντα. Η κ. Φλωρεντία Κυθραιώτου, η οποία κάνει έρευνες για την διατροφή ως γαστρονομικό και κοινωνιολογικό φαινόμενο στην Κύπρο και τον ευρύτερο πολιτισμικό της χώρο, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, κάνει πρώτα αναφορά στο πανάρχαιο έθιμο της σφαγής του οικόσιτου χοίρου.

Τις μέρες αυτές σε όλα σχεδόν τα χωριά της Κύπρου, κάθε νοικοκύρης έσφαζε το χοίρο της αυλής. Ο χοίρος ήταν σπιτίσιος, καλοταϊσμένος με αλεσμένο κριθάρι ανακατεμένο με ορρό γάλακτος (ό,τι έμενε από την τυροκόμηση), φρούτα, τραγανά βαλανίδια αν υπήρχαν στην περιοχή, τις φλούδες της πατάτας και τα αποφάγια, τα υπόλοιπα δηλαδή του οικογενειακού φαγητού.

Το μοσχαναθρεμμένο χοιρίδιο τις παραμονές των Χριστουγέννων ήταν ροδαλό, ελαφρά υπέρβαρο, μέχρι και 150 κιλά, αλλά με νοστιμότατο κρέας που δεν έχει τίποτε να κάνει με το κρέας, που σήμερα ονομάζουμε χοιρινό. Η σφαγή του χοίρου, αναφέρει, «είναι συνήθεια που ανάγεται στα αρχαία χρόνια και στις ιερές τελετές των αρχαίων μας προγόνων». Στη νεοελληνική παράδοση η σφαγή και η κοπή του χοίρου, σύμφωνα με την κ. Κυθραιώτου, «συμβόλιζε τον εξαγνισμό του σπιτιού και της οικογένειας από το κακό».

Πέρα όμως από τα λαογραφικά και τα τελετουργικά υπάρχει και κάτι άλλο πολύ συναρπαστικό: ολόκληρο το ζώο αξιοποιούνταν στο έπακρο, τίποτε δεν πεταγόταν. Από το κεφάλι φτιαχνόταν η ζαλατίνα, απ’ το κρέας τα παστά, τα κουμνιαστά, τα λουκάνικα, οι λούντζες και τα χοιρομέρια. Το λίπος όπου ήταν παχύ, κοβόταν, αλατιζόταν, πασπαλιζόταν με βότανα ή μπαχαρικά και γινόταν παστό. Με το λαρδί του χοίρου μαγείρευαν πολλά απλά και ταπεινά φαγητά της καθημερινότητας και τα έκαναν νοστιμότερα. Όπως το πιλάφι-πουργούρι που έτρωγαν στο θέρος οι θεριστάδες, που μαγειρευόταν με λαρδί και εθεωρείτο νοστιμότατο έδεσμα. Ή ακόμα έφτιαχαν τις τιτσιρίδες που ήταν μικρά κομμάτια λίπους καβουρδισμένα που ήταν ας πούμε το ποπ κορν της εποχής. Ο οικόσιτος αυτός χοίρος μαζί με το αρνί της Λαμπρής, ή τα πουλερικά της αυλής, αν υπήρχαν, ήταν όλο κι όλο το κρέας της χρονιάς.

Μια από τις ποιο ενδιαφέρουσες παρασκευές, που ευτυχώς ακόμη μας συγκινούν, παρότι έχουμε ξεχάσει την ανάγκη συντήρησης της τροφής, είναι τα λουκάνικα.

Καπνιστά, παραγεμισμένα με φρέσκο ψιλοκομμένο κρασάτο χοιρινό ή με μοσχάρι (παστουρμάς), πικάντικα με την προσθήκη μπαχαρικών και μυριστικών, όπως πιπέρι, κόλιαντρο, σπόρους από σχίνο, λεπτά ή παχουλά, ζουμερά ή στεγνά, τα λουκάνικα αναμφισβήτητα είναι η πρωταγωνιστική λιχουδιά του εορταστικού δωδεκαημέρου. Ακόμη και οι καλικάντζαροι τα λάτρευαν: «Τιτσί – τιτσί λουκάνικο, κομμάτι ξεροτήανο, να φάμε τζαι να φύουμε…». Σήμερα πρέπει να είστε πολύ τυχεροί για να βρείτε χωριάτικα λουκάνικα χωρίς την προσθήκη συντηρητικών.

H σημερινή βασιλόπιτα συνδέεται άμεσα με τον Άγιο, που η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά κατά την πρώτη μέρα του χρόνου: τον ασκητικό Άγιο Βασίλειο, επίσκοπο Καισαρείας. Το μοίρασμα της πίτας γίνεται για το καλό της χρονιάς και την καλή τύχη του σπιτιού.

Στην Κύπρο, λέει η κ. Κυθραιώτου, μαζί με τις «γεννόπιττες», τα εορταστικά δηλαδή ψωμιά των Χριστουγέννων, που με τόση τέχνη έφτιαχναν οι νοικοκυρές και είχαν ως κεντρικό σύμβολο το σταυρό, ζύμωναν από το ίδιο ζυμάρι τη μεγάλη πίτα για την Πρωτοχρονιά. Η πίτα αυτή ήταν γνωστή στα χωριά ως βασιλόπιτα, «Βασίλης» ή «Άη Βασίλης» και σε μερικά χωριά της Πάφου «βασιλόπουλλα». Στην πίτα έμπαινε πάντοτε και το νόμισμα, που θα αναδείκνυε τον τυχερό της χρονιάς. Στα πιο πολλά χωριά συνήθιζαν να κάνουν ένα ανθρωπάκι από ζυμάρι, ομοίωμα του Αγίου Βασιλείου, που το τοποθετούσαν πάνω ή δίπλα στην πίτα. Συνήθως, τα «βασιλούθκια» τα έδιναν στα παιδιά την πρώτη μέρα του χρόνου.

Η περίοδος του Δωδεκαημέρου, σημειώνει η ίδια ερευνήτρια, είναι ιδιαίτερα πλούσια σε έθιμα και παραδόσεις που σχετίζονται με το ψωμί.

Τα ψωμιά του Δωδεκαημέρου στην Πάφο είναι οι «γεννόπουλλες ή γεννόπιτες, οι βασιλόπουλλες ή βασιλόπιτες», και τα κουλούρια με διάφορα σχήματα και ονομασίες, όλα τυλιγμένα σε σησάμι —γι’ αυτό και ονομάζονται σησαμωτά. Τα διάφορα αυτά είδη εορταστικών άρτων έχουν ως βασικό στοιχείο το ότι φέρουν το σημείο του σταυρού, σε διάφορα μεγέθη και μορφές, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις διακοσμούνται και με μοτίβα από τη φύση και την καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Τα κουλούρια που φέρουν τα σχήμα του σταυρού και φτιάχνονταν και το Πάσχα ονομάζονται και σταυροκούλουρα.

Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΩΝ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΑΡΑΚΤΗ ΧΑΜΠΗ

Μιλήσαμε πιο πάνω για το έθιμο, σύμφωνα με το οποίο, στα χωριά οι νοικοκυρές την παραμονή των Φώτων φτιάχνουν «ξεροτίανα», λουκάνικα και λουκουμάδες, που τα ρίχνουν πάνω στη στέγη του σπιτιού για να φύγουν οι καλικάντζαροι, τα πνεύματα που κυκλοφορούν τις νύχτες για να κλέψουν.

Την ιστορία με τους καλικαντζάρους στην Κύπρο αποτυπώνει με την γραφίδα και την εικονογράφησή του ο σπουδαίος Κύπριος χαράκτης, Χαμπής Τσαγγάρης, στο δίτομο έργο του «Οι καλικάντζαροι τζαι το παιξίμιν».

Βραβευμένος σε διεθνείς εκθέσεις ο Χαμπής Τσαγγάρης, διευθυντής σχολής χαρακτικής, έχει παρουσιάσει αξιόλογα έργα. Ένα από αυτά είναι«Η Ανεράιδα» σε κείμενο του Βασίλη Μιχαηλίδη (1999). Στα βιβλία του συνδυάζει τις γραφικές τέχνες και τη χαρακτική, σύμφωνα με συγκεκριμένα οράματα που προέρχονται από το βάθος των παραδόσεων και των ορισμών του κυπριακού λαϊκού πολιτισμού. Οι «Καλικάντζαροί» του είναι το προϊόν μιας πολύχρονης έρευνας και της στέρεης μελέτης των λαϊκών θρύλων. Αυτό που κάνει ακόμη ιδιαίτερα τα βιβλία του Χαμπή είναι ότι κατέχει άριστα την κυπριακή τοπολαλιά.

Οι δύο τόμοι του έργου «Οι καλικάντζαροι τζαι το παιξίμιν» περιέχουν συνολικά 72 ιστορίες με τα ζωηρά όντα, σε παιγνιώδεις σκηνές και κινήσεις, χιουμοριστικές και όσο επιτρέπει ο σεβασμός του καλλιτέχνη προς την προσωπικότητά τους περιπαικτικές ακόμη και σε «δραματικές» και επίφοβες στιγμές τους.

23/12/2016 12:11
ΑΠΕ-ΜΠΕ
Α. Βικέτος
Λευκωσία

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: