Ιστορίες θυματοποίησης: από τον Μαρξ στον Βαγγέλη




Της Ευθυμίας Γιώσα

Παρακολουθώντας εδώ και περίπου ένα μήνα την εξέλιξη της υπόθεσης του εξαφανισθέντα Βαγγέλη Γιακουμάκη και τις πολλές συζητήσεις που προέκυψαν με θέμα τον σχολικό εκφοβισμό και τη θυματοποίηση, αναρωτήθηκα πόσες κοινωνίες, ανά τον κόσμο, δημιουργήθηκαν και συνεχίζουν να υφίστανται με βασικούς όρους εκείνους του θύτη και του θύματος. Το εντυπωσιακότερο, δε, είναι ότι πολλοί δεν αναγνωρίζουν καν ότι ενσαρκώνουν το ρόλο του θύματος, αντιθέτως νιώθουν ελεύθερα όντα, έτοιμα ανά πάσα στιγμή να ασκήσουν το δικαίωμα της επιλογής.

Έστω ότι επιχειρώ, πρώτον, την απέκδυση του Μαρξ από τον μανδύα του κομμουνισμού και, δεύτερον, την μερική απελευθέρωση του όρου κυρίαρχη τάξη από τα δεσμά της κοινωνικής πάλης. Τότε, ελαφρώς απαλλαγμένη από ιδεολογικές αγκυλώσεις, εύκολα διαπιστώνω την υποταγή, συχνά άνευ όρων, σε μια κυρίαρχη ιδέα, σε μια κυρίαρχη ομάδα, σ’ ένα κυρίαρχο σύστημα. Οτιδήποτε κυρίαρχο φαίνεται πως δε διστάζει να ταυτιστεί, έστω και άρρητα, με το ρόλο του θύτη ή, τέλος πάντων, με το ρόλο εκείνου που ελαφρά τη καρδία συμπεραίνει ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Έτσι, προκειμένου μια κυρίαρχη ομάδα, λόγου χάρη, να πετύχει τους στόχους της εκπληρώνοντας το σκοπό της, επιστρατεύει όλα της τα μέσα και, μάλιστα, καταφέρνει να βρει συμμάχους σ’ αυτόν της τον αγώνα. Οι «σύμμαχοι», ελπίζοντας συχνά στην ανατροπή μιας κατάστασης προς όφελος των πολλών, ή στην προσωπική τους αποκατάσταση, ή, ακόμα, στην ικανοποίηση των βιοποριστικών τους αναγκών, καταλήγουν ανυποψίαστα θύματα ενός κοινωνικού εκφοβισμού.

Στον καιρό της παγκοσμιοποίησης, η έννοια χρησιμεύει για να στηρίξω πάνω της την ομοιότητα του δίπτυχου θύτης-θύμα σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Έτσι, για τη γράφουσα, ο ρακένδυτος, για παράδειγμα, Ινδός που δουλεύει ατέλειωτες ώρες για ψίχουλα που είναι όμως απαραίτητα για την επιβίωσή του, δεν είναι μεγαλύτερο θύμα από τον πτυχιούχο νέο που εργάζεται εθελοντικά με την προοπτική μιας μόνιμης απασχόλησης η οποία θα του αποδώσει κάποια στιγμή στο μέλλον τα αντίστοιχα ψίχουλα του ευγνώμονα Ινδού. Βέβαια, υπάρχει κι η περίπτωση τα ψίχουλα να είναι ένας ικανοποιητικός μισθός ή, εφόσον σταθεί η τύχη αρωγός, ένας παχυλός μισθός και τότε είναι που το θύμα πέφτει σε ακόμη πιο βαθιά χειμερία νάρκη, κομπάζοντας τον ισχυρό. Πολλές φορές, είναι εκείνο που ανοίγει έναν καινούριο κύκλο θυματοποίησης αναλαμβάνοντας, όμως, στην προκειμένη, να φέρει εις πέρας τον πρωταγωνιστικό και αβανταδόρικο ρόλο του θύτη.

Οι νταήδες από την Κρήτη δεν μπορούν ν’ αντιληφθούν πως τα πραγματικά θύματα της υπόθεσης είναι οι ίδιοι. Υπόδουλοι κάποιων φτηνών ενστίκτων, παράπλευρες απώλειες μιας κακοφορμισμένης κοινωνίας, γρανάζια μιας -σίγουρα συναισθηματικά ενδεχομένως και σωματικά- δολοφονικής μηχανής, τσαλακώνουν με τα ίδια τους τα χέρια τη ζωή τους και την πετούν στο καλάθι των αχρήστων. Βέβαια, την ίδια στιγμή έχουν προλάβει να τσαλακώσουν και τη ζωή ενός αθώου. Από την άλλη, οι κατά καιρούς κυρίαρχοι της κοινωνίας, με τα ατσαλάκωτα κοστούμια, έχουν εξελίξει τις μεθόδους τους και τσαλακώνουν, σχεδόν αθόρυβα, τις ζωές των, εν μέρει και υπό προϋποθέσεις, αθώων με το πρόσχημα της σωτηρίας. Της σωτηρίας της χώρας πάνω απ’ όλα. Δεν ήθελε, τάχα, να σώσει τους πολίτες αυτής της χώρας και ο απερχόμενος Υπουργός Οικονομικών; Ε, λοιπόν, πού είναι το κακό που παρασύρθηκε από το όραμά του κι άφησε τα θύματα (βλέπε μικροκαταθέτες) να στηρίζουν το πολύπαθο τραπεζικό σύστημα, ενώ εκείνος φασούλι το φασούλι εξασφάλιζε την οικονομική του επιβίωση σε έδαφος εξωτερικό; Κάπως έτσι τουλάχιστον διαβάζω σε δημοσίευμα της Real News ότι έγιναν τα πράγματα. Μέχρι ν’ αποδειχτεί, είναι αθώος ∙ αυτή (η λέξη) κι αν είναι θύμα.

«Ανάπηρος, δείξε τα χέρια σου. Κρίνε για να κριθείς». Στις 10 Μαρτίου του 1925 γεννήθηκε ο Μανόλης Αναγνωστάκης του οποίου και τους στίχους μόλις παρέθεσα. Η αλήθεια είναι ότι πάσχισα αρκετά να τους δώσω μια ερμηνεία. Προσαρμόζοντάς την, για τις ανάγκες αυτού του άρθρου, στα μέτρα του Μαρξ και του Βαγγέλη, θα την μετέτρεπα σε προτροπή απέναντι στον εαυτό μας: κρινόμενοι ούτως ή άλλως από τους άλλους κι από εμάς τους ίδιους, έχουμε μια ευκαιρία να πράξουμε. Το λίγο, το ελάχιστο, εκείνο που είναι τόσο μικρό που καταντά εκτός της κλίμακας του μέτρου. Μόνο που προηγουμένως απαιτείται να παραδεχτούμε πως είμαστε ανάπηροι. Μόνο τότε, παραδεχόμενοι την αναπηρία μας θα γίνει η σιωπή μας (μερικώς) πολιτική πράξη, θα λάβει κι η ανοχή το ισχνό μερίδιο εξιλέωσης που της αναλογεί.

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: