Σκληρή μάχη για την επικράτηση στις επερχόμενες αμερικανικές εκλογές




Της ΕΛΕΝΗΣ ΑΡΓΥΡΗ

Με τις εκλογές του μεσοδιαστήματος να απέχουν μόλις έξι μήνες, η κινητικότητα που επικρατεί στα επιτελεία Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων, αποτυπώνει την κρισιμότητα της μάχης που θα δοθεί στην κάλπη, στις 4 Νοεμβρίου. Οι 435 έδρες στην Βουλή των Αντιπροσώπων, οι 33 από τις 100 έδρες στην Γερουσία και 36 κυβερνητικοί θώκοι σε ισάριθμες Πολιτείες, θα ανανεωθούν, στέλνοντας πολλαπλά, ουσιαστικά και συμβολικά μηνύματα με καθοριστική σημασία, για την προεδρική αναμέτρηση του 2016.

Η πρόκληση αυτών των εκλογών είναι τεράστια, αφού οι Ρεπουμπλικάνοι για πρώτη φορά μετά το 2006, βλέπουν ορατό το ενδεχόμενο επανελέγχου της Γερουσίας, στην οποία σήμερα έχει την πλειοψηφία το Δημοκρατικό Κόμμα με πέντε έδρες διαφορά (τρείς έδρες δημοκρατικών Γερουσιαστών και δύο ανεξάρτητων Γερουσιαστών που στηρίζουν την κυβέρνηση). Αν οι Ρεπουμπλικάνοι καταφέρουν να αποσπάσουν έξι περισσότερες έδρες- διατηρώντας φυσικά και τις ήδη υπάρχουσες- θα ελέγξουν και τα δύο νομοθετικά σώματα του Κογκρέσου, δένοντας οριστικά τα χέρια του Μπαράκ Ομπάμα και καθιστώντας οποιαδήποτε πρωτοβουλία του χαμένη εκ των προτέρων. Η μάχη που καλούνται να δώσουν οι Δημοκρατικοί μοιάζει τιτάνια, καθώς όπως λένε αναλυτές, οι προβλέψεις και οι συσχετισμοί δεν μοιάζουν να τους ευνοούν.

Για παράδειγμα η Νότια Ντακότα και η Δυτική Βιρτζίνια, όπου οι Δημοκρατικοί Γερουσιαστές αποχωρούν λόγω ηλικίας από τον πολιτικό στίβο, φαίνεται πως θα περάσουν στα χέρια των Ρεπουμπλικάνων, ενώ το ίδιο ισχύει και για τις σημαντικές Πολιτείες του Κολοράντο και του Νιου Χαμσαιρ. Όπως εκτιμάται, οι Ρεπουμπλικάνοι αυτή την φορά έχουν πολύ καλές πιθανότητες να πετύχουν τον έλεγχο της Γερουσίας και μάλιστα μέσω πολλαπλών διαφορετικών οδών. Στην Βουλή των Αντιπροσώπων, η ηγεμονία των Ρεπουμπλικάνων που στηρίζεται σε υπεροχή 33 εδρών δεν φαίνεται να κλονίζεται, όχι μόνο γιατί φαίνεται πολύ δύσκολο, υπό τις παρούσες συνθήκες, οι Δημοκρατικοί να κερδίσουν 17 επιπλέον έδρες, αλλά πρωτίστως γιατί παραδοσιακά, το κόμμα που βρίσκεται στον Λευκό Οίκο, κυρίως λόγω κόπωσης, χάνει έδρες στην Βουλή, κατά τον έκτο χρόνο της διακυβέρνησης.

Εκτός πάντως από τους αριθμούς που δείχνουν να ευνοούν τους Ρεπουμπλικάνους, είναι και τα θέματα που κυριαρχούν στην πολιτική ατζέντα, που προσφέρονται για πολιτική εκμετάλλευση από το συντηρητικό κόμμα. Το Obamacare έχει γίνει η σημαία της προεκλογικής του εκστρατείας και το ισχυρότερο όπλο του, στην μάχη που δίνει για να πλήξει την αξιοπιστία του Αμερικανού Προέδρου. Και αυτό, διότι η δυσαρέσκεια του εκλογικού σώματος για τις καθυστερήσεις και τα αλλεπάλληλα προβλήματα του ηλεκτρονικού συστήματος, δεν έχει ξεθυμάνει. Οι Ρεπουμπλικάνοι εκμεταλλεύονται κάθε ευκαιρία που τους δίνεται για να αναδείξουν τις αδυναμίες του Obamacare και να το αποδομήσουν, γνωρίζοντας ότι κάτι τέτοιο χτυπά απευθείας τον Προέδρο.  Η Ρεπουμπλικανική απάντηση στους πανηγυρισμούς του Λευκού Οίκου, όταν ανακοίνωσε ότι οι εγγεγραμμένοι στο νέο σύστημα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, έφτασαν τα 8 εκατομμύρια σε λίγους μήνες, ήταν άμεση. «Τα 8 εκατομμύρια» όπως σχολίασαν καυστικά πριν περάσει δευτερόλεπτο από την ανακοίνωση, «αντιστοιχούν σε μόλις 3% των 313,9 εκατομμυρίων Αμερικανών. Κρατήστε τις σαμπάνιες για αργότερα».

Το Δημοκρατικό κόμμα σε μια σαφή προσπάθεια να ενισχύσει την θέση του, διατρανώνει με κάθε ευκαιρία πως «η οικονομία είναι πιο ισχυρή από ότι ήταν ποτέ τα τελευταία χρόνια» και το επιτελείο του Μπαράκ Ομπάμα σηκώνει ψηλά στην ατζέντα του, την αύξηση του κατώτατου μισθού, την μείωση των ανισοτήτων και την ενίσχυση της μεσαίας τάξης. Οι επιδόσεις του αμερικανικού Χρηματιστηρίου, που αποτελεί και των καθρέφτη των διεθνών αγορών, έχουν εκτοξευθεί, η ανεργία έχει πέσει στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων πέντε ετών και η αγορά κατοικίας που έσυρε την χώρα στην ύφεση το 2008, καταγράφει εντυπωσιακή ανάκαμψη. Οι Αμερικανοί ψηφοφόροι ωστόσο είναι επιφυλακτικοί και δύσπιστοι. Δεν θεωρούν ότι η βελτίωση των οικονομικών μεγεθών έχει μετακυλήσει στο πορτοφόλι τους, δεν πιστεύουν ότι η μεσαία τάξη θα δει σύντομα καλύτερες μέρες και δεν συμμερίζονται την ευφορία των χρηματιστών της WallStreet.

Η χαμηλή δημοτικότητα του Μπαράκ Ομπάμα, που αγγίζει μετά βίας το 40%, αντικατοπτρίζει σύμφωνα με αναλυτές αυτό ακριβώς το κλίμα. Και υπενθυμίζουν με νόημα ότι «όταν ο Τζώρτζ Μπους ο νεότερος έχασε τον έλεγχο των δύο σωμάτων, το ποσοστό δημοτικότητας του ήταν στο 30%». Το Δημοκρατικό επιτελείο έχει επιδοθεί σε έναν αγώνα δρόμου και χρόνου, προκειμένου να κινητοποιήσει την βάση του. Γυναίκες, μειονότητες, νεαρούς ψηφοφόρους. Η προσέλευση τους στην κάλπη, όπως γνωρίζουν, θα είναι καθοριστική για το αποτέλεσμα. Όμως, σύμφωνα με δημοσκόπηση που πραγματοποίησε το Ινστιτούτο Πολιτικής στο J.F.KennedySchoolofGovernment του Harvard, οι νέοι ψηφοφόροι του Δημοκρατικού Κόμματος, που αποτελούν και την ραχοκοκαλιά της εκλογικής του βάσης, σφυρίζουν σχεδόν αδιάφορα ενόψει της εκλογικής διαδικασίας του Νοεμβρίου, την ώρα που οι συντηρητικοί συνομήλικοί τους, μοιάζουν πιο παθιασμένοι από ότι συνήθως. Συνολικά η ρεπουμπλικανική βάση, σύμφωνα με αναλυτές, βρίσκεται ήδη σε ετοιμότητα και ανυπομονεί να ανοίξει τον δρόμο στην συντηρητική παράταξη για επάνοδο στην εξουσία το 2016. Ένα από τα προβλήματα ωστόσο που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι επιτελείς του GOP είναι η συσπείρωση των υποστηρικτών της ακραίας πτέρυγας του κόμματος, του TeaParty, που δείχνει να μειώνει την απήχηση του και την επιρροή του, το τελευταίο διάστημα. Επίσης πρέπει, όπως σχολιάζουν αναλυτές, επιτέλους, να διαμορφώσει μια σοβαρή και αξιόπιστη πρόταση για το τι ακριβώς θα πράξει με το Obamacare. Θα επιχειρήσει να το βελτιώσει? Θα το αντικαταστήσει με κάτι άλλο? Έως τώρα εκτός από την συντονισμένη σκληρή κριτική επί του νέου συστήματος ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και τις προσπάθειες εντυπωσιασμού, δεν έχει κατατεθεί καμία εφαρμόσιμη εναλλακτική πρόταση.

Σύμφωνα με δημοσκόπηση του PewResearchCenter/USAToday που δημοσίευσε το περιοδικό Time, το κλίμα για τους Δημοκρατικούς είναι το δυσμενέστερο των τελευταίων 20 ετών. Τα ευρήματα είναι αποκαλυπτικά και όπως λένε οι ερευνητές του PewResearchCenter, όλα τα δεδομένα θυμίζουν εποχές του 1994, οπότε οι Ρεπουμπλικάνοι κέρδισαν τον έλεγχο της Βουλής μετά από τέσσερις δεκαετίες! Το 47% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων είτε στηρίζουν Ρεπουμπλικάνο υποψήφιο στην περιφέρεια τους, είτε κλίνουν προς αυτή την κατεύθυνση, ενώ μόλις το 43% δηλώνει ότι προτίθεται να στηρίξει με την ψήφο του Δημοκρατικό υποψήφιο. Σύμφωνα με δημοσκόπηση του CBS ενώ το 70% των ρεπουμπλικάνων ψηφοφόρων αδημονεί να φτάσει η ώρα της κάλπης, το αντίστοιχο ποσοστό των δημοκρατικών ψηφοφόρων που συμμερίζεται τον ίδιο ενθουσιασμό, μόλις που φτάνει το 58%. Οι υπόλοιποι δείχνουν μάλλον απρόθυμοι.

Και αν κανείς αναρωτιέται σε ποιο ακριβώς σημείο της προεκλογικής ατζέντας των δύο κομμάτων, βρίσκονται τα μεγάλα διεθνή ζητήματα και τα ανοιχτά μέτωπα εκτός αμερικανικών συνόρων, όπως η Ουκρανία, η Συρία, το μεσανατολικό και το Ιράν, η απάντηση που δίνουν οι αναλυτές είναι «αν όχι πουθενά, τότε πολύ χαμηλά». Και αυτό συμβαίνει, όχι μόνο γιατί είθισται στις λεγόμενες εκλογές του μεσοδιαστήματος να κυριαρχούν θέματα εσωτερικού ενδιαφέροντος και κυρίως η οικονομία, αλλά και γιατί η αμερικανική κοινωνία δείχνει να έχει διαμορφώσει πια, πολύ συγκεκριμένη άποψη και να έχει άλλες απαιτήσεις από τον Λευκό Οίκο και το Κογκρέσο, από ότι παλαιότερα. Απαιτήσεις που συμπυκνώνονται στην φράση που ακούει κανείς, καθημερινά, σχεδόν παντού. «Ας ασχοληθούν επιτέλους με τα δικά μας και ας σώσουν τον κόσμο κάποια άλλη φορά».

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: