Οι λύκοι, δεν ουρλιάζουν μόνο στο ολόγιομο φεγγάρι… αλλά κι όταν τα παιδιά χάνονται .. για εκείνα τα άλυτα που δεν ξεμπερδεύονται… για τους δαίμονες που δεν ξορκίζονται.. για το μαχαίρι που κρατούσε το αγόρι, και με 15 «τυφλές» κινήσεις στην πλάτη, θυσίασε όλη την παιδική του αθωότητα... για τη στιγμή εκείνη που το άψυχο σώμα της αδελφής του , έπεσε πάνω στη λίμνη που σχηματίστηκε από το αίμα της…
Εκεί που έγραψε την πράξη, της σκηνής της τελευταίας… εκεί που το κορίτσι, βγαίνοντας από το μπάνιο, άρχισε να κλαίει να φωνάζει «βοήθεια, βοήθεια», αλλά δεν ανταποκρίθηκε κανείς… κι όχι γιατί δεν άκουσε… κωφός δεν είναι ο άνθρωπος, που γεννιέται ή αποκτά στην πορεία της ζωής του ακουστικά προβλήματα, αλλά ο άνθρωπος που κλείνει τ´ αυτιά, από ανικανότητα, ν´ ακούσει, να αισθανθεί… από ανικανότητα ψυχής, αναπηρία συναισθημάτων…
«Ήταν γύρω στις 4:30 το απόγευμα , όταν άκουσα τη Μαρία, να φωνάζει βοήθεια, βοήθεια»… εξομολογείται, η κυρία που μένει απέναντι από το σπίτι… και συνεχίζει:
Χαιρέτησα, την κυρία, έσκυψα από ντροπή κι έφυγα… Λοίταξα άλλη μια φορά, το σπίτι και ντράπηκα περισσότερο.. ένας πατέρας, μόλις είχε χάσει δυο παιδιά… το ένα δολοφονήθηκε από τον μεγαλύτερο και μοναδικό αδελφό του και το άλλο, θάφτηκε μια για πάντα, σε μία αποθήκη ψυχών… Μετά την παραδοχή του, οδηγήθηκε σε χώρο, ειδικά διαμορφωμένο, στο ψυχιατρείο της Κύπρου, συνοδευόμενο από μία πράξη, που θα τον στοιχειώνει για πάντα, ακόμα κι αν ολοκληρωθεί επιτυχώς η θεραπεία του…
Στο δρόμο του Αγίου Ιωάννη, ήταν ένα αγόρι… «τον γνώριζα, κυρία», είπε… εκεί κατάλαβα ότι τα εφηβικά μάτια του, άρχισαν να μην αντέχουν τον κόσμο της πραγματικότητας, είχε ανάγκη να μιλήσει, ακόμα και σε μία άγνωστη που συνάντησε στο δρόμο.. «Το κορίτσι, ήταν πολύ καλό. Ο Α ήταν επιθετικός. Εμείς, ως παιδιά προσπαθούσαμε να τον πλησιάσουμε, του μιλούσαμε καλά. Στο σχολείο δεν ερχόταν κι αν ερχόταν δεν έφερνε, τα πράγματα του. Γιατί το έκανε, κυρία; Γιατί πέθανε η Μαρία; Γιατί να πεθαίνει ο κόσμος; Γιατί να πεθαίνουν παιδιά; Η Μαρία, δεν έκανε κακό σε κανένα»…
Τον κοιτούσα στα μάτια, και προσπάθησα να τον καθησυχάσω… Ήξερα ότι οι δικές μου, απαντήσεις στα δικά του γιατί, θα τον τάραζαν ακόμη περισσότερο. Τι να του έλεγα, ότι ο κόσμος έγινε χειρότερος; Ότι η Μαρία, που ήταν τόσο καλή, εκλιπαρούσε για βοήθεια, αλλά δεν την βοήθησε κανείς, σε μια γειτονιά, που τα σπίτια δεν τα χωρίζει, ούτε τοίχος; Ότι δεν φιλοτιμήθηκε, ένας, να τηλεφωνήσει έστω στην αστυνομία;»… Ότι η ζημιά, στη ψυχή του άλλου παιδιού, μεγάλωσε, γιατί δεν ενδιαφέρθηκε κανείς γι αυτό;
Κι αν στρέψεις για λίγο το βλέμμα σου, προς τον ουρανό και καταφέρεις να το ξεκολλήσεις από το πάτωμα, είμαι βεβαία, πως θα ζητήσεις, εσύ, αυτή τη φορά, από τη Μαρία «βοήθεια, βοήθεια», μήπως και σε συγχωρέσει… Μόνο που η Μαρία, το έχει κάνει ήδη… Το εκτόπισμα της, όπως αποδείχθηκε, ήταν μεγαλύτερο από αυτό της γης… Ήθελε να πετάξει και πέταξε… για να πει σε όλα τα παιδιά αυτό που βλέπουν, από εκεί ψηλά, πως αυτός ο κόσμος έγινε χειρότερος… Και ναι, κοινωνία, που δε σώζει τα παιδιά της, δεν αξίζει να σωθεί…
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσωπικά δε θα ήθελα να αναφερθώ ούτε στο τι γνώριζε, το γραφείο ευημερίας, ούτε στην κυρία Ζέτα Αιμιλιανίδου, ως άνθρωπος, θα αποταθώ, όταν κάποιο από τα ρεπορτάζ μου, θα έχει ως θέμα τον «καφέ»… Εξάλλου, οι αρμόδιοι όπως και οι νυν αλλά και οι τέως κυβερνήσεις, δεν είναι τίποτα άλλο, παρά ο καθρέπτης των επιλογών μας…
«Δεν έχουμε δικαίωμα στο θάνατο, τόσο η γυναίκα μου όσο και εγώ», λέει ο Βίκτωρας Παπαδόπουλος…