Την περασμένη εβδομάδα, το αμερικανικό Υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε κυρώσεις εναντίον δύο τούρκων υπουργών λόγω της συνεχιζόμενης κράτησης ενός Αμερικανού πάστορα. Αυτό δεν αποτέλεσε έκπληξη: τα τελευταία χρόνια, η Τουρκία έχει βρεθεί συχνά σε αντιπαράθεση τόσο με την ΕΕ όσο και με τις ΗΠΑ για θέματα της εσωτερικής ή της εξωτερικής της πολιτικής.
Ο αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έχει απειλήσει στο παρελθόν την Τουρκία με κυρώσεις αν προχωρήσει στην αγορά του πυραυλικού συστήματος S-400 από τη Ρωσία και οι ΗΠΑ ερευνούν τις δραστηριότητες της κρατικής τράπεζας Halkbank για παραβίαση των κυρώσεων εναντίον του Ιράν. Σύμφωνα με το Bloomberg, οι ΗΠΑ έχουν επίσης προετοιμάσει κατάλογο τουρκικών εταιρειών και ιδιωτών εναντίον των οποίων ενδέχεται να επιβληθούν νέες κυρώσεις.
Οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν όμως από την ΕΕ και τις ΗΠΑ μετά την εισβολή προκάλεσαν νομισματική κρίση και μια ύφεση που κράτησε δύο χρόνια. Οι ρωσικές εταιρείες αποκλείστηκαν από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές και δεν μπόρεσαν να επαναγοράσουν το χρέος τους. H ζήτηση συναλλάγματος εκτοξεύτηκε στα ύψη. Η κρίση αυτή, σε συνδυασμό με την πτώση των τιμών του πετρελαίου, οδήγησε σε υποτίμηση του ρουβλίου έναντι του δολαρίου κατά 50%.
Ευτυχώς για την οικονομία, ο Βλαντίμιρ Πούτιν είχε αναθέσει την οικονομική πολιτική σε μια ομάδα τεχνοκρατών. Η κεντρική τράπεζα απελευθέρωσε την ισοτιμία του ρουβλίου και αύξησε το βασικό της επιτόκιο κατά 750 μονάδες βάσης. Ένα κρατικό επενδυτικό κεφάλαιο στέρεψε, τα συναλλαγματικά αποθέματα μειώθηκαν κατά 150 δισεκατομμύρια δολάρια, αλλά αποφεύχθηκαν τα capital controls και η κεντρική τράπεζα απέκτησε μεγαλύτερη ανεξαρτησία.
Η τουρκική οικονομία, αντίθετα, αναπτύχθηκε πάνω από 7% το 2017, γεγονός που συνοδεύτηκε από αύξηση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών και μικρή αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος. Παρόλο που το δημόσιο χρέος της Τουρκίας είναι σχετικά μικρό, το εξωτερικό της χρέος είναι ως ποσοστό του ΑΕΠ πολύ μεγαλύτερο από εκείνο της Ρωσίας το 2014.
Η Τουρκία εξαρτάται από τις επενδυτικές ροές όσο η Ρωσία εξαρτάται από το πετρέλαιο. Η απομάκρυνση των επενδυτών από τις αναδυόμενες αγορές αποδυνάμωσε φέτος την τουρκική λίρα κατά 25% έναντι του δολαρίου. Αυτό πυροδότησε τον πληθωρισμό και κατέστησε ανεπιθύμητη την περαιτέρω υποτίμηση της λίρας.
Για να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών, ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν πρέπει να μιμηθεί τον Πούτιν και να τοποθετήσει ειδικούς στο οικονομικό επιτελείο. Πρέπει επίσης να επιτρέψει στην κεντρική τράπεζα να ανακτήσει την ανεξαρτησία της. Η αλλαγή όμως του πολιτικού συστήματος σε μια ισχυρή εκτελεστική προεδρία δεν αφήνει πολλές ελπίδες για κάτι τέτοιο.
Ο Ερντογάν ελπίζει πως η Τουρκία θα λάβει μεγαλύτερα δάνεια από την Κίνα και άλλες αναδυόμενες αγορές, όπως συνέβη με τη Ρωσία. Η ρωσική εμπειρία όμως δείχνει ότι η αντικατάσταση ορισμένων ξένων επενδύσεων απαιτεί χρόνο. Η Τουρκία πρέπει να αποκαταστήσει γρήγορα τις σχέσεις της με τη Δύση αν θέλει να αποφύγει μια μεγαλύτερη κρίση.
(*) Η Τατιάνα Ορλοβα είναι ιδρύτρια και επικεφαλής οικονομολόγος της Emerginomics – Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Financial Times via ΑΠΕ-ΜΠΕ
Η Ελλάδα μεταξύ των …”θηρίων”: Η διαμάχη της Αμερικής και της Ρωσίας μας επηρεάζει απόλυτα