Η αλήθεια είναι ότι δεν περίμενε κανείς ότι η αριστερή κυβέρνηση της Ελλάδας θα έφτανε στο σημείο να διατηρεί στενές διπλωματικές και λοιπές σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες και να βρίσκεται σε παρατεταμένη κρίση, με την ομόθρησκη Ρωσία, η οποία, όμως, μετά το πρώτο αλληθώρισμα με την ισλαμική Τουρκία, έχει προχωρήσει σε στρατηγική συνεργασία με τη γειτονική χώρα.
Εάν επιχειρούσε κάποιος ψυχρή ανάλυση της παρούσας κατάσταση, εύκολα θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι αναφορικά με την Ελλάδα, όλα έγιναν τυχαία και όχι προγραμματισμένα. Η κατάσταση όπως εξελίχθηκε δεν ήταν αναμενόμενη, υπό την έννοια ότι η πλειοψηφία των αξιωματούχων του παλαιού ΣΥΡΙΖΑ, παραμένουν και σήμερα αντιαμερικανοί, αν και η «μόδα» πέρασε. Ένας φίλος διπλωμάτης με πηγαίο χιούμορ, ισοπέδωσε τη συζήτηση για το θέμα, λέγοντας ότι «δεν είναι καν σέξι ο αντιαμερικανισμός», έστω και αν την Αμερική διοικεί ο γνωστός συντηρητικός, κατά πολλούς ρατσιστής, πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ.
Τον Οκτώβριο του 2017, όταν ο κ. Τσίπρας επισκέφθηκε το Λευκό Οίκο με ειδική προσωπική πρόσκληση του Αμερικανού Πλανητάρχη, ήταν αναμενόμενο «να μπει το νερό στο αυλάκι», αφού οι Αμερικανοί άρχισαν να δυσκολεύονται να συνεννοηθούν με τους Τούρκους. Και επιχείρησαν μία «δοκιμή» κατά τη γνώμη μου, και αυτό που θα καταγράψω δεν βασίζεται αποκλειστικά σε πληροφόρηση, αλλά και σε ανάλυση των δεδομένων που έχουμε ενώπιον μας.
Η επίσκεψη του προέδρου της Τουρκίας κατέληξε σε φιάσκο, η συμφωνία για το Σκοπιανό άφησε πολύ πικρή γεύση στον ελληνικό λαό, και η επίλυση των προβλημάτων που δημιουργεί η Αλβανία δεν είναι μία εύκολη υπόθεση.
Οι συζητήσεις για όλα αυτά τα θέματα και ο τρόπος της μεθόδευσης που αναζητήθηκε, έφερε πολύ κοντά την Αθήνα και την Ουάσιγκτον και απομάκρυνε την Ελλάδα από τη Ρωσία, χωρίς αναγκαστικά -επαναλαμβάνω- αυτό να έγινε βάση σχεδιασμού.
Απ’ εκεί και πέρα τα πράγματα πήραν τον κατήφορο και ήρθε η «Συμφωνία των Πρεσπών», ως κερασάκι στην τούρτα, για να αφεθεί να ξεσπάσει η ρωσική οργή. Η ανάμειξη της Μόσχας, όπως υποστηρίζει η Αθήνα, στις διαδηλώσεις για το Σκοπιανό, ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Ενόχλησε σφόδρα ένα πράγμα: ότι -σύμφωνα με την ελληνική κυβέρνηση- οι Ρώσοι πιάστηκαν στα πράσα όταν επιχείρησαν να δωροδοκήσουν ακόμα και Έλληνες αξιωματικούς. Αλήθεια ή ψέματα δεν ξέρω να σας πω, αλλά άκουσα και εγώ πως υπάρχουν και αποδείξεις.
Εάν όντως αναμείχθηκε τόσο βαθιά η Μόσχα σε ένα σοβαρότατο εθνικό θέμα, όπως είναι το Σκοπιανό, αυτό είναι μέγα πρόβλημα. Υπάρχει και η άλλη θεωρία: ότι δηλαδή η Ελλάδα είναι «Μπάτε σκύλοι αλέστε» και οι πράκτορες πολλών χωρών, επηρεάζουν ακόμα και ανώτερα στελέχη των εκάστοτε ελληνικών κυβερνήσεων. Γιατί ενοχλήθηκε η κυβέρνηση μόνο από τη δράση των Ρώσων πρακτόρων και το έκανε και θέμα; Εάν έφτασαν μέχρι τη δωροδοκία Ελλήνων αξιωματικών, η κυβέρνηση δεν είχε άλλη επιλογή.
Ο Αλέξης Τσίπρας πρέπει επειγόντως να ξεκαθαρίσει τη θέση του και για τα δύο θέματα:
Η Ρωσία είναι μία δύσκολη χώρα με πολύχρονες αβεβαιότητες, ειδικά για το τι ακριβώς επιδιώκει. Ταυτόχρονα, ο ηγέτης της Βλαντιμίρ Πούτιν είναι ένας αυταρχικός και προβληματικός ηγέτης, που απαιτεί πλήρη υποταγή απ’ όσους κάθονται απέναντί του.. Αυτή η θέση του, αλλά και η τακτική του, δεν μπορεί να λειτουργήσει αναφορικά με την Ελλάδα. Ενώ λειτουργεί άψογα σε ότι αφορά την Τουρκία, επειδή ακριβώς βλέπει με το ίδιο μάτι πολλά πράγματα που αφορούν τον κόσμο γενικότερα.
Ζούμε σε μία εποχή, όπου κυριαρχεί το απρόβλεπτο:
Είναι πολλά τα ερωτήματα, αλλά λίγες και συγκεχυμένες οι απαντήσεις. Ότι και να συμβαίνει η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να πάρει τις αποφάσεις της με βάση το εθνικό και στρατηγικό συμφέρον της Ελλάδας.
Η πορεία του φιδιού: Ο Ντ. Τραμπ δεν δέχεται να του χαϊδεύει το μάγουλο ο Ταγίπ Ερντογάν