ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΚΑΦΙΔΑ
Ο Θεόδωρος Ρούζβελτ συνήθιζε, στις αρχές του 20ου αιώνα, «να μιλάει ευγενικά και να κρατάει ένα μεγάλο ραβδί… Να μιλάει ευγενικά, να διαπραγματεύεται ήσυχα και να περιμένει έτοιμος και οπλισμένος», θεωρώντας ότι αυτό είναι το πρέπον και ενδεδειγμένο στη διεθνή κονίστρα.
Έναν αιώνα μετά, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ κάνει ακριβώς το αντίθετο. Μιλάει ακατάπαυστα και έντονα, προκαλώντας σύγχυση.
Δίνει πατήματα στους εχθρούς των ΗΠΑ, ενώ δοκιμάζει τις σχέσεις του με τους συμμάχους. Κηρύττει την ασφάλεια στη θεωρία, για να προκαλέσει ανασφάλεια στην πράξη. Λέει κάτι για να το αναιρέσει στην πορεία, προτού το ξαναπεί… με ύφος περισσότερο τηλεπαρουσιαστή παρά προέδρου, «τιτιβίζοντας» νυχθημερόν στο Twitter.
Η απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ να αποσύρει μονομερώς τις ΗΠΑ από τη διεθνή συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης θα μπορούσε να ερμηνευτεί ποικιλοτρόπως: Ως αποτέλεσμα της επιρροής που ασκούν στον Αμερικανό πρόεδρο χρηματοδότες όπως ο δισ/χος Σέλντον Άντελσον ή άλλα μέλη του εβραϊκού λόμπι. Ως σκληρό μήνυμα προς τη Βόρειο Κορέα που αναμένεται να κληθεί να αποπυρηνικοποιηθεί το προσεχές διάστημα. Ως στρατηγική επιλογή των ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής ενάντια στη διαμόρφωση ενός διευρυμένου σιιτικού άξονα ιρανικής επιρροής (σε Συρία, Λίβανο, Ιράκ) που θα φτάνει έως τη Μεσόγειο προσεγγίζοντας μέσω «αντιπροσώπων» (proxies) και τα σύνορα του Ισραήλ. Αλλά και ως αποτέλεσμα της ιδιοσυγκρασίας ενός ανθρώπου όπως είναι ο Τραμπ που έχει μάθει να τα βλέπει όλα ασπρόμαυρα, είτε ως καθαρές νίκες είτε ως καθαρές ήττες, και να επιδιώκει άμεσα αποτελέσματα, σαν επιχειρηματίας παλαιάς κοπής.
Στην πολιτική, ωστόσο, η στόχευση είναι μακροπρόθεσμη, η διαπραγμάτευση πολυπαραγοντική και οι διαχωριστικές γραμμές συχνά θολές μεταξύ εχθρών και φίλων. Ψιλά γράμματα όλα τα παραπάνω για τον Αμερικανό πρόεδρο, ο οποίος έχει ήδη αποσυρθεί από τη συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα και την εμπορική συμφωνία των κρατών του Ειρηνικού (TPP), ενώ παράλληλα απειλεί να τορπιλίσει και τη Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου Βόρειας Αμερικής (NAFTA).
Μέσα σε όλα αυτά, υπάρχει φυσικά και ο κίνδυνος με την κίνησή του ο Τραμπ τελικώς αντί να απομακρύνει να φέρει ξανά το Ιράν πιο κοντά στο στόχο της απόκτησης πυρηνικών όπλων. Είναι προφανές δε, ότι μετά την αμερικανική απόφαση-βόμβα της περασμένης Τρίτης, η διατήρηση του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος υπό διεθνή εποπτεία καθίσταται πλέον πολύ πιο δύσκολη ως υπόθεση.
Το κλίμα, άλλωστε, πια μυρίζει μπαρούτι εντός αλλά και εκτός των ιρανικών συνόρων.
Ιρανοί βουλευτές απάντησαν στον Τράμπ καίγοντας αμερικανικές σημαίες μέσα στο κοινοβούλιο, υπό τον ήχο του συνθήματος «θάνατος στην Αμερική». Εκπροσωπώντας το «σκληροπυρηνικό» Ιράν, ο ανώτατος θρησκευτικός ηγέτης Αλί Χαμενεϊ απειλεί πλέον να σκίσει τη συμφωνία για τα πυρηνικά εάν δεν λάβει «ισχυρές εγγυήσεις» από τους Ευρωπαίους. Ακόμη και ο πιο μετριοπαθής πρόεδρος Χασάν Ροχανί προειδοποιεί ότι η Τεχεράνη «πρόκειται να αρχίσει ξανά να εμπλουτίζει ουράνιο, περισσότερο από πριν, όποτε κριθεί αναγκαίο». Οι Ευρωπαίοι από την πλευρά τους θέλουν να κρατήσουν ζωντανή τη συμφωνία, ακόμη και χωρίς τις ΗΠΑ. Είναι αμφίβολο, ωστόσο, εάν κάτι τέτοιο θα καταστεί εφικτό στην πράξη, χωρίς τη συμμετοχή της Ουάσιγκτον. Για τους Ευρωπαίους, η συμφωνία με το Ιράν είναι υπό μια έννοια πολύτιμη, όχι μόνο ως παράγοντας διεθνούς σταθερότητας αλλά και επειδή έχει σημαντικότατες οικονομικές προεκτάσεις.
Από το 2015 οπότε υπεγράφη η σχετική συμφωνία και μετά, ο ετήσιος όγκος των εμπορικών συναλλαγών της ΕΕ με το Ιράν τριπλασιάστηκε, ανεβαίνοντας από τα 9,2 δισ. δολ. το 2015, στα 16,4 δισ. δολ. το 2016 και στα 25 δισ. δολ. το 2017. Επιχειρήσεις κολοσσοί όπως η γαλλική Total, η ευρωπαϊκή Airbus, η βρετανική BP, και οι γαλλικές αυτοκινητοβιομηχανίες Renault και Peugeot έχουν συνάψει μεγάλα ντιλ τα τελευταία χρόνια με την Τεχεράνη, ντιλ που τώρα κινδυνεύουν να καταρρεύσουν λόγω των επερχόμενων αμερικανικών κυρώσεων.
Ο ίδιος ο Τραμπ, πάντως, την περασμένη Τρίτη έστειλε το μήνυμα ότι οι ΗΠΑ ενδεχομένως να στραφούν και ενάντια σε όσες ξένες εταιρείες κάνουν μπίζνες με το Ιράν. Εάν η απειλή του γίνει πράξη, τότε θα προστεθούν νέα ρήγματα στις σχέσεις των ΗΠΑ με την Ευρώπη, ενώ παράλληλα εκκρεμεί και το έτερο κρίσιμο αγκάθι των αμερικανικών δεσμών στις εισαγωγές αλουμινίου και χάλυβα.
Εάν το παρελθόν αποτελεί οδηγό, αξίζει ίσως να σημειωθεί ότι η ΕΕ είχε πίσω στα μέσα της δεκαετίας του 1990 υψώσει ασπίδα ενάντια στην επιβολή αμερικανικών κυρώσεων για όσες ευρωπαϊκές εταιρείες έκαναν τότε μπίζνες με την Κούβα, το Ιράν και τη Λιβύη. Κάτι ανάλογο θα μπορούσε ίσως να γίνει ξανά στο κοντινό μέλλον, υπερνικώντας τις όποιες αμερικανικές απειλές, αλλά με ενδεχόμενο πολιτικό κόστος και αβέβαια αποτελέσματα. Ο Τραμπ, άλλωστε, δεν είναι Μπιλ Κλίντον, και το 2018 δεν είναι 1996.
Η απόφαση του Τραμπ για το Ιράν έρχεται σε μια εξαιρετικά κρίσιμη χρονική στιγμή για τις εξελίξεις στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, ολίγες ημέρες μετά τις βουλευτικές εκλογές στο Λίβανο όπου επικράτησαν οι σιιτικές δυνάμεις της Χεζμπολάχ που υποστηρίζονται από το Ιράν (και πολεμούν υπέρ του Άσαντ στη Συρία), αλλά και μόλις ολίγα 24ωρα πριν από τις εκλογές στο Ιράκ (το ερχόμενο Σάββατο, 12 Μαΐου), από τα αμφιλεγόμενα εγκαίνια της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ (την ερχόμενη Δευτέρα, 14 Μαΐου), και την παλαιστινιακή «Νάκμπα» (την ερχόμενη Τρίτη, 15 Μαΐου).
Κι όλα αυτά, ενώ οι υποστηριζόμενοι από το Ιράν αντάρτες Χούτι συνεχίζουν να πολεμούν στην Υεμένη ενάντια στις δυνάμεις της σουνιτικής Σαουδικής Αραβίας, εξαπολύοντας ενίοτε και κανένα πύραυλο κατά του Ριάντ.
Ο Τράμπ για το Ιράν: Γειά σας, αλλά είμαι έτοιμος, με διάθεση, και ικανός, για μία νέα συμφωνία!