«Δύσκολο να εξηγήσεις στον καταναλωτή γιατί πρέπει να πληρώνει 25 ευρώ για μία χοιρινή μπριζόλα»: Προβληματισμός στη Γερμανία για τη νέα άνοδο του πληθωρισμού

File Photo: Tο κτίριο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) πίσω από το λογότυπο του Euro. EPA, MAURITZ ANTIN




Φαίνεται ότι βιάστηκαν να πανηγυρίσουν όσοι είχαν προβλέψει οριστική «ήττα» του πληθωρισμού. Επί τρεις μήνες, δηλαδή μέχρι και τον Μάιο, το ποσοστό του πληθωρισμού στη Γερμανία υποχωρούσε διαρκώς.

Μάλιστα τον Μάιο είχε περιοριστεί στο 6,1% σε ετήσια βάση, δηλαδή στα χαμηλότερα επίπεδα από την άνοιξη του 2022.

Ωστόσο, σύμφωνα με τα νέα στοιχεία για τον μήνα Ιούνιο, που ανακοίνωσε την Τρίτη η Γερμανική Στατιστική Υπηρεσία, οι τιμές φαίνεται ότι παίρνουν και πάλι την ανιούσα, με το ποσοστό να κυμαίνεται στο 6,4%.

«Για μία ακόμη φορά τα τρόφιμα είναι ο βασικός συντελεστής στην άνοδο των τιμών» επισημαίνει στο Γερμανικό Πρακτορείο Ειδήσεων (dpa,) η επικεφαλής της Στατιστικής Υπηρεσίας Ρουτ Μπραντ.

Υπάρχουν όμως και συγκυριακοί παράγοντες, όπως η κατάργηση ορισμένων ελαφρύνσεων και επιδοτήσεων που ίσχυαν το καλοκαίρι του 2022 (μείωση φόρων στα καύσιμα, «εισιτήριο των 9 ευρώ» κ.α.)

Σήμερα, παρά τις κρίσιμες γεωπολιτικές εξελίξεις στην Ουκρανία, οι τιμές της ενέργειας εμφανίζονται αυξημένες μόλις κατά 3% σε ετήσια βάση, σύμφωνα με τα στοιχεία για τον Ιούνιο.

Ιδιαίτερα αισθητή (-10,4%) είναι η πτώση στις τιμές των καυσίμων, σε σύγκριση με το περασμένο καλοκαίρι.

Γιατί είναι τόσο «αλμυρά» τα τρόφιμα;
 

Στα τρόφιμα οι ανατιμήσεις έφτασαν το 13,7%, ποσοστό εξαιρετικά υψηλό, αν και ελαφρά χαμηλότερο από τον Μάιο (14,9%).

Τη μεγαλύτερη αύξηση εμφανίζουν για μία ακόμη φορά τα γαλακτοκομικά προϊόντα με 22,3%, καθώς και τα είδη ζαχαροπλαστικής (ζάχαρη, μέλι, μαρμελάδα), οι τιμές των οποίων αυξάνονται κατά 19,4%.

Απρόσμενα υψηλή είναι όμως και η αύξηση στα φρέσκα λαχανικά (18,8%), καθώς και σε ψάρια και θαλασσινά (18,5%).

Σύμφωνα με το dpa και οι ανατιμήσεις στα τρόφιμα οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στις αυξήσεις που είχαν προηγηθεί σε πρώτες ύλες, ενέργεια και λιπάσματα.

Το αν και κατά πόσο αυτές οι αυξήσεις μετακυλίονται στην τιμή του τελικού αγαθού, εξαρτάται βέβαια και από τις εκάστοτε συνθήκες ανταγωνισμού.

O Φραντς Μάρτιν Ράους, πρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Τροφίμων (BVLH), υποστηρίζει από την πλευρά του ότι σημαντικό ρόλο διαδραματίζει ένας ακόμη βασικός παράγοντας:

«Υπήρξε στο παρελθόν μία χρονοκαθυστέρηση στην αλυσίδα παραγωγής, μέχρι να φτάσει η αύξηση στην λιανική τιμή και τον καταναλωτή.

Αντίστοιχη καθυστέρηση θα υπάρξει προφανώς μέχρι να εμφανιστούν και οι όποιες ελαφρύνσεις στη λιανική τιμή».

Μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τον πληθωρισμό
 

Ο επικεφαλής οικονομολόγος της Commerzbank Γιοργκ Κρέμερ εμφανίζεται αισιόδοξος και δηλώνει στο dpa ότι «τα στοιχεία του Ιουνίου μπορεί να ανακόπτουν προσωρινά, αλλά δεν τερματίζουν την πτωτική πορεία του πληθωρισμού».

«Συγκυριακούς παράγοντες» πίσω από την αύξηση του πληθωρισμού βλέπει και το ειδησεογραφικό δίκτυο N-TV.

Πάντως οι περισσότεροι αναλυτές θεωρούν ότι πριν το 2024 δεν πρόκειται να επανέλθουμε στην περιοχή του 2%, ένα ποσοστό που αποτελεί διακηρυγμένο στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).

Μάλιστα ο διοικητής της Γαλλικής Κεντρικής Τράπεζας, Φρανσουά Βιλερουά ντε Γκολό, μιλώντας την Τρίτη στον ραδιοσταθμό Franceinfo, δήλωσε ότι τοποθετεί μάλλον στο 2025 την επιστροφή του πληθωρισμού στο 2% στην ευρωζώνη.

Στη Γερμανία οι ανατιμήσεις στα τρόφιμα τροφοδοτούν κάθε τόσο νέες αυξήσεις στην εστίαση, παρότι εξακολουθεί να ισχύει ο χαμηλός συντελεστής ΦΠΑ (7%) που είχε καθιερωθεί σε εποχές πανδημίας.

Τί θα συμβεί άραγε από τον Ιανουάριο του 2024, όταν επανέλθει ο υψηλότερος συντελεστής του 19%;

Ο Σύνδεσμος Ξενοδοχείων και Εστίασης (DEHOGA) έχει ζητήσει την παράταση του μέτρου, καθώς υποστηρίζει ότι μόνο στην περίοδο 2020-2021 αναγκάστηκαν να κλείσουν 36.000 επιχειρήσεις του κλάδου, ενώ προειδοποιεί για νέα «λουκέτα» σε περίπτωση που αυξηθεί ο ΦΠΑ.

Το αίτημα υποστηρίζει και η χριστιανοδημοκρατική αντιπολίτευση (CDU) στο Βερολίνο.

Όπως δηλώνει η υπεύθυνη του κόμματος για θέματα τουρισμού Άνγια Καρλίτσεκ στην εφημερίδα Neue Osnabrücker Zeitung, «εάν επιστρέψουμε στο 12%, πολλές επιχειρήσεις δεν θα αντέξουν.

Δεν είναι εύκολο να εξηγήσεις στον καταναλωτή, γιατί ξαφνικά πρέπει να πληρώσει 25 ευρώ ή και περισσότερα για μία χοιρινή μπριζόλα…»

ΠΗΓΗ: deutsche welle

 

Ακολουθήστε τη HELLAS JOURNAL στη NEWS GOOGLE

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: