Υποθαλάσσια ρήγματα την περιοχή του Αιγαίου και του Ιονίου. Φωτογραφία via ΑΠΕ – ΜΠΕ
«Οι ελληνικές θάλασσες κρύβουν μεγάλο πλούτο και μεγάλες απειλές ταυτόχρονα. Έχουμε κάθε λόγο να αξιοποιήσουμε τον θαλάσσιο πλούτο και έχουμε υποχρέωση να μειώσουμε την διακινδύνευση από τις θαλάσσιες απειλές. Και τα δύο μπορούν να γίνουν μόνο με ένα τρόπο: με ενίσχυση της θαλάσσιας έρευνας».
Αυτό τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο γεωλόγος Δρ Δημήτρης Σακελλαρίου, Διευθυντής Ερευνών στο Ινστιτούτο Ωκεανογραφίας του Ελληνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ), μέλος της Επιτροπής Σεισμικού Κινδύνου & Μείωσης Σεισμικής Διακινδύνευσης του ΟΑΣΠ.
Όπως αναφέρει, τα τελευταία χρόνια οι ερευνητές του Ινστιτούτου Ωκεανογραφίας του ΕΛΚΕΘΕ συνέλεξαν και επεξεργάστηκαν όλα τα διαθέσιμα δεδομένα από παλαιότερες και πρόσφατες θαλάσσιες σεισμικές και βυθομετρικές έρευνες. Σκοπός αυτής της προσπάθειας ήταν η χαρτογράφηση των υποθαλάσσιων ρηγμάτων στο Αιγαίο, στο Ιόνιο Πέλαγος και στην Ελληνική Τάφρο, η μελέτη των κινηματικών χαρακτηριστικών τους, η εκτίμηση του σεισμικού δυναμικού τους και η κατανόηση της τεκτονικής παραμόρφωσης της ευρύτερης περιοχής.
Από την χαρτογράφηση δημιουργήθηκε μια βάση δεδομένων με μερικές εκατοντάδες, μεγάλα και μικρότερα, σίγουρα και πιθανά, υποθαλάσσια ρήγματα. Περίπου 100-150 από τα πιο σημαντικά ρήγματα παρουσιάζονται σε σχετικό χάρτη (βλ. συνημμένο). Σύμφωνα με τον κ. Σακελλαρίου, «ο χάρτης των υποθαλάσσιων ρηγμάτων μοιάζει πλήρης, δυστυχώς όμως δεν είναι. Σε αντίθεση με την χερσαία Ελλάδα, μόνο το 30% των ελληνικών βυθών έχει μελετηθεί συστηματικά. Για το υπόλοιπο 70% οι γνώσεις μας είναι πολύ περιορισμένες και μόνο εκτιμήσεις μπορούμε να κάνουμε».
Πάντως, από τα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα προέκυψαν νέα στοιχεία και συμπεράσματα για τα κύρια κινηματικά χαρακτηριστικά των ρηγμάτων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την καλύτερη κατανόηση των μακροπρόθεσμων διεργασιών παραμόρφωσης της λεγόμενης «μικροπλάκας του Αιγαίου», αλλά και την εξαγωγή ρεαλιστικών εκτιμήσεων για το σεισμικό δυναμικό των υποθαλάσσιων ρηγμάτων. Η περιοχή του Αιγαίου αποτελεί ένα παζλ πολυάριθμων μικρότερων λιθοσφαιρικών τεμαχών, τα όρια των οποίων καθορίζονται από μεγαλύτερες ή μικρότερες ζώνες ρηγμάτων. Κάθε ζώνη ρηγμάτων έχει τα δικά της κινηματικά χαρακτηριστικά, τα οποία καθορίζουν το είδος της κίνησης μεταξύ των γειτονικών τεμαχών.
Για παράδειγμα, η τεκτονική διαπλάτυνση (εφελκυσμός) του Κορινθιακού Κόλπου σε διεύθυνση Βορρά-Νότου αναγκάζει την Πελοπόννησο να απομακρύνεται από τη Στερεά Ελλάδα με ρυθμό 10-12 μέτρων ανά 1.000 χρόνια. Η Λήμνος, η οποία βρίσκεται στο νότιο τέμαχος της δεξιόστροφης ζώνης του Βόρειου Αιγαίου (Ρήγμα Βόρειας Ανατολίας), κινείται προς νοτιοδυτικά σε σχέση με το ‘Αγιο Όρος με ρυθμό 12-13 μέτρων ανά 1.000 χρόνια. Η Αστυπάλαια κινείται προς τα νοτιοδυτικά σε σχέση με την Αμοργό με ρυθμό 4 μέτρων ανά 1.000 χρόνια.
«Αν σκεφτεί κανείς ότι για να γίνει μετατόπιση ενός μέτρου σε ένα ρήγμα χρειάζεται ένας σεισμός με μέγεθος 6,5-7,0 γίνεται εύκολα αντιληπτό πόσοι σεισμοί χρειάζονται για να δημιουργήσουν τις μετακινήσεις που αναφέρθηκαν πιο πάνω», επισημαίνει ο κ. Σακελλαρίου.
Συνολικά, η ευρύτερη περιοχή της «μικροπλάκας του Αιγαίου» επεκτείνεται προς Νότο. Η μετακίνηση της Κρήτης προς τα νότιο-νοτιοδυτικά με ταχύτητα 30-35 μέτρων ανά 1.000 χρόνια σε σχέση με τη Βόρεια Ελλάδα αντιπροσωπεύει τη συνολική παραμόρφωση της μικροπλάκας. Αυτή η παραμόρφωση προκύπτει σαν συνολικό αποτέλεσμα των μετακινήσεων που γίνονται κατά μήκος των πολυάριθμων ρηγμάτων και ρηξιγενών ζωνών που διατρέχουν την περιοχή.
«Εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι τα υποθαλάσσια ρήγματα έχουν πολύ σημαντική συμβολή στην παραμόρφωση του Αιγαίου, χαρακτηρίζονται από υψηλό σεισμικό δυναμικό και μπορούν να προκαλέσουν ισχυρούς σεισμούς με καταστροφικά αποτελέσματα», τονίζει ο ίδιος.
Οι υποθαλάσσιοι σεισμοί του παρελθόντος
Αναφερόμενος στο παρελθόν, θυμίζει ότι «τέσσερις από τους μεγαλύτερους και πιο καταστροφικούς σεισμούς που έχουν γίνει στην ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου, του Ιόνιου και της Ελληνικής Τάφρου έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: ήταν υποθαλάσσιοι και προκλήθηκαν από υποθαλάσσια ρήγματα».
«Όλα τα παραπάνω παραδείγματα σεισμών, παλαιότερων και πρόσφατων, συνηγορούν σε ένα σημαντικό συμπέρασμα: οι υποθαλάσσιοι σεισμοί και τα υποθαλάσσια ρήγματα συνιστούν απειλή τόσο μεγάλη όσο είναι η απειλή από τους χερσαίους σεισμούς και τα χερσαία ρήγματα. Έχοντας δε υπόψη ότι οι υποθαλάσσιοι σεισμοί έχουν τη δυναμική να προκαλέσουν τσουνάμι, σε κάποιες περιπτώσεις αποδεικνύονται περισσότερο καταστροφικοί από τους χερσαίους σεισμούς», αναφέρει ο κ. Σακελλαρίου.
Mε πληροφορίες από ΑΠΕ – ΜΠΕ
Αθήνα, Ελλάδα
Ακολουθήστε τη HELLAS JOURNAL στη NEWS GOOGLE