Νικολάε Τσαουσέσκου: Το αξιοθρήνητο τέλος ενός στυγνού δικτάτορα

A file photo dated December 1981 of former Romanian communist dictator Nicolae Ceausescu (R) and his wife Elena during their 1981 winter holidays at one of their residences in Bucharest. EPA PHOTO ROMPRESS/FILES (B/W ONLY)




Tου Γιάννη Δοδόπουλου

«Παύσατε πυρ», ακούγεται να λέει μια φωνή στα ρουμανικά, καθώς ο λευκός καπνός από τα όπλα σκεπάζει ακόμη το πλάνο. Η κάμερα προχωρά. Το πρώτο σώμα είναι της Έλενα Τσαουσέσκου. Ένας γιατρός τσεκάρει αν υπάρχουν σημάδια ζωής. Έπειτα, η κάμερα στοχεύει στο δεύτερο πτώμα. Είναι γυρισμένο ανάποδα, το πρόσωπο «κρύβεται» από την κάμερα.

Γυρίστε τον, να μπορούμε να τον δούμε, δίνει εντολή η φωνή. Aίμα δεν φαίνεται. Μια κόκκινη γραβάτα είναι το μόνο φωτεινό σημείο στο μακάβριο σκηνικό.

Ήταν ανήμερα Χριστουγέννων του 1989 όταν ο Ρουμάνος δικτάτορας και η σύζυγός του εξετελέσθησαν διά συνοπτικών διαδικασιών, ύστερα από δίκη – παρωδία.

Η κασέτα με το τέλος των Τσαουσέσκου δεν μεταδόθηκε ολόκληρη  στη Ρουμανία παρά μόνον τέσσερις μήνες μετά την εκτέλεση. Ξεπλυμένη στο χρώμα και σε πολλά σημεία της βωβή, ξεκινά με την εικόνα του Ρουμάνου δυνάστη μέσα στο «Έκτακτο Ειδικό Στρατοδικείο»: ένα δωμάτιο 3 X 3, χωρίς παράθυρα, με μερικά πρόχειρα βαλμένα τραπέζια, λίγες καρέκλες και μια παλιακή σόμπα να καίει.

Οι Τσαουσέσκου κάθονται πίσω από δύο μικρά, ενωμένα τραπέζια και απέναντί τους βρίσκονται τα 10 μέλη του στρατοδικείου, τα περισσότερα εκ των οποίων φορώντας τις στολές τους.

Λεπροί

Δύο άνδρες με πολιτικά ζητούν άδεια να μιλήσουν στους Τσαουσέσκου. Είναι οι συνήγοροι υπεράσπισης. Περιέργως, φορούν κι αυτοί στο μπράτσο την τρίχρωμη κορδέλα, δείγμα ότι συντάσσονται με τους διαδηλωτές.

Συνομιλούν με το ζεύγος για ένα – δυο λεπτά, προτού η φωνή του δικαστή, διακόψει τη σιγή:

Ζούσατε μέσα στην πολυτέλεια και δεν δώσατε τίποτε στον λαό, λέει με βαρύγδουπο τόνο .

Οι συνήγοροι κρατούν από τους Τσαουσέσκου αρκετή απόσταση. Σαν να ήταν λεπροί.

Οι κατηγορίες που βαρύνουν το ζεύγος είναι πέντε:

(α) Γενοκτονία, με τον όπως απεδείχθη ανεπέρειστο ισχυρισμό περί 60. 000 θυμάτων στη διάρκεια της εξέγερσης,

(β) υπονόμευση της κρατικής εξουσίας μέσω του στρατού,

(γ) καταστροφή του κοινού καλού με το πρόγραμμα κατεδάφισης πόλεων και χωριών,

(δ) υπονόμευση της εθνικής οικονομίας

(ε) απόπειρα απόδρασης από τη χώρα με σκοπό να ανακτήσουν το ένα δισεκατομμύριο δολάρια που, βάσει της κατηγορίας, τους περίμενε σε κάποια τράπεζα της Ελβετίας.

Ο εισαγγελέας εισηγείται θανατική ποινή και δήμευση ολόκληρης της περιουσίας τους.

Και ερωτά:

Ποιος πλήρωσε τους μισθοφόρους  για να πυροβολήσουν τους διαδηλωτές στη Τιμισοάρα;

Δεν έδωσα εντολή να πυροβολήσουν, διαμαρτύρεται ο Τσαουσέσκου αλλά η φωνή του δεν ακούγεται.

Ακολούθως, ο εκπεσών δικτάτωρ εγείρει μία διαδικαστική ένταση. Ως Πρόεδρος της Ρουμανίας είναι υπόλογος μόνο στη Μεγάλη Εθνική Συνέλευση, υποστηρίζει.

Δεν θα απαντήσω  σε καμία ερώτηση παρεκτός ενώπιον της Βουλής, λέει ο Τσαουσέσκου αλλά ο δικαστής τον διακόπτει: Η Βουλή έχει διαλυθεί.

Μένος

Επεμβαίνει ο συνήγορος: Πρόκειται το Δικαστήριο να ρωτήσει τον κ. Τσαουσέσκου εάν είναι ενήμερος ότι δεν είναι πλέον Πρόεδρος και ότι του έχει αφαιρεθεί η εξουσία;

H ανάκριση των κατηγορούμενων συνεχίζεται ξέφρενη, μανιασμένη.

Γιατί κακομεταχειρισθήκατε τους χωρικούς;

Πόσα λεφτά σε ξένο συνάλλαγμα έχετε σε ελβετικούς λογαριασμούς;

Ούτε ένα δολάριο. Δεν είχαμε κανέναν τραπεζικό λογαριασμό σε καμία ξένη χώρα, απαντά ο Τσαουσέσκου

Ναι, είχατε, επιμένει ο πρόεδρος.

Αποδείξτε το!, φωνάζει η Έλενα Τσαουσέσκου. Τι αποδείξεις έχετε;

Ο συνήγορος υπεράσπισης «παρεμβαίνει»:

Θα ρωτήσει το Δικαστήριο την Έλενα Τσαουσέσκου εάν είναι ψυχικά άρρωστη;

Η Τσαουσέσκου διαμαρτύρεται, ο συνήγορος επιμένει: Είναι για το καλό σας. Όμως η Έλενα επανέρχεται οργισμένη: Εργαζόμαστε για τον λαό 40 χρόνια. Είναι ο δικός μας λαός. Ποτέ δεν θα τον προδίδαμε.

Συνήγοροι – κατήγοροι

Ύστερα από 40 λεπτά, οι ερωτήσεις ολοκληρώνονται. Το βίντεο είναι εμφανώς μονταρισμένο. Μάρτυρες και τεκμήρια δεν εμφανίζονται ποτέ.

Η δικαστική παρωδία πλησιάζει στο τέλος της. Ο Πρόεδρος δηλώνει ότι όλες οι κατηγορίες έχουν αποδειχθεί και ζητεί την εσχάτη των ποινών.

Ο συνήγορος των Τσαουσέσκου παίρνει τον λόγο, μα όσα εκστομίζει μόνον υπεράσπιση δεν συνιστούν.

Τα παραθέτουμε εδώ απνευστί: Το σημαντικό είναι όλος ο κόσμος να ξέρει ότι η δίκη αυτή είναι νόμιμη, κάναμε στους κατηγορούμενους την τιμή να τους υπερασπισθούμε, όλες οι διαδικασίες ήταν νόμιμες, οι εναγόμενοι πρέπει να ξέρουν ότι η Βουλή έχει διαλυθεί και άρα η δίκη είναι τελείως νόμιμη και αυτό πρέπει να το ξέρουν οι κατηγορούμενοι για όση ζωή τούς έχει απομείνει. Είναι ένοχοι, και το δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη ότι πιστεύουμε (κι εμείς) ότι είναι ένοχοι. Και το δικαστήριο πρέπει να επιβάλει την κατάλληλη τιμωρία όχι ως εκδίκηση αλλά ως τιμωρία σύμφωνη προς τον νόμο.

Σε αντίθεση με τον πεζό και ανέμπνευστο συνάδελφό του, ο δεύτερος συνήγορος είναι θεατρικά μελοδραματικός: Είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς για ανθρώπους που ακόμη και ενώπιον της Δικαιοσύνης αρνούνται να αναγνωρίσουν τα εγκλήματα που διέπραξαν. Πρέπει να καταδικαστούν όχι μόνο για τις βιαιότητες στην Τιμισοάρα και το Βουκουρέστι αλλά και επειδή –εδώ η φωνή του ραγίζει ηθελημένα από συγκίνηση– στραγγάλισαν το πνεύμα της Ρουμανίας και κατέπνιξαν  την ψυχή του ρουμανικού λαού.

Ψέματα, από την αρχή ως το τέλος! φωνάζει ο Τσαουσέσκου.

Δείχνει αγανακτισμένος, αλλά όχι τρομαγμένος.

Ύστερα από μια μικρή διακοπή, το στρατοδικείο συνέρχεται ξανά. Ο πρόεδρος αναγγέλλει την ετυμηγορία.

Οι κατηγορούμενοι είναι ένοχοι σύμφωνα με τις κατηγορίες. Και καταδικάζονται εις θάνατον και δήμευση της περιουσίας τους.

Η ομάδα υπεράσπισης αποκρίνεται ότι δεν θα υπάρξει έφεση, η ποινή είναι οριστική.

Kοιτώντας το ρολόι

Οι Τσαουσέσκου οδηγούνται εκτός αιθούσης. Η Έλενα σηκώνει με φροντίδα το τσαντάκι της. Προφανώς και δεν έχει πειστεί πού οδεύει. Η επόμενη σκηνή, σε εκείνη την πλήρη βιντεοσκοπημένη εκδοχή της δίκης (διότι κάποιες σκηνές είχαν μεταδοθεί την επομένη της εκτέλεσης στις 26 Δεκεμβρίου 1989)  είναι τα άψυχα σώματα των δύο.

Το γεγονός της αναίμακτης σωρού του Τσαουσέσκου πυροδότησε για ένα διάστημα και κάποια σενάρια ότι ο θάνατος των δύο προήλθε από βασανισμό έξω από τα «δικαστήριο». Τίποτε ωστόσο δεν απεδείχθη.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης ο Τσαουσέσκου κοιτούσε νευρικός το ρολόι του. Πίστευε, λένε, ότι ήταν θέμα χρόνου να επέμβει ο στρατός ή έστω ένα πιστό σε αυτόν τμήμα της Σεκιουριτάτε, και να τον διασώσει.

Όμως λίγες ημέρες πριν είχε διαπράξει το μοιραίο λάθος που απέκλειε κάθε τέτοια πιθανότητα.

Βάνδαλος «Θεός»

Αν η πολυετής δυναστεία (1965 – 1989) του Τσαoυσέσκου είχε σωρεύσει τόνους καύσιμου υλικού, αυτό που άναψε την σπίθα της οργής και οδήγησε μέσα σε 10 μέρες στην πτώση του συνέβη την 15η Δεκεμβρίου του 1989.

Εκνευρισμένο με την ανοιχτή κριτική που ασκούσε επί μήνες ο άγνωστος ακόμη τότε, Ουγγρικής καταγωγής ιερέας Λάζλο Τόκες τόσο ενάντια στη θρησκευτική ποδηγέτηση όσο και κατά του διαβόητου προγράμματος Συστηματοποίησης (βλέπε: κατεδάφισης) περίπου 7.000 χωριών, το καθεστώς απεπειράθη να καταπνίξει τη φωνή του.

Τι ήταν το πρόγραμμα Συστηματοποίησης: Ισως η πιο απεχθής από τις φαντασιώσεις του κομμουνιστή δικτάτορα. Χιλιάδες χωριά – ασχέτως εθνoλογικής σύστασης των κατοίκων- και ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα σε πόλεις έπρεπε να ισοπεδωθούν ώστε να δημιουργηθεί χώρος για καλλιέργεια αγροτικών προϊόντων.

Εκκλησίες, αρχαιολογικά και ιστορικά μνημεία, πλατείες, παλιά και νέα σπίτια, κήποι κι αμπέλια θα έπαυαν να υπάρχουν για να ικανοποιηθεί το όραμα του Θεού –  δικτάτορα: Ένα νέο πρότυπο σοσιαλιστή πολίτη που από ιδιοκτήτης θα γινόταν ενοικιαστής της ίδιας του της γης.

Το σχέδιο βολόδερνε επί δεκαετίες στο μυαλό του Τσαουσέσκου. Μάλιστα στα πολύ πρώιμα στάδιά του, και όταν του εξέθεσαν από που θα περνούσε μια σχεδιαζόμενη «Λεωφόρος Σοσιαλιστικού Θριάμβου», ο Τσαουσέσκου επέδειξε και μίαν… ευαισθησία.

Αυτόν τον δρόμο μην τον χαλάσετε είπε. Γιατί από κει πήγαινα σχολείο όταν ήμουν μικρός.

Τίποτε άλλο δεν τον ένοιαζε. Τον Δεκέμβριο του 1988, το ιστορικό κέντρο 45 πόλεων είχε κατεδαφιστεί. Μόνο στο Βουκουρέστι, 19 αριστουργηματικές χριστιανικές εκκλησίες χτισμένες μεταξύ 16ου  και 18ου αιώνα καθώς και μία εβραϊκή συναγωγή είχαν ισοπεδωθεί.

Αλλά που θα πήγαιναν όμως οι κάτοικοι των χωριών που έμελλε να αφανιστούν;

Θα στριμώχνονταν στις σοσιαλιστικής αισθητικής γνωστές πολυκατοικίες – κουτιά.

Βεβαίως ο ίδιος ο Τσαουσέσκου, όπως απεκαλύφθη όταν το καθεστώς του κατέρρευσε, ζούσε μέσα στη χλιδή σε ένα σπίτι με βασιλικά υπνοδωμάτια, ιδιωτικό κινηματογράφο, μπάνια με χρυσά πλακάκια και εσωτερικές πισίνες με ψηφιδωτά.

Για το καλό του λαού.

Ανάφλεξη

Πίσω στην Τιμισοάρα: Ο ιερέας Τόκες αρνήθηκε να εγκαταλείψει την πόλη όταν το καθεστώς έστειλε για μία ακόμη φορά τους μπράβους του. Έτσι, στις 15 Δεκεμβρίου κυβερνητικές δυνάμεις προσπάθησαν βιαίως να τον εκτοπίσουν.

Υποστηρικτές του έσπευσαν επί τόπου και κύκλωσαν την εκκλησία. Σύντομα, στην αρχικά μικρή (περί τα 1000 άτομα) συγκέντρωση προσετέθη κόσμος που δεν είχε ίσως καμία σχέση με την εκκλησία ούτε την ουγγρική μειονότητα αλλά είχε βρει την αφορμή να διαδηλώσει κατά της πολυετούς καταπίεσης.

Ο Τσαουσέσκου κήρυξε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης με το επιχείρημα ότι η Ουγγαρία (λόγω της ουγγρικής μειονότητας στη Τρανσυλβανία) απειλούσε με εισβολή.  Έδωσε εντολή να καταπνιγεί η εξέγερση. Υπήρξαν 40 νεκροί. Και μία φήμη λέει ότι με προσωπική εντολή της Έλενας Τσαουσέσκου τα πτώματά τους αποτεφρώθηκαν χωρίς ποτέ να τα δουν οι οικογένειές τους.

Μέσα στη αλαζονική του αμεριμνησία ο Τσαουσέσκου έφυγε για το Ιράν για προγραμματισμένη επίσκεψη.

Με την επιστροφή του, στις 21 Δεκεμβρίου, κανόνισε μία δημόσια ομιλία ως επίδειξη ισχύος αλλά και για να καταδικάσει τις «χουλιγκανικές» πράξεις στην Τιμισοάρα.

Η ομιλία είχε προγραμματισθεί στο Βουκουρέστι στην Πλατεία του Παλατιού.

Δειλά αρχικά, όλο και πιο έντονα σταδιακά, το πλήθος άρχισε να φωνάζει «Τιμισοάρα!» και να χλευάζει τον Τσαουσέσκου.

Οι τηλεοπτικές σκηνές εμφανίζουν τον δικτάτορα σε εμφανή σύγχυση, αντιμέτωπο πια με την τη οργή που επί χρόνια είχε σπείρει.

Το τελευταίο λάθος

Οι διαδηλώσεις συνεχίστηκαν στην Πλατεία Πανεπιστημίου το βράδυ της 21ης προς την 22α Δεκεμβρίου 1989.

Το πρωί της 22ας Δεκεμβρίου πλήθος εργατών από τα βιομηχανικά προάστεια του Βουκουρεστίου ενώθηκαν με τους διαδηλωτές. Και το ίδιο πρωί ο Τσαουσέσκου εξέδωσε ανακοίνωση   που ανακοίνωνε ότι ο Στρατηγός Βασίλε Μίλεα -και πρώην Υπουργός Άμυνας «πρόδωσε τη πατρίδα του και αυτοκτόνησε».

Το κόλπο ήταν βγαλμένο από τα παλιά καλά σταλινικά εγχειρίδια, μόνο που ο κόσμος τους είχε αλλάξει.

Ήταν αυτή, έχει υποστηριχθεί, η στιγμή που τελείωσε οριστικά τον Τσαουσέσκου. Είχε στρέψει εναντίον του και τον στρατό.

Κατά πάσαν πιθανότητα ο Τσαουσέσκου είχε διατάξει την εκτέλεση του Στρατηγού Μίλεα επειδή εκείνος αρνήθηκε να διαλύσει τους διαδηλωτές παντοιοτρόπως.

Μπροστά στο αγριεμένο πλήθος που είχε ξανά συγκεντρωθεί και είχε αρχίσει να εισβάλει πλέον στα κομμουνιστικά «ανάκτορα», Τσαουσέσκου και σύζυγος εγκατέλειψαν το κτίριο με ένα ελικόπτερο.

Πανικός, δάκρυα, χειροφιλήματα

Ο πιλότος του ελικοπτέρου που οδήγησε τον Νικολάε Τσαουσέσκου και τη σύζυγό του από την οροφή των κεντρικών γραφείων του Κομμουνιστικού Κόμματος προς το άγνωστο είχε δηλώσει το 1990 ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της πτήσης είχε ένα όπλο στραμμένο στο κεφάλι του από έναν από τους προσωπικούς σωματοφύλακες του δικτάτορα.

Ο Ρουμάνος πιλότος Βασίλε Μαλουτάν, 45 ετών το 1989, είχε περιγράψει.

«Ήταν μια αδύνατη αποστολή. Δεν είναι φυσιολογικό τα ελικόπτερα να πετούν πάνω από πλήθη εκατομμυρίων».

Ο δικτάτορας και η σύζυγός του ανέβηκαν στο ελικόπτερο με άλλα τέσσερα άτομα, μεταξύ των οποίων η Μαρία Μανέσκου (σύζυγος Μανέα Μανέσκου, ανώτερου στελέχους του κόμματος και στενού συνεργάτη του Τσαουσέσκου) και ο Εμίλ Μπόμπου (υψηλόβαθμο μέλος του Πολιτικού Γραφείου).

Η τραγωδία είχε και την κωμική της πλευρά: Ο συγκυβερνήτης του ελικοπτέρου ήταν αναγκασμένος να κάθεται στα γόνατα του Τσαουσέσκου, προφανώς λόγω έλλειψης χώρου στο στενό πιλοτήριο.

Και σε αυτό το σκηνικό το ελικόπτερο πέταξε για το Σνάγκοφ, ένα χωριό βόρεια του Βουκουρεστίου όπου οι Τσαουσέσκου είχαν θερινή κατοικία.

Στο ελικόπτερο επέβαιναν επίσης δύο αξιωματικοί ασφαλείας.

Η Μανέσκου και ο Μπόμπου, κλήθηκαν να αφήσουν το ελικόπτερο στο Σνάγκοφ.

Εγκαταλείποντας το ελικόπτερο, η Μανέσκου φίλησε και τα δύο χέρια του Τσαουσέσκου.

Το κόλπο

Ο πιλότος ισχυρίστηκε ότι πέταξε ψηλά έτσι ώστε τα ραντάρ να μπορούν να εντοπίσουν το ελικόπτερο παρακούοντας ουσιαστικά τη διαταγή του Τσαουσέσκου να μην έλθει σε καμία επαφή με τον επίγειο έλεγχο.

Από το Σνάγκοφ το ελικόπτερο έφυγε για ένα στρατιωτικό αεροδρόμιο στο Titu, 18 μίλια βορειοδυτικά του Βουκουρεστίου. Ο Τσαουσέσκου και η σύζυγός του Έλενα είχαν προφανώς αποφασίσει να εγκαταλείψουν τη χώρα.

Αλλά καθώς πλησίαζαν το αεροδρόμιο, ο Μαλουτάν ανακοίνωσε στον Τσαουσέσκου ότι τα ραντάρ τους είχαν εντοπίσει.

Ο Τσαουσέσκου διέταξε τον Μαλουτάν να προσγειωθεί μακριά από το αεροδρόμιο. Οι σωματοφύλακές του σταμάτησαν με την απειλή όπλων ένα αυτοκίνητο και τον οδηγό του.

Οι Τσαουσέσκου τον ανάγκασαν να τους οδηγεί στη γύρω περιοχή για ώρες αναζητώντας μια ασφαλή κρυψώνα. Όμως το ζεύγος συνελήφθη τελικά από εργάτες σε ένα εργοστάσιο κοντά στο Tirgoviste και παραδόθηκε στον στρατό.

Καθισμένος Στο μπροστινό κάθισμα του μαύρου Dacia ο Τσαουσέσκου ξεσπούσε καθ’ όλη τη διάρκεια της εναγώνιας αναζήτησης καταφυγίου σε κλάματα.

Με αναφιλητά.

Ο πανίσχυρος προ ημερών δικτάτορας είχε μεταβληθεί σε έναν αξιοθρήνητο άνθρωπο.

 

Πηγές:

KOZINSKI, ALEX. “Death, Lies & VIDEOTAPE: The Ceausescu Show Trial and the Future of Romania.” ABA Journal, vol. 77, no. 1, 1991, pp. 70–73.

– STOICA, C. A. (1999). Romania’s Failed Attempt at a Revolutionary Myth: Performances and Rituals of Degradation in Ceausescus’ Trial. Polish Sociological Review, 128, 461–483.

– GROSESCU, R., & URSACHI, R. (2015). The Romanian Revolution in Court: What Narratives about 1989? In V. Tismaneanu & B. C. Lacob (Eds.), Remembrance, History, and Justice: Coming to terms with traumatic pasts in democratic societies (NED-New edition, 1, pp. 257–294). Central European University Press

– NEWALL, V. (1988). The Destruction of the Hungarian Villages in Romania. Anthropology Today, 4(5), 3–5.

– TERRY LEONARD (1990): Papers Report Ceausescus’ Last Moments Before Capture With AM-Romania, Bjt Retrieved December 25 from https://apnews.com/article/38801584986da35d6600eee908eb2598

– ALINA MUNGIU-PIPPIDI (2010) A Tale of Two Villages, Coerced Modernization in the East European Countryside, Central European University Press

Ακολουθήστε τη HELLAS JOURNAL στη NEWS GOOGLE

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: