File photo: Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν με τον Τούρκο ομόλογό του Ταγίπ Ερντογάν. Φωτογραφία: Ρωσική Προεδρία
Η κούρσα για την ανακατανοµή της «πίτας» στην περιοχή της Μέσης Ανατολής έχει ήδη ξεκινήσει, διαµορφώνοντας συνθήκες που θα µπορούσαν να οδηγήσουν ακόµη και σε (de facto, εάν όχι de jure) αλλαγές ή «ρευστοποιήσεις» συνόρων.
«Οι συνθήκες για έναν ολοκληρωτικό πόλεµο στη Μέση Ανατολή είναι σήµερα περισσότερο ώριµες από κάθε άλλη στιγµή στην πρόσφατη µνήµη» προειδοποιεί µε πρόσφατο άρθρο του στο αµερικανικό περιοδικό «Foreign Affairs» ο πρόεδρος του «International Crisis Group» και άλλοτε σύµβουλος εθνικής ασφαλείας του Μπαράκ Οµπάµα, Ρόµπερτ Μάλεϊ.
Συνολικά πάνω από 18 εκατοµµύρια άνθρωποι έχουν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τις εστίες τους στη Μέση Ανατολή τα τελευταία χρόνια, άλλοι παίρνοντας τον δρόµο της προσφυγιάς και άλλοι καταλήγοντας εσωτερικά εκτοπισµένοι. Στρατιωτικές δυνάµεις έχουν παράλληλα εισβάλει στα εδάφη ξένων χωρών, όπου και παραµένουν, µε χαρακτηριστικότερο το παράδειγµα της Τουρκίας που πραγµατοποίησε όχι µία, ούτε δύο, αλλά τρεις στρατιωτικές εισβολές στη Συρία την περίοδο 2016-2019.
Συµµαχίες που ίσχυαν (µεταξύ ΗΠΑ – Τουρκίας και ΗΠΑ – Κούρδων) πλέον δεν ισχύουν, τουλάχιστον όχι στον βαθµό ή όχι υπό το καθεστώς βάσει του οποίου λειτουργούσαν µέχρι πρότινος. Οι Αµερικανοί αποσύρονται πια όχι µόνο από περιοχές (όπως είναι, για παράδειγµα, η Συρία) αλλά και από συµφωνίες (για το πυρηνικό πρόγραµµα της Τεχεράνης), αφήνοντας πίσω τους κενά, τα οποία έρχεται να καλύψει η Ρωσία του Βλαντιµίρ Πούτιν.
Την ίδια ώρα, περιφερειακές δυνάµεις (η Τουρκία, το Ιράν, το Ισραήλ, η Σαουδική Αραβία κ.ά.) αναδιατάσσονται στη µεσανατολική σκακιέρα επαναξιολογώντας τις συµµαχίες τους (µε τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και µεταξύ τους), στη σκιά της αποµάκρυνσης των Αµερικανών. Ρωσία και Κίνα διεκδικούν πια µεγαλύτερη επιρροή στις περιοχές από τη Βόρεια Αφρική έως και τον Περσικό Κόλπο, µε την Τουρκία από την πλευρά της να δρα κατά τρόπο αναθεωρητικό, αµφισβητώντας ως αναχρονιστική τη Συνθήκη της Λωζάνης, και τη Σαουδική Αραβία (υπό τον «σκληρό» πρίγκιπα διάδοχο Μοχάµεντ Μπιν Σαλµάν) να δείχνει τα δόντια της µε ποικίλους τρόπους (µέσα από τον πόλεµο στην Υεµένη, µέσα από την κόντρα της µε το Κατάρ, µε τη δολοφονία του Σαουδάραβα δηµοσιογράφου Τζαµάλ Κασόγκι και τη φερόµενη ως «απαγωγή» του Λιβανέζου πρωθυπουργού Σαάντ Χαρίρι).
Στην πολύπαθη περιοχή της Μέσης Ανατολής υπάρχουν σήµερα κράτη που δεν ελέγχουν το σύνολο των εδαφών τους (Συρία, Υεµένη, Λιβύη). Υπάρχουν όµως και µη κρατικοί δρώντες (non-state actors) που σε ορισµένες περιπτώσεις λειτουργούν ή επιδιώκουν να λειτουργήσουν ωσάν κρατικές οντότητες (Χούθι, τζιχαντιστές κ.ά.). Είναι µάλιστα τέτοιου τύπου δυνάµεις που δρουν ταυτόχρονα ως «αντιπρόσωποι» (proxies) για λογαριασµό άλλων µεγαλύτερων δυνάµεων στα πεδία των µαχών αλλά και ως ανεξάρτητοι παίκτες µε δική τους ατζέντα, καθιστώντας την απόδοση ευθυνών σχεδόν αδύνατη στην περίπτωση πολλών επιθέσεων. Οσο για το Παλαιστινιακό, εκείνο παραµένει, «φυσικά», άλυτο ως χαίνουσα πληγή, όπως άλλωστε και το Κυπριακό.
Οι ανταγωνισµοί «οργιάζουν», όµως,παράλληλα και στο µέτωπο της Ενέργειας. Για πρώτη φορά έπειτα από χρόνια, επιθέσεις αµφίβολης προέλευσης εξαπολύονται µε ολοένα και µεγαλύτερη συχνότητα ενάντια σε τάνκερ και πετρελαϊκές εγκαταστάσεις στον Περσικό Κόλπο, επιθέσεις για τις οποίες στην πλειονότητα των περιπτώσεων κανείς δεν αναλαµβάνει επισήµως την ευθύνη.
Οσο για τις συνοριακές γραµµές, εκείνες έναν αιώνα µετά τη Συµφωνία των Σάικς – Πικό αποτελούν και πάλι πεδίο αντιπαράθεσης. Η Τουρκία ερίζει µε Ελλάδα και Κύπρο για τα όρια των µεταξύ τους θαλασσίων ζωνών σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο. Λίβανος και Ισραήλ, ωστόσο, επίσης ερίζουν για τα µεταξύ τους θαλάσσια όρια, µε την Αγκυρα από την πλευρά της να µην κρύβει τις αναθεωρητικές διαθέσεις της έναντι όλων, τόσο προς δυσµάς (Ελλάδα, Κύπρος) όσο και προς ανατολάς (Συρία), προκαλώντας µεταξύ άλλων κρίση και στις τάξεις του ΝΑΤΟ. ∆εν είναι, άλλωστε, µικρό πράγµα ο δεύτερος µεγαλύτερος στρατός της Βορειοατλαντικής Συµµαχίας (που είναι εν προκειµένω ο τουρκικός) να φλερτάρει έντονα µε τη Ρωσία, έχοντας προηγουµένως εργαλειοποιήσει την τζιχαντιστική απειλή στη Συρία.
Σχεδόν εννέα χρόνια µετά την έναρξη του συριακού εµφυλίου το 2011, στο µέτωπο της Συρίας υπάρχουν πια νικητές και ηττηµένοι. Στους νικητές συγκαταλέγονται: το καθεστώς του Σύρου προέδρου Μπασάρ αλ Ασαντ (που όχι µόνο επιβίωσε αλλά και ανακάµπτει ανακτώντας σταδιακά τον πλήρη έλεγχο της χώρας), η Ρωσία και το Ιράν που στήριξαν τον Ασαντ, αλλά και η Τουρκία που κατάφερε τελικώς να αποµακρύνει τους Κούρδους από τα νοτιοανατολικά σύνορά της µε τις ευλογίες Ρώσων και Αµερικανών. Ο Στίβεν Ουόλτ, καθηγητής ∆ιεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήµιο του Χάρβαρντ, βγαίνει πλέον ανοιχτά και υποστηρίζει ότι το «καλύτερο σενάριο» για τη Συρία είναι η χώρα να υπαχθεί εκ νέου υπό τον έλεγχο του Ασαντ.
Η «ζώνη ασφαλείας» που προέκυψε από τη συνάντηση που είχαν οι Πούτιν και Ερντογάν στις 22 Οκτωβρίου στο Σότσι δεν είναι ακριβώς εκείνη που θα ήθελε η Αγκυρα. Το µήκος της είναι περιορισµένο και οι περιοχές που τίθενται υπό τουρκικό έλεγχο κατά βάση ηµιερηµικές. Ακόµη και έτσι, ωστόσο, συνεπάγεται κέρδη για την Τουρκία, εάν συγκριθεί µε τα δεδοµένα όπως ήταν για το καθεστώς Ερντογάν στην περιοχή πριν από την έναρξη της στρατιωτικής επιχείρησης «Πηγή Ειρήνης» στις 9 Οκτωβρίου. Στους ηττηµένους, αντιθέτως, συγκαταλέγονται: οι Κούρδοι που χάνουν µεγάλο µέρος όσων εκείνοι είχαν de facto κερδίσει (δοµές αυτονοµίας και φυλάκια) στο έδαφος της Βόρειας Συρίας µετά το 2013, οι ΗΠΑ (που έχασαν όχι µόνο τον πόλεµο αλλά και την αξιοπιστία τους), καθώς και οι σύµµαχοι των Αµερικανών (που αναζητούν τώρα τρόπο να προσαρµοστούν στις νέες συνθήκες, ενισχύοντας τους δεσµούς τους µε άλλες δυνάµεις).
Το «παιχνίδι» στη Συρία, ωστόσο, δεν έχει ακόµη κριθεί οριστικά. Μένει, επί παραδείγµατι, να φανεί τι θα γίνει µε τα ενεργειακά κοιτάσµατα που βρίσκονται κυρίως στα βόρεια και βορειοανατολικά της χώρας. Ο Ντόναλντ Τραµπ λέγεται πως θα ήταν διατεθειµένος να αφήσει τελικώς πίσω στη Συρία έναν µικρό αριθµό περίπου 200 Αµερικανών στρατιωτών, αποστολή των οποίων θα είναι να φυλάσσουν τα πετρελαϊκά κοιτάσµατα (πριν από το 2011 η Συρία «έδινε» περίπου 385.000 βαρέλια αργού ηµερησίως, εκ των οποίων περίπου 100.000 προέρχονταν από τα βορειοανατολικά) και να συνεχίσουν να πολεµούν την τζιχαντιστική απειλή.
Με ενδιαφέρον θα πρέπει όµως να αναµένονται και οι εξελίξεις σε άλλα τρία αλληλένδετα µέτωπα. Η πολιτική µετάβαση της Συρίας σε µια νέα εποχή (µε τη Ρωσία να προωθεί ως ζητούµενο την κατάρτιση ενός νέου µεταπολεµικού Συντάγµατος), η κατάσταση εντός της καλούµενης «ζώνης ασφαλείας» στον Βορρά και οι επαφές στο µέτωπο Κούρδων – Ρωσίας – Ασαντ αναµένεται να κρίνουν σε σηµαντικό βαθµό την επόµενη µέρα όχι µόνο στη χώρα αλλά και στην ευρύτερη περιοχή.
ΠΗΓΗ: ΕΘΝΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
Ασταμάτητος ο “ξανθός ηγέτης”: Ελέγχει πλέον την Μέση Ανατολή, επόμενος σταθμός η Αφρική