File Photo: Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ αποβιβάζεται από το προεδρικό ελικόπτερο και περπατά στον κήπο του Λευκού Οίκου. EPA, RON SACHS / POOL
Ποιος από τους σημερινούς υποψήφιους για το χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος μπορεί να κερδίσει τον πρόεδρο Τραμπ;
Ένα ερώτημα που καλούνται να απαντήσουν κυρίως οι Αμερικανοί ψηφοφόροι που δεν θέλουν να επανεκλεγεί ο σημερινός ένοικος του Λευκού Οίκου.
Ο αριθμός των υποψηφίων αρχίζει να μειώνεται. Μέχρι στιγμής, 23 άτομα διεκδικούν το χρίσμα των Δημοκρατικών. Η μάχη των προκριματικών θα ξεκινήσει στις 3 Φεβρουαρίου 2020 στην Αϊόβα και θα ολοκληρωθεί στις 16 Ιουνίου στην περιφέρεια της πρωτεύουσας Ουάσινγκτον.
Αν και στις δημοσκοπήσεις για το χρίσμα των Δημοκρατικών προηγείται ο πρώην αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, ο οποίος θεωρείται μετριοπαθής, εντούτοις εκτιμάται ότι δεν πήγε και τόσο καλά στις δυο πρώτες τηλεοπτικές αναμετρήσεις. Η επόμενη θα γίνει στο Χιούστον του Τέξας, στις 12 Σεπτεμβρίου.
Οι υποψήφιοι θα έχουν δικαίωμα να λάβουν μέρος στην τρίτη τηλεμαχία εάν μέχρι τις 28 Αυγούστου θα έχουν εκπληρώσει δυο όρους: 1) Να έχουν 130.000 χορηγούς και 2) Να καταγράψουν τουλάχιστον 2% στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων σε τέσσερις δημοσκοπήσεις. Αυτή τη στιγμή, μόνο 10 υποψήφιοι εκπληρώνουν τους δυο όρους.
Ορισμένοι αναλυτές θεωρούν ότι οι περισσότεροι από τους υποψήφιους που έχουν τη δυνατότητα να προχωρήσουν στην εκλογική αναμέτρηση εκφράζουν την «προοδευτική πλευρά» του Δημοκρατικού Κόμματος. Όπως επισημαίνουν, σε περίπτωση που ένας απ’ αυτούς κερδίσει το χρίσμα, ενδεχομένως να δυσκολευτεί να προσελκύσει ψηφοφόρους του λεγόμενου «κεντρώου χώρου», καθώς και ανεξάρτητους, οι οποίοι συνήθως καθορίζουν προς ποιον υποψήφιο θα γείρει η πλάστιγγα της νίκης στις προεδρικές εκλογές.
Με βάση τις έως τώρα δημοσκοπήσεις, τόσο ο Μπάιντεν, όσο και ο Σάντερς, σε εθνικό επίπεδο κερδίζουν τον πρόεδρο Τραμπ. Βέβαια, το αμερικανικό εκλογικό σύστημα είναι τέτοιο που ένας υποψήφιος μπορεί να κερδίσει τη λαϊκή ψήφο, αλλά να χάσει τις εκλογές αν δεν εξασφαλίσει τον απαιτούμενο αριθμό εκλεκτόρων, όπως έγινε και στην αναμέτρηση Χιλαρι Κλίντον – Ντόναλντ Τραμπ, το 2016.
Ο γνωστός σκηνοθέτης και συγγραφέας, Μάικλ Μουρ, σε συνέντευξή του στο τηλεοπτικό δίκτυο MSNBC, μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης τηλεοπτικής αναμέτρησης των Δημοκρατικών υποψηφίων στις 31 Ιουλίου, είπε: «Αφού παρακολούθησα τη συζήτηση των υποψηφίων, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η Μισέλ Ομπάμα (σύζυγος του Μπαράκ Ομπάμα) είναι το μόνο πρόσωπο που μπορεί να συντρίψει τον Ντόναλντ Τραμπ.
Αν δεν επιλέξουμε έναν μαχητή του δρόμου, αν δεν επιλέξουμε κάποιον που θα εμπνεύσει τους ανθρώπους να βγουν και να ψηφίσουν, θα χάσουμε και πάλι. Και νομίζω -κανείς δεν με άκουσε την προηγούμενη φορά που είπα αυτό- ο Τραμπ θα κερδίσει ξανά». Η πρώην Πρώτη Κυρία των ΗΠΑ έχει διαψεύσει επανειλημμένα φήμες και πληροφορίες περί καθόδου της στην ενεργό πολιτική.
Σε ανάλυση για τις δυο πρώτες τηλεοπτικές αναμετρήσεις στη διαδικτυακή έκδοση του περιοδικού «The Atlantic» διατυπώθηκε η άποψη ότι «οι αντίπαλοι του Μπάιντεν τον βοήθησαν περισσότερο από ότι βοήθησε ο ίδιος τον εαυτό του» και «οι προοδευτικοί Γουόρεν, Σάντερς και Χάρις επέμεναν στην στροφή του Κόμματος αντί να προσπαθήσουν να κερδίσουν τους μετριοπαθείς». Επίσης, σημειώθηκε ότι «μετά από δύο νύχτες ζωντανής συζήτησης στο Ντιτρόιτ, πολλοί Δημοκρατικοί μπορεί να είναι ανήσυχοι».
Πριν λίγες μέρες, ο πρώην Διευθυντής Επικοινωνίας του Λευκού Οίκου, Άντονι Σκαραμούτσι, ο οποίος είχε διοριστεί από τον πρόεδρο Τραμπ, κάλεσε τους Ρεπουμπλικανούς να προωθήσουν άλλον υποψήφιο για να μην επανεκλεγεί ο Τραμπ. «Ο Πρόεδρος στρέφεται κατά άλλων ανθρώπων μέσω του λογαριασμού του στο Twitter, καλλιεργεί το μίσος και προκαλεί απειλές θανάτου» δήλωσε ενδεικτικά στο CNN.
Το φετινό καλοκαίρι θεωρείται το χειρότερο από πλευράς οικολογικής καταστροφής εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής. Οι τεράστιες φωτιές σε Αμαζόνιο, Αλάσκα, Γροιλανδία, Σιβηρία, σε μεσογειακές χώρες και αλλού δεν είχαν προηγούμενο. Αρκετοί επιστήμονες έκαναν λόγο για δραματικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, επισημαίνοντας ότι η Αρκτική αντιμετωπίζει ακραία καιρικά φαινόμενα και οι πάγοι λιώνουν με πολύ πιο γρήγορο ρυθμό απ’ ότι αναμενόταν.
Το θέμα της κλιματικής αλλαγής αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα της προεκλογικής περιόδου στις ΗΠΑ. Όλοι οι υποψήφιοι για το χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος επικρίνουν τον πρόεδρο Τραμπ, ο οποίος έχει δηλώσει επανειλημμένα ότι δεν πιστεύει σ’ αυτό το φαινόμενο. Τον Ιούνιο του 2017 είχε ανακοινώσει την αποχώρηση της χώρας του από τη Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα.
Πολιτικοί αναλυτές θεωρούν ότι με βάση τις πραγματικότητες του εκλογικού χάρτη, ο Αμερικανός ηγέτης αποφάσισε να δείξει ότι προχωρεί σε «κάποια αλλαγή» στην πολιτική του για το κλίμα, λόγω των εκλογών του 2020. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, το 58% των νέων Ρεπουμπλικανών και το ένα τρίτο άνω των 40 ετών δήλωσαν ότι ανησυχούν περισσότερο για την κλιματική αλλαγή τώρα από ό, τι πριν από ένα χρόνο.
Σε εκδήλωση στον Λευκό Οίκο τον περασμένο μήνα, ο πρόεδρος Τραμπ μίλησε για το περιβάλλον χωρίς όμως να πει λέξη για την κλιματική αλλαγή. «Έχουμε μόνο μία Αμερική. Έχουμε μόνο έναν πλανήτη. Γι’ αυτό, κάθε μέρα της προεδρίας μου θα αγωνιστούμε για ένα καθαρότερο περιβάλλον και μια καλύτερη ποιότητα ζωής για όλους τους πολίτες μας» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Η ειρωνεία ήταν ότι λίγες ώρες πριν μιλήσει, πρωτοφανείς καταρρακτώδεις βροχές έπληξαν την αμερικανική πρωτεύουσα και πλημμύρισαν οι δρόμοι γύρω από το Λευκό Οίκο, προκαλώντας προσωρινό κλείσιμο ενός τμήματος του μετρό της πόλης.
Όπως ανέφεραν επιστήμονες, αυτός ο τύπος των έντονων βροχοπτώσεων είναι αποτέλεσμα της αύξησης των θερμοκρασιών. Σε δημοσκόπηση της «Ουάσινγκτον Ποστ» και του ABC, μόνο το 29% των Αμερικανών δήλωσε ότι εγκρίνει την πολιτική Τραμπ για το κλίμα.
Αρκετοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι ο πρόεδρος Τραμπ μπορεί να χάσει τις εκλογές για δυο λόγους: 1) Η αμερικανική οικονομία να εισέλθει σε αρνητική πορεία και 2) Να υπάρξει μια μεγάλη κρίση (πιθανόν από φυσικές καταστροφές) και η κυβέρνηση Τραμπ να μην μπορέσει να την διαχειριστεί αποτελεσματικά.
Τέλος, με βάση τα συμπεράσματα της έκθεσης του ειδικού ανακριτή Ρόμπερτ Μιούλερ, αλλά και εκθέσεων των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ, εκτιμάται ότι υπήρξε «ρωσική παρέμβαση» για την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ το 2016. Επομένως, πολλοί δεν αποκλείουν να ξανασυμβεί το ίδιο στις εκλογές του 2020.
Η Κύπρος ανάμεσα στα βρώμικα παζάρια: Τα διαχρονικά παθήματα δεν έχουν γίνει μαθήματα