Οι υπουργοί Εξωτερικών της Τουρκίας (Α) και της Βόρειας Μακεδονίας (Δ). EPA, GEORGI LICOVSKI
Απ’ ό, τι προβλέπεται «φυσιολογικά, η «υπενθύμιση» του «σκοπιανού προβλήματος», το οποίο διόλου δεν έληξε, μάλλον σε άλλες μορφές θα συνεχίζεται για πολύ καιρό στο μέλλον, άμεσο ή/και μακρινό, μιας και το φαινομενικό «κλείσιμο» της υπόθεσης φαίνεται πως «άνοιξε» αρκετά άλλα ζητήματα τα οποία δεν πρόκειται να αφήσουν ήσυχο τον ελληνικό μακεδονισμό ή, αν προτιμάται, το «ελληνικό μακεδονικό» και, ποιος ξέρει, ίσως και την ελληνική πολιτική ηγεσία, όσο παχύδερμη κι αν είναι αυτή.
Η Ελλάδα από τις 16.12.1991 (η ΕΟΚ θέτει τον όρο μη ύπαρξης του ονόματος «Μακεδονία» σε ονομασία Σκοπίων) έως τις 13.4.1992 (Κ. Μητσοτάκης) δεν δεχόταν με κανέναν τρόπο τον όρο «Μακεδονία» σε την ονομασία του σκοπιανού σλάβικου κράτους. Μάλιστα στις 18.5.1992 ο Μητσοτάκης λέγεται πως να πρότεινε στον Γάλλο ΥΠΕΞ η ΕΟΚ να ονομάσει τα Σκόπια «Δημοκρατία του Βαρδάρη».
Οπότε παραμένει άγνωστο τί έγινε και στη συνέχεια όλοι οι Έλληνες κυβερνώντες και κομματικοί πολιτικοί εγκατέλειψαν (πλην κάποιες πολύ λιγοστές εξαιρέσεις χωρίς καμία επιρροή) αυτή την αρνητική θέση που δρούσε υπέρ της μοναδικής ούσης ελληνικής Μακεδονίας.
Από κει και πέρα όλες οι επόμενες προτάσεις ονομασιών της ΦΥΡΟΜ εκ μέρους όλων των ξένων παραγόντων προβλέπουν οπωσδήποτε την ύπαρξη του ονόματος «Μακεδονία»! Το ίδιο συμβαίνει και με τους Έλληνες κυβερνητικούς και πολιτικούς η «σύμπνοια» των οποίων για μια «λύση» με «σύνθετη ονομασία» που να περιέχει απαραιτήτως τον όρο «Μακεδονία» εμφανίζεται πολύ, μα πάρα πολύ ύποπτη!
Από την επόμενη χρονιά (7.4.1992), όταν τα Σκόπια έγιναν δεκτά στον ΟΗΕ ως προσωρινά ΦΥΡΟΜ, στην ουσία δίχως κανένα πραγματικό και διεθνώς εξακριβωμένο όνομα, δηλαδή «χωρίς όνομα» που μελλοντικά έπρεπε να οριστεί, όλες οι κομματικές παρατάξεις στην Ελλάδα και οι αρχηγοί τους δεν έχασαν ποτέ την ευκαιρία να δηλώσουν την προτίμησή τους για μια σύνθετη ονομασία πάντα με τον όρο «Μακεδονία», χωρίς βέβαια να ρωτήσει κανείς τους ενδιαφερόμενους συμπατριώτες τους, που τους είχαν κιόλας ψηφίσει, αν αυτοί δεχόντουσαν ή όχι οι Σλάβοι Σκοπιανοί να ονομάζονται με το ελληνικό όνομα «Μακεδόνες»..
Η επανεμφάνιση και επέμβαση του Νίμιτς στις 8.10.2005 σε ρόλο μεσολαβητή, αυτή τη φορά, στη θέση των αποτυχόντων Βανς/Όουενς, στα ελληνο-σκοπιανά με πρόταση Republika Makedonija – Skopije ως ονομασία του σκοπιανού κράτους, εγκαινίασε και επίσημα πλέον την «κούρσα» προς μια «λύση» που θα έπρεπε να είναι ανεκτή και από τα δυο ενδιαφερόμενα μέρη, τα οποία στη πραγματικότητα, για να είμαστε ειλικρινείς, ήταν ένα μέρος που ήθελε ένα όνομα το οποίο όμως ανήκε στο άλλο μέρος.
Οι Σκοπιανοί εκμεταλλεύονται τα κενά των Πρεσπών: Η προηγούμενη κυβέρνηση …κοιτούσε!
Επρόκειτο για μια άλλη καραμπινάτη ανθελληνική μεθόδευση του Νίμιτς, που όμως ο ΥΠΕΞ Μολυβιάτης δέχθηκε δυστυχώς, με μια ανόητη και απρονόητη δικαιολογία:«ως βάση διαπραγματεύσεων», σάμπως και με ενδεχόμενες διαπραγματεύσεις αυτός ο διπλωμάτης ή άλλος «τυχερός», θα κατόρθωνε να αλλάξει τα πράγματα, κάτι που φυσικά δεν έγινε ποτέ και μάλλον με εκείνα τα δεδομένα ούτε θα μπορούσε να γίνει.
Δεν αντιλήφθηκε ο «έμπειρος» Μολυβιάτης πως από τότε κιόλας πήγαινε να αποκλειστεί για την ίδια την Ελλάδα η χρήση ενός ονόματος κατ’ εξοχήν ελληνικό όπως η λέξη «Μακεδονία»! Και φτάνουμε σήμερα στη σημείο να «εικάζουμε», δεν ξέρω πάνω σε ποια σταθερή, αναμφισβήτητη βάση, πως αυτή η απαγόρευση χρήσης του σκέτου ονόματος «Μακεδονία» από την Ελλάδα μάλλον «δεν θα αποτελούσε αξεπέραστο εμπόδιο». διότι θα μπορούσε να βρεθεί «κάποια λύση» που θα «εξουδετέρωνε» την απαγόρευση.
Τα γεγονότα που ακολούθησαν και η πορεία που επέλεξε η Ελλάδα προδίδουν το ακριβώς αντίθετο, δυστυχώς, όσο κι αν θέλουμε να μιλάμε με τα «εάν» και τα «ίσως».
Αλλά ασφαλώς, το πιο γελοίο εκείνη την εποχή υπήρξε ο «μπαμπούλας» της «έγκρισης» από την ελληνική Βουλή που ο άτυχος Μολυβιάτης έσειε σαν αμυντικο-επιθετική σημαία για να φοβερίσει δήθεν τους Σκοπιανούς στην νατοϊκή και ευρωπαϊκο-κοινοτική προοπτική τους, αλλά και τους Αμερικανούς «μυστικούς» φίλους τους, σχετικά με την αξία και την υπόθεση του ονόματος που ο Νίμιτς προσπαθούσε αγωνιωδώς να φορτώσει στην Ελλάδα με όλα τα παρατράγουδά του.
Απ’ την άλλη πλευρά, και από τότε που είχε περάσει απ’ την αγγλική στην αμερικανική κηδεμονία, η Ελλάδα δεν έπαψε να εμπαίζεται «προφορικά» (με ωραία, παχιά και κούφια λόγια) αλλά και με πράξεις ή «παραλήψεις» από τους «μεγάλους» συμμάχους της πέραν του Ατλαντικού: και σήμερα (ας ανοίξουμε μια μικρή παρένθεση) το πιο «φανταχτερό» και κάτω από τα μάτια μας παράδειγμα (και κανείς δεν μπορεί να πει το αντίθετο) είναι ο πολυπράγμων και πανταχού παρών πρέσβης Πάιατ που πλέκει παντού τα εγκώμια της αμερικανόφιλης Ελλάδας, αλλά πρακτικά, όπως αφειδώς διαπιστώνουμε, δεν μερίμνησε ποτέ να δοθεί στην Ελλάδα κανένα απτό, χειροπιαστό στοιχείο βοήθειας, όσο «ενθουσιασμένος» πολύ πρόσφατα δηλώνει πως είναι απ’ την ελληνο-αμερικανική «συνεργασία», βλ. μάλλον «προσήλωση» της Ελλάδας στα αμερικανικά συμφέροντα τόσο που έφτασε σε σημείο, χωρίς πια αιδώ, να περιγελάσει πάλι την Ελλάδα «χαιρετίζοντάς την» για την «εμβάθυνση των σχέσεων με τη Τουρκία»(!!).
Περιττά τα σχόλια, γιατί αλλιώς πολλά θα υπήρχαν να ειπωθούν.
‘Έτσι είναι βέβαιο πως η Ελλάδα δεν έμαθε ποτέ το μάθημα απ’ τις βαθιές απογοητεύσεις που υπέστη συνέχεια, δεκάδες χρόνια τώρα, εξαιτίας των πολιτικών, αλλά και οικονομικών και στρατιωτικών, «καμωμάτων» των φίλων Αμερικανών, όπως ειδικά στο θέμα της «λύσης» του σκοπιανού προβλήματος όπου, από το 1994 και μετά, όλη η μυστική διπλωματία των ΗΠΑ (αλλά και η φανερή, όπως η αναγνώριση της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας», εκκωφαντικά «ξεχνώντας» την, πριν από πολύ λίγα χρόνια, δέσμευση του Κλίντον!) εργάστηκε κατά της Ελλάδας και υπέρ των Σλάβων Σκοπιανών, άσχετα κι αν από καλά λόγια που μας «πάσαρε» και από πρόθυμες «υποστηρίξεις» που υποσχέθηκε προς όφελος της Ελλάδας μπουχτίσαμε και βαρυστομαχιάσαμε, όχι χωρίς να σιχαθούμε κιόλας.
Για να μη μιλήσουμε και για το «τουρκικό» που πονάει, στο οποίο η Ελλάδα εν σχέση με την Τουρκία, δεν έλαβε ποτέ τίποτα το ουσιώδες και κερδοφόρο από τους Αμερικανούς οι οποίοι και βάσεις (αρκετές) πήραν και πολλές ελληνικές υποχωρήσεις χαίρονται.
Ο πρωθυπουργός υποστήριξε ότι η Ελλάδα προστατεύει τα Σκόπια: Ισχύει ή είναι «φούσκα»;
Αλλά για να επανέλθουμε στο «σκοπιανό», τώρα «πρώην» αλλά πάντα και για πάντα επίκαιρο, όλα εκείνα τα υποσχόμενα ή υπονοούμενα «σημαντικά» και «καθοριστικά» αμερικάνικα διαβήματα προς τις σκοπιανές ηγεσίες ώστε αυτές «να καταλάβουν το λάθος τους», τίποτα άλλο για την Ελλάδα δεν υπήρξαν παρά φρούδες ελπίδες (μήπως οι ελληνικές ηγεσίες πιστεύανε πραγματικά στην αμερικανική προσδιοριστική βοήθεια;!), αλλεπάλληλες διαψεύσεις και ουσιαστικά (για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους) ένας απεριόριστος εμπαιγμός που τελικά βρήκε τον σκοπό του στην φονική για την ελληνική Μακεδονία «Συμφωνία των Πρεσπών» στους φιλόξενους Ψαράδες.
Διερωτόμαστε τότε τί άραγε άλλαξε απ’ τη πρόταση Νίμιτς του 2005 ως τη πρόταση Νίμιτς του 2018;
Το 2005 η Ελλάδα κατόρθωσε και απέρριψε τη πρόταση! Γλύτωσε το πνεύμα και την ουσία της λέξης «Μακεδονία». Το 2018 η πρόταση έγινε δεκτή σαν ουρανοκατέβατη θεραπεία για πάσα νόσο και πάσα μαλακία, προπαντός για το δεύτερο.
Βεβαίως και το 2005 η αμερικανική «φιλία» και «μοναδική στρατηγική σχέση» με την Ελλάδα – τότε που η Ελλάδα είχε πραγματικά ανάγκη από τη μεγαλύτερη, «σοβαρά» αληθινή υποστήριξη εκ μέρους των ΗΠΑ – δεν ήταν ακόμη μια φορά παρά ένα πυροτέχνημα , ένα τεράστιο flop, μιας και η πεποίθηση των Αμερικανών για την Ελλάδα και τους Έλληνες ήταν (όπως συνεχίζει ακόμη και σήμερα να είναι) ότι πρόκειται για μια χώρα «που δεν μπορεί να κάνει» χωρίς τα κούφια αμερικανικά λόγια, μαζοχιστικά και επαναληπτικά, και ότι πάντα θα κάθεται να τα ακούει και θα χαίρεται που ένας τόσο «μεγάλος» σύμμαχος τις τα λέει τόσο γενναιόδωρα, και επιπλέον χωρίς ανταλλάγματα.
Γεγονός είναι πως εκείνο το ίδιο 2008 ο Νίμιτς για πρώτη φορά προτείνει σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό. Από τότε αυτό θα είναι και το leit motiv του: ο Καραμανλής τον ενέπνευσε! Και το 2009 για πρώτη φορά πρότεινε το «Βόρεια Μακεδονία».
Σύμπτωση;
Τώρα, για να θυμηθούμε πώς έχουν «πραγματικά τα πράγματα» και όχι πώς κάποιο επιτήδειοι τα σκαρφίστηκαν εις βάρος της αλήθειας, είναι απόλυτα σίγουρο, πως όλο αυτό το «σχέδιο» σλαβικού μακεδονισμού» ξεκίνησε από μια τελείως, και ηθελημένα, λανθασμένη βάση, από έναν τελείως παρανοϊκό συλλογισμό.
Ναι, σωστά, ό, τι πιο βλακώδες, αλλά για τους αναζητούντες έναν πολιτισμό Σκοπιανούς, ομολογουμένως «εντυπωσιακό», ωστόσο troppo bello per esser vero, όπως λέμε στην Ιταλία.
Κάτι τελικά το αποδεδειγμένα απίθανο και εξωφρενικό, όσο καλή τη πίστη κι αν θέλαμε να είμαστε. Και κάτι που αναπόδεικτα θεωρίες μερικών «επιστημόνων» και κυρίως των άμεσα ενδιαφερόμενων νότιο-σλάβων ξεκάρφωτων Σκοπιανών είχαν «εφεύρει» και ανέκαθεν προσπάθησαν να στερεώσουν μόνο για οπορτουνιστικούς και ωφελιμιστικούς σκοπούς, όπως περίτρανα είχε αποδείξει «επώνυμα» ο «στρατάρχης» Τίτο.
Ως είναι γνωστόν, στην βαλκανική χερσόνησο και πέραν αυτής, στα βόρεια και ανατολικά, βρίσκονται όλες οι χώρες του σλαβικού τόξου.
Και όλοι γνωρίζουμε πως όλες αυτές οι χώρες, εκτός από μια, διαθέτουν μια συγκεκριμένη εθνοτική και φυλετική ταυτότητα και μια σίγουρη και διατυπωμένη ιστορική οντότητα, μερικές απ’ αυτές κιόλας από τον 12ο αιώνα.
Όλες διαθέτουν μια δική τους Ιστορία, μια εδαφική πραγματικότητα και μια εθνική προσωπικότητα, όλες πλην μιας που πολύ απλά είναι ο χώρος με πρωτεύουσα τα Σκόπια, ο τελευταίος σλαβικός χώρος που «ανεξαρτητοποιήθηκε» από τους άλλους γύρω αλλά και μια χώρα όπου, όσο κι αν θέλαμε να ψάξουμε, δεν βρίσκουμε καμία ιστορικο-ανθρωπολογικο-εθνική παγίωση, καμία σύνδεση με παλιές κρατικές συστάσεις μέσα σε κάποια χωρικο-εθνοτική ξεχωριστή εξέλιξη.
Οι πληθυσμοί γενικά των Σκοπιανών ποτέ δεν συγκρότησαν ένα ομοιογενές έθνος, ποτέ δεν είχαν ένα διακεκριμένο, δομημένο παρελθόν έθνους με όνομα και χωριστή ιδιαιτερότητα.
Την παντελή έλλειψη ιστορικής ταυτότητας σχεδίασαν να την «καλύψουν» (και με το παραπάνω, για ένα «γόητρο» που να ξεπερνά τους παλιούς αφέντες τους Σέρβους και Βουλγάρους) «εφευρίσκοντας» την ύπαρξη, στα εδάφη τους, ακόμη και σήμερα, μετά από 2300 χρόνια(!), ενός κομματιού από την αρχαία ελληνική Μακεδονία του 4ου αιώνα π.Χ.
Και αυτό το «κομμάτι» το βάφτισαν «Σλαβομακεδονία», όταν δεν μπορεί πια κανείς να ισχυριστεί (στον 21ο αιώνα, αλλά και πριν) χωρίς να γίνεται γελοίος και να λέει μπούρδες, ότι υπάρχει «εν ζωή» στη σκοπιανή περιοχή ένα γεωγραφικό τμήμα του μακεδονικού βασιλείου με όνομα «Μακεδονία» και όταν ακριβώς αυτό το ίδιο τμήμα γεωγραφικό όχι μόνο γεωγραφικά αλλά και ανθρωπολογικά, πολιτικά, ιστορικά και γλωσσολογικά απ’ τον 7ο αιώνα μ.Χ. έγινε αναπόσπαστο κομμάτι και προέκταση της ολιστικής σλαβικής οντότητας που επικράτησε στον χώρο εκείνο απ’ άκρη σε άκρη.
Κι ας μην αναφερθούμε στο άκρον άωτον της γελοιότητας της λεγόμενης «Μακεδονίας του Πιρίν», του γελοιοδέστατου λιλιπούτειου κομματιού αρχαίας Μακεδονίας. Ευτυχώς που η γελοιότητα δεν… σκοτώνει, γιατί αλλιώς…
Επομένως, οποιαδήποτε «σύνθετη» ονομασία στην οποία θα βρίσκεται και η λέξη «Μακεδονία» ή παράγωγό της πιστεύω πως είναι και καταχρηστική και παράνομη και απαράδεκτη και καταδικαστέα και απορριπτέα, απλώς και μόνο γιατί η χρήση (στα σλάβικα ή αγγλικά, δεν ενδιαφέρει) αυτού του ιστορικά ελληνικού ονόματος από κάποιον μη Έλληνα μεταφέρει οπωσδήποτε τάσεις και απαιτήσεις αλυτρωτικού και διεκδικητικού περιεχομένου με χρονικό όριο το σήμερα ή το αύριο ή και το μεθαύριο, και ακόμη περισσότερο όταν συνοδεύεται επιπλέον με την δυνατότητα χρήσης διεθνώς του επιθέτου «μακεδονικός», χωρίς κανέναν ιδεολογικό προσδιορισμό, όπως γίνεται σήμερα, αν δεν απατώμαι και οι Έλληνες…τσιμουδιά…
Κατά τα άλλα, είναι αναμφισβήτητο (και όλα τα μετέπειτα γεγονότα το επιβεβαιώνουν) πως η καραμανλική τοποθέτηση του 2008 μόνο θεωρητικά και με πολύ «στο περίπου» θα μπορούσε να ρίξει στο κενό την «σκευωρία» του Νίμιτς εάν αυτός ο ίδιος συνέχιζε να θέτει ως απόλυτη προτεραιότητα το «πρόγραμμά» του, όπως και έκανε.
Και αναφορικά με αυτή την μακεδονική «γλώσσα φάντασμα», δεν θα ήταν κακό να θυμηθούμε πώς την αξιολύπητη και ψευδώνυμη δήλωση των Κοτζιά και Κουρουμπλή ότι η Ελλάδα είχε δήθεν αναγνωρίσει στον ΟΗΕ, κιόλας από το 1977, την «μακεδονική γλώσσα», ήρθε και κατατρόπωσε με αποφασιστικό τρόπο ο καθηγητής Γιώργος Μπαμπινιώτης (tanea.gr και SKAI) διαψεύδοντας τους δυο υπερόπτες και απατηλούς υπουργούς, όταν εξήγησε πως τότε, το 1977, στην Διάσκεψη του ΟΗΕ στην Αθήνα «το μόνο θέμα που συζητήθηκε… ήταν ο μεταγραμματισμός με λατινικούς χαρακτήρες των τοπωνυμίων διαφόρων χωρών μεταξύ των οποίων και των Σκοπίων» και «δεν ετέθη ποτέ θέμα αναγνώρισης της γλώσσας των Σκοπίων ως «Μακεδονικής».
Επ’ αυτού και παρενθετικά χρειάζεται να δώσω πάλι εδώ την απολύτως βαρύνουσα επιστημονική θέση του κ. Μπαμπινιώτη; Ναι, αξίζει: «άλλο πράγμα είναι πώς ονομάζουν από το 1940 οι Σκοπιανοί τη γλώσσα τους, ψευδώνυμα ως «μακεδονική» και άλλο να την αναγνωρίσουμε εμείς επισήμως με αυτό το όνομα, αποδεχόμενοι έτσι την προϋπόθεση μιας ψευδούς ταυτότητας».
Τόσο καθαρά θα ήταν τα πράγματα αν οι πολιτικοί με συμπαιγνίες και ψέματα δεν εξαπατούσαν ασύστολα ημέτερους και υμέτερους για να πετύχουν ανομολόγητους σκοπούς.
Όσο για τον Νίμιτς, από την απόλυτη πτώχευση στην υπερεικοσαετή μεσολαβητική του πορεία πέρασε ξαφνικά (όλα έγιναν τόσο βιαστικά, για καμία αντίδραση, έτσι δεν είναι;!) στην απόλυτη δόξα του πετυχημένου μεσολαβητή με την εκτεταμένη νίκη των Σκοπιανών και την ταπεινωτική ήττα των Ελλήνων που παραχώρησαν τα πάντα υποστηρίζοντας την ανούσια δικαιολογία πως δήθεν άλλη είναι η αρχαία ελληνική Μακεδονία (που δεν υπάρχει πια) και άλλη η σύγχρονη σλαβική Μακεδονία που υπάρχει και βεβαίως μονοπώλησε διεθνώς το όνομα «Μακεδονία», με ένα ακόμη πιο βλακώδες γεωγραφικό προσδιοριστικό «Βόρεια» που κιόλας τώρα, μόλις μερικοί μήνες μετά τις Πρέσπες, άρχισε να ατονεί και να ακούγεται όλο και λιγότερο.
Και πολύν πιθανόν στο μέλλον θα ακούγεται ακόμη λιγότερο!
Όπερ έδει δείξαι!
(*) Ο Κρεσέντσιο Σαντζίλιο είναι Ελληνιστής, συγγραφέας
Ισλαμικές συντηρητικές “αξίες” έχει ενστερνιστεί ο τουρκικός στρατός: Ο έλεγχος του Ταγίπ