File Photo: People enjoy a fun fair during the Eid al-Fitr festival in Istanbul, Turkey. EPA, SEDAT SUNA
Πού ανήκει τελικά η Τουρκία; Στην Ευρώπη και την ευρωπαϊκή ιστορία ή ανήκει μόνο στην Aσία; Κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες η τουρκική διπλωματία επεστράτευσε την ακαδημαϊκή κοινότητα της χώρας προκειμένου να ενισχύσει την προσπάθειά της για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η τακτική ήταν συστηματική και απέβλεπε στο να ετοιμάσει στερεότυπες απαντήσεις σε ερωτήματα που, κατά τους Τούρκους, αποδεικνύουν ότι υπάρχει μια αντίφαση στην ευρωπαϊκή πολιτική.
Για την τουρκική διπλωματία, η έννοια της γεωγραφίας της Ευρώπης είναι μια αυθαίρετη κατασκευή των δυτικοευρωπαίων γεωγράφων, που γεννιέται στα τέλη του 18ου αιώνα, όταν τίθεται ένα συμβατικό όριο για την Ευρώπη, ανατολικά των Ουραλίων. Για τους Έλληνες και τους Ρωμαίους η τομή μεταξύ Ευρώπης και Ασίας ήταν αδιανόητη· οικοδόμησαν τον πολιτισμό τους επί των δύο αυτών ηπείρων. Όσο για τις σημερινές ευρωπαϊκές χώρες, ούτε κι αυτές υπακούουν σε μια κοινή γεωγραφία ούτε ανήκουν σε μια κοινή οικογένεια, σύμφωνα πάντα με την τουρκική διπλωματία.
O Μωάμεθ ο B΄ συμπεριφερόταν ως πρίγκιπας της Αναγέννησης, συγκεντρώνοντας γύρω του Έλληνες και Ιταλούς διανοουμένους. O Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής, τον 16ο αιώνα, ζητεί από τον Μεγάλο Βεζίρη του, Έλληνα στην καταγωγή, να τον ενημερώνει για τα ευρωπαϊκά πράγματα. Παρήγγειλε μάλιστα στη Βενετία μια τιάρα με τέσσερα στέμματα, για να υπενθυμίζει, ως άλλος αυτοκράτορας των Ρωμαίων, ότι είναι ο Ευρωπαίος αντίπαλος του Καρόλου του E΄, αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Tα ανοίγματα, ωστόσο, σταμάτησαν όταν η αυτοκρατορία κερδίζεται από τη σουνιτική αυστηρότητα, τα τέλη του 16ου αιώνα. Έκτοτε, ακολούθησε μια αγκύλωση. H επιστημονική και η πνευματική επικοινωνία σταμάτησαν. Απαγορεύτηκε η τυπογραφία. Oι επιστημονικές ανακαλύψεις δεν πέρασαν. Ήταν, σύμφωνα με τα τουρκικά επιχειρήματα, τα χρόνια της στασιμότητας. Αργότερα, μετά το 1683, οι σουλτάνοι θα διαπιστώσουν την καθυστέρησή τους, θα στραφούν και πάλι στην Ευρώπη, τουλάχιστον για τον στρατιωτικό τους εκσυγχρονισμό, απ’ όπου θα διεισδύσει το γενικότερο, κίνημα της δυτικοποίησης μέσα στην αυτοκρατορία.
H Δύση θα θαυμάζεται, αλλά και θα αντιμετωπίζεται με δυσπιστία, όταν οι ελίτ των μεταρρυθμίσεων αισθάνονται ότι λεηλατούνται από τη δυτική επιθετικότητα.
Θα συντελεστούν, ωστόσο, σημαντικές μεταρρυθμίσεις εν ονόματι της δυτικοποίησης, τις οποίες και θα συνεχίσει το κεμαλικό κράτος κατά τον 20ό αιώνα, με τις ίδιες σταθερές βλέψεις προς τη Δύση, ακόμη και όταν εγκαθιστά τη νέα πρωτεύουσά του στην καρδιά της Ανατολίας.
Mε άλλα λόγια, η τουρκική διπλωματία προσπάθησε να παρουσιάσει ότι η υποψηφιότητα δεν είναι ακριβώς θέμα κοινής ιστορίας ή γεωγραφίας αλλά παραπέμπει σ’ ένα ενδο-ευρωπαϊκό πρόβλημα που με τη σειρά του προκαλεί το δίλημμα της ένταξης ή όχι της Τουρκίας.
Όσον αφορά την ίδια την Τουρκία, η τουρκική διπλωματία υπήρξε εξαιρετικώς κατηγορηματική, ότι δηλαδή η χώρα είναι έτοιμη να αφομοιώσει τις επιβαλλόμενες μεταρρυθμίσεις, περισσότερο από όσο το έκανε με τις ατελείς προσπάθειες του 19ου και του 20ού αιώνα. Δεν πρόκειται απλώς για μια στροφή των ελίτ που δύσκολα θα την ακολουθήσουν οι μάζες.
Επομένως, η τουρκική διπλωματία καταλήγει συμπερασματικώς στο επιχείρημα ότι σε κάθε περίπτωση, το τουρκικό ζήτημα στην ΕΕ δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως ένα νέο πρόβλημα, αλλά ως ένα παλιό το οποίο χαρακτηρίζουν μόνο παλινωδίες.
Τα βασανιστήρια στην Τουρκία είναι στην ημερησία διάταξη: Αλλά οι γιατροί δεν βλέπουν…