Spanish Prime Minister and Secretary General of Spanish Socialist Workers’ Party (PSOE), Pedro Sanchez, (C), greets supporters after winning the general elections at the Socialist Party headquarter in Madrid, Spain, 28 April 2019. Next to him, his wife, Begona Gomez (C-L). EPA, JuanJo Martin
Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, ο Φράνσις Φουκουγιάμα ανήγγειλε ότι η Ιστορία είχε «τελειώσει»: ο φιλελευθερισμός είχε θριαμβεύσει, τόσο στην πολιτική όσο και στην οικονομία. Παρόλο που την τελευταία δεκαετία τέτοιου είδους προβλέψεις διαψεύστηκαν, οι προφητείες δεν σταμάτησαν. Μια από τις πιο δημοφιλείς ήθελε τη σοσιαλδημοκρατία στην Ευρώπη να έχει περιέλθει στην οριστική της παρακμή.
Πηγαίνετε να το πείτε στα επτάμιση εκατομμύρια Ισπανών που την περασμένη Κυριακή χάρισαν τη νίκη στο «σοσιαλιστικό και εργατικό» κόμμα του Πέδρο Σαντσεθ. Εξηγήστε το στο 36% των πορτογάλων ψηφοφόρων που εξακολουθούν να υποστηρίζουν το σοσιαλιστικό κόμμα του πορτογάλου πρωθυπουργού Αντόνιο Κόστα.
Ή στους Φινλανδούς, που αυτόν τον μήνα έφεραν στην πρώτη θέση τους σοσιαλδημοκράτες του Αντι Ρίνε ύστερα από μια μακρά εξορία στην αντιπολίτευση. ‘Η ακόμη και στους Σουηδούς, που τον περασμένο Οκτώβριο διατήρησαν στην εξουσία τον Στέφαν Λεβέν, άλλον έναν σοσιαλδημοκράτη ηγέτη.
Αν υπάρχει κάτι που μπορούμε να θυμόμαστε από τη βραχεία διακυβέρνησή του, είναι ότι σφυροκοπούσε κάθε εβδομάδα τη χώρα του με την ιδέα της «κοινωνικής Παρασκευής». Επειδή στην Ισπανία οι υπουργοί συνεδριάζουν την Παρασκευή, ο πρωθυπουργός αποφάσισε κάποια στιγμή ότι σε κάθε συνεδρίαση θα έφερνε ένα μέτρο που θα συνέβαλλε στην ενότητα της χώρας, τόσο σε οικονομικό όσο και σε γεωγραφικό και πολιτισμικό επίπεδο.
Δεν ήταν ασφαλώς όλα τα μέτρα του Σάντσεθ αποτελεσματικά. Και η αύξηση του κατώτατου μηνιαίου μισθού από τα 736 στα 900 ευρώ δεν είναι κάτι που μπορεί να αντιγραφεί εύκολα στην υπόλοιπη Ευρώπη, αφού η Ισπανία γνωρίζει μια ισχυρή ανάκαμψη και οι συμβάσεις εργασίας αποφασίζονται εκεί στο εσωτερικό των επιχειρήσεων, όχι σε εθνικό επίπεδο.
Το μήνυμα προς την Ευρώπη όμως ήταν ισχυρό: η παραδοσιακή και μετριοπαθής Αριστερά πρέπει να ασχοληθεί με τις ανισότητες, το μεγαλύτερο πρόβλημα σε όλες τις δυτικές χώρες. Πρέπει να αντιμετωπίσει τους φόβους που κόβουν στα δύο οριζοντίως τις κοινωνίες. Η κεντροαριστερά δεν μπορεί να είναι μόνο μια δύναμη των «κάθετων» δικαιωμάτων των μειοψηφιών, είτε οι μειοψηφίες αυτές είναι οι μετανάστες που πρέπει να ενταχθούν στις κοινωνίες, είτε οι ομοφυλόφιλες οικογένειες που πρέπει να αναγνωριστούν τα δικαιώματά τους, είτε – όπως έκαναν ο Τόνι Μπλερ και ο Ματέο Ρέντσι – οι πλούσιοι που πρέπει να πειστούν με φοροελαφρύνσεις να συμβάλουν στην ανάπτυξη.
Αυτή η διεύρυνση του κοινωνικού χάσματος ποτίζει με δηλητήριο κάθε χώρα της Ευρώπης. Οι λαϊκιστές το κατάλαβαν πρώτοι, αλλά στερούνται στρατηγικής σκέψης. Από την άλλη πλευρά, εκτός από τον Σάντσεθ βρίσκονται σε άνοδο και οι Πράσινοι της Γερμανίας. Εκείνοι, όπως και ο ισπανός πρωθυπουργός, έχουν ένα σαφές μήνυμα για όλους: να προστατεύσουμε το περιβάλλον, να αφήσουμε στην άκρη τη γερμανική τσιγκουνιά των τελευταίων δέκα ετών και να αναπτύξουμε ένα πρόγραμμα επενδύσεων σε πράσινες τεχνολογίες.
Όπως είναι φανερό, πρόκειται για ένα οριζόντιο θέμα που καμιά σχέση δεν έχει με τον ρεβανσισμό των λαϊκιστών ή με το ηθικολογικό αφήγημα της Γερμανίας. Η Ιστορία δεν τελειώνει λοιπόν. Ούτε μετά τον Σόιμπλε. Ούτε μετά την πιθανή επιτυχία της λαϊκιστικής Δεξιάς στις επικείμενες ευρωεκλογές.
(*) Ο Φεντερίκο Φουμπίνι είναι αρθρογράφος της Corriere della Sera – (Πηγή: Corriere della Sera)
Η Τουρκία, η Γενοκτονία των Αρμενίων, η Siemens και τα “σιδηροδρομικά άπλυτα” των Γερμανών