Κάθε ημέρα που περνάει καθίσταται όλο και πιο σαφές ότι ο Ταγίπ Ερντογάν έχει κάνει τις επιλογές του. Σημειώνονται παλινδρομήσεις, άλλοτε η ρητορική είναι συγκρουσιακή, άλλοτε πιο συναινετική, αλλά η κατεύθυνση είναι σαφής: η Τουρκία απομακρύνεται από τη Δύση. Οχι απαραίτητα διότι κάποιοι δεν τη θέλουν, όσο γιατί η ίδια δεν θέλει τη Δύση.
Δικαίως ή αδίκως, ο Ερντογάν προσάπτει σε συγκεκριμένες χώρες την απόπειρα ανατροπής του στο αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου του ’16, και σε συνδυασμό με τη μεγαλομανία που τον διακατέχει, αλλά και τις «προσωπικές του προτιμήσεις», χαράσσει έναν νέο δρόμο για την Τουρκία.
Υπό αυτό το πρίσμα, οφείλουν να σχεδιάσουν εγκαίρως έναν αποτελεσματικό τρόπο διαχείρισης του νέου σκηνικού. Οι αλλαγές είναι τεκτονικές και δεν θα ανατραπούν ούτε όταν αποχωρήσει από το πολιτικό σκηνικό ο σημερινός πρόεδρος της γειτονικής χώρας. Την τελευταία εικοσαετία η τουρκική κοινωνία έχει αναπτύξει έντονα αντιαμερικανικά, αντιευρωπαϊκά, αντιισραηλινά –για πολλούς, «αντισημιτικά»– ανακλαστικά, τα οποία δυσχεραίνουν εξαιρετικά τη στενή συνεργασία με τη Δύση στο πλαίσιο αμυντικών συμμαχιών, πολιτικών και οικονομικών θεσμών, αλλά και σε διμερές επίπεδο.
Οι Ευρωπαίοι προβάλλουν αξίες και αρχές, αλλά αυτές δεν ενδιαφέρουν ούτε γοητεύουν τον Ερντογάν. Κάποιοι στην Ουάσιγκτον φοβούνται ένα νέο Ιράν, κάποιοι άλλοι ένα νέο Πακιστάν. Σε κάθε περίπτωση, η Τουρκία ακολουθεί μια πορεία αν όχι μετωπικής σύγκρουσης με τη Δύση, σίγουρα σταδιακής αποστασιοποίησης από αυτήν.
Αυτή είναι η πραγματικότητα. Οποιος δεν τη βλέπει εθελοτυφλεί και απλά καθυστερεί την αναγκαία προετοιμασία για τη διαχείριση της «επόμενης μέρας».
Ταυτόχρονα, προφανώς αντιδρά σε αμφισβητήσεις και παραβιάσεις των κυριαρχικών της δικαιωμάτων, όπως και σε κάθε είδους ρητορικές απειλές, ενώ διαθέτει τη δική της όχι αμελητέα στρατιωτική ισχύ και οικοδομεί ένα πλέγμα αποτελεσματικών περιφερειακών συνεργασιών, που ουδείς μπορεί να αγνοήσει.
Το Ισραήλ, το λόμπι του, ο Ελληνισμός: Ιδρύεται ο «διάδρομος της Ανατολικής Μεσογείου»